X. Καλουδάς: “Να ξαναπάρουμε την επιστήμη από τους αστούς”

X. Καλουδάς: “Να ξαναπάρουμε την επιστήμη από τους αστούς”

Για να ξανακερδίσουμε την επιστήμη από τους αστούς

του Χρήστου Καλουδά, Οργάνωση Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης

 

Εισαγωγή

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Τις τελευταίες δεκαετίες, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τη σχέση των ανθρώπων με την επιστήμη, τη σχέση της επιστήμης με την εξουσία, τους κατόχους του πλούτου και όσους-ες επιδιώκουν να τους ανατρέψουν, αλλά ακόμα και με το πώς διαρθρώνονται οι επιστημονικοί κλάδοι (“ανθρωπιστικοί” και “θετικοί”), ακόμα-ακόμα και με το ποια κριτήρια πρέπει να ικανοποιούν προκειμένου να θεωρήσουμε ότι διαρθρώνονται ικανοποιητικά.

Ενδεικτικοί καθρέφτες αυτής της κατάστασης (κάποιοι την ονομάζουν “μεταμοντέρνα” κατάσταση, αν και το όνομα αυτό οφείλεται απλά σε ένα μόνο βιβλίο εν όψει κάποιου επιστημονικού συνεδρίου της δεκαετίας του ‘70) αποτελούν ρεύματα της αριστεράς:

-Που παραιτούνται από τη διαπάλη για την επιστήμη ή και εκφράζουν θέσεις ενάντια σε αυτή.

-Που υποτάσσονται στην επιστήμη άνευ όρων παραναγνωρίζοντας το ότι εντός του καπιταλισμού η αστική τάξη αποφασίζει γύρω από το πώς χρησιμοποιείται, ποια κατεύθυνση έχει η έρευνα, ακόμα και γύρω από πλευρές του περιεχομένου της.

Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να αποτελούν ένα διαρκές “καμπανάκι” για ένα σύγχρονο, απελευθερωτικό κομμουνιστικό ρεύμα, καθώς πρέπει να παίρνει υπ’ όψιν του τις εξελίξεις στην επιστήμη και τη στάση κομματιών της αριστεράς και της κοινωνίας γύρω από αυτό. Ένας βασικός λόγος -που φάνηκε και μέσα στην πανδημία- είναι η ανάγκη της αποφασιστικής παρέμβασης στις εξελίξεις απέναντι στην αστική πολιτική, είτε την εκφράζει ο Τσιόδρας, είτε οι ψεκασμένοι. Υπάρχει όμως και ένας σημαντικότερος λόγος, παντός καιρού που σχετίζεται με την ιστορική εξέλιξη του κομμουνιστικού κινήματος παγκοσμίως, η οποία αδιαμφισβήτητα βρίσκεται σε κρίσιμη περίοδο.

Όπως είχε πει ο σ. Κώστας Τζιαντζής και μετέφερε στην πολύ όμορφη ομιλία της η σ. Ευανθία Γαϊτανίδου στην ημερίδα μνήμης του: «Ο Μαρξ μετέτρεψε την ουτοπία του σοσιαλισμού σε επιστήμη. Ο Λένιν την επιστήμη σε υλική δύναμη των μαζών. Οι γραφειοκρατικές ηγεσίες καπηλεύτηκαν, ιδιοποιήθηκαν και παραχάραξαν την επιστήμη, την δύναμη και την επαναστατική διάθεση των μαζών και άφησαν στους κομμουνιστές τα συντρίμια μιας επαναστατικής μυθολογίας. Η επαναστατική αριστερά της εποχής μας, αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες της εργατικής τάξης, πρέπει να μετατρέψει ξανά αυτήν την μυθολογία σε επιστήμη, σε σύγχρονη επαναστατική θεωρία και πράξη»

Η ρήση αυτή κρύβει μέσα της ένα από τα καθήκοντα που έχουν μείνει ανοιχτά και άρα επιβεβαιώνουν ότι το ρήγμα του ‘89 -και του κάθε ‘89- δεν έχει κλείσει από καμία εκ των δύο πλευρών, ούτε και θα κλείσει όσο εξελίσσεται η ανθρωπότητα και δεν κερδίζουμε εμείς. Για να γίνει πραγματικότητα όμως, όπως λέει ο σύντροφος, χρειάζεται να ξαναμετατρέψουμε τη μυθολογία σε επιστήμη, σύγχρονη επαναστατική θεωρία και πράξη. Σε αυτό υπάρχει σοβαρό πρόβλημα λόγω του υπαρξιακού προβλήματος που υπάρχει στην επιστήμη στην εποχή που ζούμε.

Εκκινώντας λοιπόν από τις θέσεις του ΚΣ όσον αφορά την κριτική μας στο σκοταδισμό και τον επιστημονισμό, αξιοποιώντας τα εργαλεία του ιστορικού υλισμού αλλά και του Ένγκελς, το συνέδριό μας πρέπει να σκύψει πάνω από αυτό το ζήτημα, ώστε να θυμίσουμε στον κόσμο ότι ο Κομμουνισμός δεν είναι πίστη αλλά κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ανάλογα με τα όρια τις δυνατότητες της εποχής μας. Ότι ο Μαρξισμός δεν είναι θεωρίας της νομοτέλειας αλλά εργαλείο. Ότι η επανάσταση δεν είναι ούτε ουτοπία ούτε δεδομένη, αλλά υπόθεση των μαζών. Και φυσικά ότι η ιστορία δε γράφεται εκ των προτέρων σε γραφές, αλλά στο δρόμο, στο πεδίο της πάλης των τάξεων και σίγουρα δεν τελείωσε.

 

Α. Γιατί υπάρχει η επιστήμη και γιατί εξελίσσεται;

Το ερώτημα αυτό δεν είναι απλό, ούτε έχει δεδομένη απάντηση. Παρ’ όλα αυτά θα προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε δίνοντας παραδείγματα από τις θετικές επιστήμες που είναι φαινομενικά το πιο δύσκολο πεδίο λόγω μιας αντικειμενικότητας που το διέπει.

Η επιστήμη έχει περάσει από πολλές ιστορικές φάσεις, με ένα κοινό σημείο: την ανάγκη να καλύπτει τα κενά της αντίληψης των ανθρώπων γύρω από φαινόμενα που δεν μπορούν να εξηγήσουν εντελώς, αλλά τους νοιάζει να εξηγήσουν για οποιονδήποτε λόγο. Για να παραχθεί λοιπόν επιστήμη, χρειάζονται 2 κίνητρα:

  • Κάποιο φαινόμενο στο οποίο έχει κενά η μέχρι τώρα ανθρώπινη εξήγηση, είτε το καταλάβαμε τώρα επειδή η προηγούμενη θεωρία δεν εξηγεί τα νέα φαινόμενα, είτε το ξέραμε από πάντα αλλά δεν μας πείραζε.
  • Κάποιος λόγος να μας νοιάζει να εμπλουτίσουμε την ανθρώπινη εξήγηση γύρω από το φαινόμενο. Οι λόγοι αυτοί ποικίλουν από την προσωπική διασκέδαση κάποιου ευγενή στον τζόγο ή με μαγνητάκια, μέχρι την ανάγκη υπολογισμού στην παραγωγή ή την ανθρώπινη περιέργεια για τον κόσμο γύρω μας και τα μυστικά του σύμπαντος.

Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό το πώς με βάση αυτά τα 2 κίνητρα έχουν ιστορικά αλλάξει και εξελιχθεί διάφορες επιστημονικές έννοιες και θεωρίες, ακόμα και των θετικών επιστημών που είναι πολύ πιο “μπετόν αρμέ”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνη της βαρύτητας:

  • Στα αρχαία χρόνια θεωρούνταν ότι τα σώματα πηγαίνουν προς τα κάτω ή προς τα πάνω ανάλογα με το υλικό τους. Σε γενικές γραμμές δεν είχαν σοβαρό λόγο να το περιγράψουν παραπάνω, δεδομένου ότι ακόμα και εφευρέσεις όπως ο καταπέλτης μπορούσαν να υπάρξουν με εμπειρικούς υπολογισμούς και φαντασία, χωρίς βιομηχανικού τύπου ακριβείς υπολογισμούς.
  • Μετέπειτα, ο Νεύτωνας περιέγραψε ένα είδος δύναμης, τη βαρυτική δύναμη που ντε φάκτο τραβάει τα πράγματα προς τα κάτω, εκτός κι αν παρεμβάλλεται μια άλλη δύναμη που αντιστέκεται ή και υπερνικάει τη βαρύτητα. Η δύναμη κατά τον Νεύτωνα ορίζεται φιλοσοφικά ως το αίτιο της επιτάχυνσης ενός σώματος, που είναι το αίτιο μεταβολής της ταχύτητας, που είναι το αίτιο της αλλαγής στη θέση, άρα της κίνησης. Το αποτέλεσμα είναι η χρονική παράγωγος του αιτίου, με εξαίρεση τη σχέση δύναμης-επιτάχυνσης που είναι σχέση αναλογίας (F=ma). Τα παραπάνω μπορούσαν να τα πουν κι οι αρχαίοι, αλλά δεν τους ένοιαζε επειδή δε ζούσαν λίγο πριν την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, με (αργά έστω) τρένα, (πρωτόγονες έστω) μηχανές και γενικά πράγματα που απαιτούσαν ακριβείς υπολογισμούς. Ο Νεύτωνας όρισε τη βαρύτητα ως δύναμη γιατί έπρεπε να την υπολογίσει.
  • Μετά περνάμε στην αντίληψη της βαρύτητας ως διανυσματικό πεδίο και όχι ως σημειακή εφαρμογή μιας δύναμης, προκειμένου να ταιριάζει στην τότε αντίληψη που είχε διαμορφωθεί για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Η βαρύτητα πλέον δεν είναι κάτι “προς τα κάτω”, αλλά ένα ακτινικά συμμετρικό πεδίο με σφαιρική ομοιογένεια που οφείλεται στην αλληλεπίδραση σωμάτων που έχουν μαζα.
  • Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη αυτή δεν μπορεί να εξηγήσει τις μεταπτώσεις στην τροχιά του Ερμή. Γιατί ήθελαν να την εξηγήσουν; Πρώτον, γιατί μπορούσαν, αλλά και δεύτερον επειδή η ειδική θεωρία της σχετικότητας έδειχνε δυνατότητες στην εξήγηση ανεξήγητων φαινομένων. Ο Αϊνστάιν με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας περιγράφει τη βαρύτητα ως μια γεωμετρική ιδιότητα του χωροχρόνου Minkowski. Τα σώματα καμπυλώνουν τη θεμελιώδη γεωμετρία του χωροχρόνου με αποτέλεσμα μεταβολές στην κίνησή τους. Οπότε από τη μία το σώμα καμπυλώνει το χωροχρόνο και δημιουργεί βαρύτητα, από την άλλη η καμπύλωση επηρεάζει την κινητική του κατάσταση. Έχουμε μια αλληλεπίδραση αιτίου-αιτιατού, μια σχεδόν διαλεκτική θα έλεγε κανείς σχέση. Αποτέλεσμα: μια θεωρία που εξηγεί τα βαρυτικά φαινόμενα και για σώματα με τεράστιες μάζες, βοηθώντας σε θεωρίες για το σύμπαν, στα GPS, την προσπάθεια του Hawking και άλλα.

 

Παρόμοια εξέλιξη μπορεί κανείς να δει στις θεωρίες για την κίνηση των σωμάτων, τα ηλεκτρικά-μαγνητικά φαινόμενα και άλλα. Επίσης στις έννοιες, του χώρου, του χρόνου, της ταχύτητας, της θέσης, της επιτάχυνσης, της δύναμης, των αιτίων-αποτελεσμάτων της ύπαρξης ηλεκτρισμού-μαγνητισμού και λίγο πολύ σε κάθε έννοια που συναντάμε στη φυσική, στη Χημεία και σε όλες τις θετικές επιστήμες, εκτός από τις πολύ νέες. Πολλές έννοιες επίσης, όπως η δύναμη, έχουν παραμεριστεί φιλοσοφικά σε διάφορες αντιλήψεις (πχ κβαντομηχανική) επειδή δεν εξυπηρετούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στέκονται αντιπαραθετικά σε αυτές (μπορείς πάλι να τις υπολογίσεις).

Θα ρωτήσει κανείς: “άρα η επιστήμη είναι σωστή μέχρι να αποδειχτεί νομοτελειακά πάλι λάθος; Γιατί να την εμπιστευτώ άρα;”. Σε γενικές γραμμές, όταν πας να στήσεις μια νέα θεωρία, μπορεί εκείνη να είναι εντελώς αντιπαραθετική με την προηγούμενη φιλοσοφικά, όμως οφείλει να εμπεριέχει όσα αποτελέσματα της προηγούμενης που επιβεβαιώθηκαν. Για παράδειγμα, η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας καταλήγει στη θεωρία του Νεύτωνα εάν στις εξισώσεις της θεωρήσουμε μικρή μάζα και περιορισμένο χώρο, διότι κυριολεκτικά αυτό είναι το φάσμα στο οποίο η θεωρία του Νεύτωνα είναι σωστή.

 

Β. Ο καλή θεωρία κρύβεται στα αξιώματα.

Μέχρι τώρα, είναι έκδηλο ότι το κείμενο υποστηρίζει την άποψη ότι υπάρχει η αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων στη φύση (ακόμα και σε κβαντικές προσεγγίσεις για να προλάβουμε τους δύσπιστους), αλλά και το υποκειμενικό πρίσμα υπό το οποίο θα τα παρατηρήσεις-εξηγήσεις-αντιμετωπίσεις. Με αυτή την έννοια, είναι πολύ εύκολο να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά μιας λάθος επιστημονικής θεωρίας (έρχεται αντιπαραθετικά με την άμεση ή έμμεση παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας ή σε σχέση με τις εκτιμήσεις μας γι αυτήν) όμως είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν τα χαρακτηριστικά μιας πολύ καλής, σωστής επιστημονικής θεωρίας.

Για να φτιάξεις μια επιστημονική θεωρία, ξεκινάς αναπόφευκτα από κάποιες παραδοχές, δηλαδή κάποιες υποθέσεις, δηλαδή κάποια αξιώματα. Τα αξιώματα αυτά δεν αποδεικνύονται κάπως, είναι πιο πολύ “what ifs”. Για παράδειγμα, τα 8 αξιώματα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας ουσιαστικά σου λένε ότι η Ευκλείδεια Γεωμετρία περιγράφει αποκλειστικά γεωμετρίες όπου η απόσταση μετριέται με το πυθαγόρειο θεώρημα. Γεωμετρίες όπως η Γκαουσιανή που δεν υπακούν στο πυθαγόρειο θεώρημα είναι επίσης σωστές, αλλά όχι για επίπεδες επιφάνειες όπως η Ευκλείδια. Με άλλα λόγια, τα αξιώματα ορίζουν το φάσμα των φαινομένων που θες να περιγράφει η θεωρία σου. Αν είναι για επίπεδες ή σφαιρικές επιφάνειες, αν είναι για αργά κινούμενα σώματα ή για όλα, αν είναι για το μικρόκοσμο ή το μακρόκοσμο. Άρα το ερώτημα γίνεται: πώς θα φτιάξω τα αξιώματά μου ώστε να έχω την καλύτερη δυνατή θεωρία;

Το ερώτημα αυτό είναι τόσο σοβαρό και ταλάνιζε τόσο πολύ τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, που αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο στη νεκρολογία του για να το απαντήσει. Συγκεκριμένα, η τοποθέτησή του την οποία προσυπογράφω είναι η εξής:

  • Πρέπει τα αξιώματά σου να μην έρχονται σε αντίφαση το ένα με το άλλο (αρχή της συνοχής).
  • Πρέπει να φωτογραφίζουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα φαινομένων (αρχή της πληρότητας).
  • Πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότερα (ξυράφι του Όκαμ).
  • Όταν φτιάξεις τα αξιώματά σου, κάνε την ανάλυσή σου, δες τη θεωρία που προκύπτει σαν αποτέλεσμα. Πρέπει να εγκολπώνει τα σωστά αποτελέσματα των προηγούμενων θεωριών.
  • Περίμενε να επιβεβαιωθεί στο πεδίο της αντικειμενικής πραγματικότητας και κράτα τις επιβεβαιώσεις. Όταν καταρρεύσει κάπου, ξανά απ’ την αρχή αλλά τώρα έχεις νέα δεδομένα.
  • Πρέπει η θεωρία σου να βοηθάει σε ζητήματα που αφορούν την ανθρωπότητα (εδώ εγώ θα πω την εν δυνάμει επαναστατική τάξη εντός της) ή να βοηθάει στην εύρεση άλλων θεωριών που θα βοηθήσουν την ανθρωπότητα (ή την εν δυνάμει επαναστατική τάξη εντός της)

 

Ο λόγος που μπαίνουν αυτά τα 3 κριτήρια, είναι επειδή οι σημερινές απαιτήσεις της ανθρώπινης περιέργειας και των παραγωγικών αναγκών, ο πήχης που έχει τεθεί από την ανάπτυξη της επιστήμης απαιτεί θεωρίες που με τις λιγότερες δυνατές παραδοχές (άρα και τη μικρότερη πιθανότητα αντίφασης με κάποια επίσης σωστή θεωρία σε κάποιον άλλο τομέα) θα εξηγούν το μεγαλύτερο δυνατό φάσμα φαινομένων, χτίζοντας πάνω σε θεωρίες που είναι αποδεδειγμένα σωστές εντός του φάσματος φαινομένων που μπορούν να εξηγήσουν.

Τα κριτήρια αυτά αποτελούν απάντηση σε πολλά ευτράπελα που βλέπουμε σήμερα, ντυμένα με επιστημονικοφανή μανδύα. Ας δούμε για παράδειγμα τη θεωρία της επίπεδης γης. Αποτελεί μια πραγματικά πανέμορφη προσπάθεια δημιουργίας μιας συνεκτικής θεωρίας ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η γη είναι επίπεδη και καταλήγοντας στο να προστίθενται παραδοχές όπως ότι βαρύτητα δεν υπάρχει, αντίθετα η γη κινείται προς τα πάνω με επιτάχυνση 9,8 m/s^2. Έτσι εξηγείται το γιατί δεν ελκόμαστε όλοι προς το κέντρο λόγω της βαρύτητας του δίσκου. Το πρόβλημα είναι όμως ότι βγάλαμε φωτογραφίες και τελικά η γη είναι σφαιρική. Μπορεί η θεωρία σου να μην έχει την παραμικρή αντίφαση στο εσωτερικό της, αλλά να είναι ψέμα.

Ας δούμε τη θεωρία ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και ότι γίνεται είναι θέλημά του. Αναμφίβολα, περιγράφει τα πάντα, περισσότερα απ’ όσα περιγράφει οποιοδήποτε φιλοσοφικό ρεύμα ή ρεύμα της επιστήμης. Παρ’ όλα αυτά καταρρέει κάτω από τις αντιφάσεις της, ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχει τρόπο να αποδειχτεί αν είναι σωστή ή λάθος. Μπορεί η θεωρία σου να έχει μεγάλη πληρότητα και συνοχή, αλλά να είναι τελικά κενή.

Ας δούμε τέλος τη θεωρία του Νεύτωνα για την κίνηση των σωμάτων. Με 3 αξιώματα (οι γνωστοί 3 νόμοι του Νεύτωνα) έφτιαξε μια θεωρία που εξηγούσε τα αίτια και τα χαρακτηριστικά της κίνησης των σωμάτων, σε πολλές περιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά η θεωρία αυτή καταρρέει όταν προσπαθεί να προβλέψει τα χαρακτηριστικά της κίνησης ενός σώματος με ταχύτητα κοντά σε αυτή του φωτός. Εκεί έρχεται η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, η οποία με 2 μόνο αξιώματα περιγράφει την κίνηση των σωμάτων σε μεγαλύτερο φάσμα φαινομένων, ακόμα και κοντά στην ταχύτητα του φωτός, ενώ παράλληλα οι εξισώσεις της ταυτίζονται με τις εξισώσεις του Νεύτωνα στην περίπτωση των χαμηλών ταχυτήτων. Ποια είναι σωστή και ποια λάθος; Εξαρτάται τι θες να υπολογίσεις. Για χαμηλές ταχύτητες είναι και οι 2 σωστές, για υψηλές μόνο η μία. Το θαύμα της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας είναι ότι με λιγότερα αξιώματα, περιέγραψε πολύ μεγαλύτερο φάσμα φαινομένων, μεταξύ άλλων και φαινόμενα που μέχρι τότε δεν μπορούσαν να περιγραφούν. Η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας κέρδισε και πληρότητα και συνοχή σε σχέση με την προηγούμενή της και γι αυτό αποτέλεσε προχώρημα στην ανθρώπινη σκέψη.

Εν τέλει, δεν υπάρχουν σκέτα “καλές” επιστημονικές θεωρίες. Υπάρχει μόνο σύγκριση μεταξύ των επιστημονικών θεωριών από την καλύτερη στη χειρότερη, με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα και το τι χρειαζόμαστε εμείς να εξηγούν αυτές. Η γνώση έχει έναν αντικειμενικό πυρήνα (που προέρχεται από την πειραματικά αποδεδειγμένη εξήγηση του κόσμου γύρω μας και της γενίκευσης αυτών των συμπερασμάτων σε επιστημονικές θεωρίες που προβλέπουν και άλλα φαινόμενα) και ένα υποκειμενικό περίβλημα που οφείλεται στο ότι ΕΠΙΛΕΓΕΙΣ τα αξιώματα.

 

Γ. Ένα όριο στο ερώτημα του Αϊνστάιν και η αρχή του πονοκεφάλου στην Αριστερά. Το θεώρημα του Γκέντελ.

 

Ανακεφαλαιώνοντας, μια επιστημονική θεωρία δεν κρίνεται ούτε από το πόσο κομψή είναι όταν την ακούμε, ούτε από το πόσο μεγάλο φάσμα φαινομένων περιγράφει. Κρίνεται από έναν συνδυασμό των 2, στο βαθμό που είναι κοινωνικά χρήσιμη, για τα φαινόμενα που έχει αποδειχτεί σωστή ή δεν έχει αποδειχτεί λάθος.

Το θεώρημα του Γκέντελ, είναι ένα θεώρημα στα Μαθηματικά που φιλοσοφικά και όσον αφορά το θέμα του κειμένου, έχει να πει ότι δεν υπάρχει τρόπος οποιαδήποτε θεωρία (στα Μαθηματικά, άρα μάλλον και στις άλλες επιστήμες) να είναι 100% συνεκτική και 100% πλήρης ταυτόχρονα. Δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να δημιουργηθεί οποιαδήποτε θεωρία που τα αξιώματά της δεν θα έχουν αντιφάσεις και ταυτόχρονα θα περιγράφει τα πάντα (το τελευταίο το βάζω λίγο αφηρημένα και “μπακάλικα”). Με άλλα λόγια, μια θεωρία είτε θα έχει κάποιες αντιφάσεις, είτε κάποια έλλειψη πληρότητας, είτε και τα δύο. Επίσης, αν φτιάξεις μια θεωρία που είναι 100% συνεκτική και 100% πλήρης, τότε ότι και να πας να μελετήσεις βάσει αυτής δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως αληθές ή ψευδές (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Θεός).

Η εξέλιξη αυτή φωτίζει μια διαμάχη που γίνεται πιθανότατα από τότε που υπάρχει δομημένη ανθρώπινη σκέψη με σκοπό την εξήγηση των φαινομένων γύρω μας και της παρέμβασής μας σε αυτά. Υπάρχουν αυτοί που ψάχνουν την ultra συνεκτική θεωρία, που κοιτάνε πίσω από τον ώμο τους κάθε τρεις και λίγο για αντιφάσεις που πρέπει να επιλύσουν στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που τους νοιάζει μόνο η πληρότητα, όσο αντιφατικός και να είναι ο τρόπος σκέψης τους. Βασικό κοινό στοιχείο τους: η προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης και όχι προχωρήματος.

 

Δ. Η “μεταμοντέρνα”(;) κατάσταση ή αλλιώς, το ‘89 της επιστήμης.

Μέσα σε όλον αυτόν τον χαοτικό κυκεώνα, τη δεκαετία του ‘70 ξεκινάει αυτό που ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ ονομάζει ως την “Μεταμοντέρνα Κατάσταση”. Αν ξεπεράσουμε την ονομασία της νέας ιστορικής εποχής για την επιστήμη, το ότι είναι σαφώς φορτισμένη και αδικαιολόγητα κλεμμένη από συγκεκριμένο ρεύμα στην τέχνη, πρόκειται σίγουρα για αυτοτελή εποχή και σίγουρα πολύ δύσκολη αλλά και ενδιαφέρουσα.

Ζούμε στην εποχή όπου τα Μαθηματικά έχουν πολύ σοβαρή κρίση θεμελίωσης, ειδικά στο κομμάτι της θεωρίας συνόλων, πρώτον επειδή το θεώρημα του Γκέντελ αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρχει ενιαίο σετ αξιωμάτων που να περιγράφει όλο το φάσμα των Μαθηματικών ενιαία και δεύτερον επειδή τα μισά Μαθηματικά υπονοούν ότι υπάρχει το μεγαλύτερο σύνολο απ’ όλα, ενώ τα άλλα μισά υπονοούν το αντίθετο.

Εντωμεταξύ, στη Φυσική συνυπάρχουν πιθανοκρατικοί και μη-πιθανοκρατικοί νόμοι, πράγμα που από τη μία ευτυχώς δεν χτυπάει τον ντετερμινισμό (ούτε στην κβαντομηχανική, ούτε στα χαοτικά δυναμικά συστήματα), αλλά από την άλλη επιτρέπει από άποψη φιλοσοφίας τη μελέτη μη αιτιοκρατικών συστημάτων (δηλαδή συστημάτων όπου το αποτέλεσμα δεν έχει κάποιο αίτιο) στα κβαντικά χαοτικά δυναμικά συστήματα. Ταυτόχρονα, οι κβαντικές θεωρίες πεδίου, αερίων, μηχανικής (πιθανοκρατικές θεωρίες), συνυπάρχουν με τη θερμοδυναμική και τη στατιστική μηχανική (μη πιθανοκρατικές που χρησιμοποιούν στατιστικές έννοιες για βολικότητα), αλλά και με τη θεωρία της σχετικότητας (μη πιθανοκρατική) χωρίς να φαίνεται να επικοινωνούν σε όλα τα επίπεδα, παρ’ ότι επιβεβαιώνονται πειραματικά με εντυπωσιακή ακρίβεια.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και η πληροφορική, δημιουργώντας δυνατότητες για τεράστιες τράπεζες δεδομένων που σύμφωνα με κάποιους θα καθιστούσαν τις θεωρίες άχρηστες και τα στείρα εργαλεία υπολογισμού ως το μέλλον. Σήμερα είναι πολύ χαρακτηριστικό το πώς το machine learning, το deep learning, το big data analysis και άλλα εργαλεία έχουν οδηγήσει μηχανές να νικάνε παγκόσμιους πρωταθλητές στο σκάκι ενώ έχουν μάθει μόνο τους κανόνες και κάποια κριτήρια του τι είναι καλό και τι είναι κακό, να ζωγραφίζουν με τεχνοτροπία Πικάσο χωρίς να έχουν κάνει μαθήματα, να ανανγωρίζουν φάτσες, συναισθηματική κατάσταση, ακόμα και προθέσεις κάποιου βεληνεκούς.

Είναι σαφές ότι όταν υπάρχουν τέτοια ζητήματα στις επιστήμες που πάντα έδιναν συγκεκριμένες, αδιάσειστες απαντήσεις στα ερωτήματα, μάλλον υπάρχει πρόβλημα γενικά στην επιστήμη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και να καλείται ο καθένας να πάρει αποφάσεις.

Αποτέλεσμα:

  • Υπάρχουν αυτοί που ερμηνεύουν αυτή την κατάσταση φιλοσοφικά με αντιλήψεις όπως: “ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια”, “το πέταγμα μιας πεταλούδας στο Ρίο επηρεάζει τον καιρό στο Λονδίνο” και γενικά θυσιάζοντας την παραδοχή ότι ζούμε την ίδια πραγματικότητα προκειμένου να είναι αληθείς όλες αυτές οι θεωρίες. Δηλαδή υποτάσσονται στην μεταμοντέρνα κατάσταση και θεωρούν ότι η ιστορία της επιστήμης τελείωσε, γιατί πλέον δε χρειάζεται. Το μόνο που θα χρειαζόταν αν ίσχυαν αυτά τα πράγματα, θα ήταν τεχνικές υπολογισμού για τις χρησιμοποιεί ατομικά ο κάθε άνθρωπος και η εκλαϊκευση της χρήσης τους.
  • Υπάρχουν αυτοί που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν μόνο με εργαλεία των ανθρωπιστικών επιστημών, κάνοντας πως δεν υπάρχουν οι αντιφάσεις που προαναφέρθηκαν. Δηλαδή αναπολούν το παλιό καλό παρελθόν και έτσι κάνουν φυγή από τη διαπάλη. Κρίμα βέβαια που ο εγκέφαλος, το βιοηλεκτρικό (ή όπως λέγεται) κύκλωμα με το οποίο υπολογίζουν και λαμβάνουν αποφάσεις για τη συμπεριφορά τους οι άνθρωποι, έχει τελείως διαφορετικές ερμηνείες για τον τρόπο λειτουργίας του από τις ανθρωπιστικές και τις θετικές επιστήμες. Και δυστυχώς είναι το μόνο πράγμα στο οποίοι οι ανθρωπιστικές και θετικές επιστήμες συνυπάρχουν τόσο έντονα.
  • Υπάρχουν αυτοί που προσπαθούν να αναπτύξουν δημιουργικά τις θεωρίες του ώστε μεταξύ άλλων να απαντάνε στα φιλοσοφικά αδιέξοδα που δημιουργούνται στη μεταμοντέρνα κατάσταση, γιατί η επιστήμη προχωράει μέσω των απαντήσεων στα ίδια της τα όρια. Και δεν είναι εύκολο.

 

Ε. Τα ρεύματα της αριστεράς αντιδρούν στην περίεργη κατάσταση. Πολλοί βασιλιάδες είναι γυμνοί.

Με βάση τις προηγούμενες αναλύσεις, ανακεφαλαιώνουμε στα εξής: ο σοσιαλισμός από την ουτοπία πρέπει να ξαναπάει στην επιστήμη, με συγκεκριμένα κριτήρια ως προς το πότε θεωρούμε μια θεωρία καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά έχει να αντιμετωπίσει 2 εμπόδια: πρώτον δεν μπορεί να είναι μια θεωρία χωρίς αντιφάσεις που ταυτόχρονα θα περιγράφει τα πάντα και δεύτερον, είναι υποχρεωμένη ως Κομμουνιστική θεωρία να πατάει στα όρια και τις αντιφάσεις της σημερινής εποχής, άρα και της σημερινής επιστήμης, ακόμα κι αν αυτή βρίσκεται σε μια περίεργη κατάσταση, όπως κι αν θέλουμε να την ονομάσουμε.

Σε γενικές γραμμές, τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα καλέστηκαν να απαντήσουν σε αυτή την κατάσταση και αποτέλεσμα ήταν η διάσπασή, η μετάλλαξη, η περιθωριοποίηση ή η προώθησή τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε φιλοσοφικό ρεύμα έχει αποκτήσει τις εκδοχές του που έχουν υποταχτεί στη μεταμοντέρνα κατάσταση, εκείνες που πραγματοποίησαν φυγή από τη διαπάλη και εκείνες που προσπαθούν ακόμα και σήμερα να αναπτυχθούν δημιουργικά, απαντώντας. Αν θέλουμε να δούμε τι έχει συμβεί από αυτή τη σκοπιά στο ρεύμα του διαλεκτικού υλισμού στην Ελλάδα, δεν έχουμε παρά να δούμε τους “καθρέφτες” του στην κοινωνία, δηλαδή τις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς:

Η σκέψη του ΚΚΕ βασίζεται στο ότι η εξέλιξη της κοινωνίας σε ένα -ανώτερο ή και κατώτερο, αλλά αυτό δε μας αφορά στο συγκεκριμένο κείμενο- στάδιο κομμουνισμού με ατμομηχανή την επανάσταση είναι νομοτελειακή γιατί έτσι γίνεται η εξέλιξη της ανθρωπότητας με βάση του νόμους κίνησης της κοινωνίας που διατύπωσε ο Μαρξ, γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις αυξάνονται και η εργατική τάξη είναι πιο μορφωμένη και καταρτισμένη από ποτέ. Καταλήγει δηλαδή σε μια νομοτελειακή αντίληψη της κοινωνικής εξέλιξης, στο όνομα της επιστημονικής αντίληψης γι αυτήν. Από εκεί προκύπτουν πολλά φυσιογνωμικά στοιχεία του: από το “πας μη ΚΚΕ βάρβαρος, άσχετα από το αν συμμαχούμε τακτικά στα πλαίσια του ενιαίου κοινωνικού μετώπου”, μέχρι τον εκνευριστικό δογματισμό γύρω από θέσεις του. Σωστά λέει ότι χωρίς επανάσταση δεν αλλάζει ο κόσμος, αλλά το αν θα γίνει επανάσταση ή όχι, εξαρτάται από τον υποκειμενικό παράγοντα που πρέπει να προετοιμάσουν οι κομμουνιστές-τριες. Επειδή όμως το ΚΚΕ πιστεύει ότι “έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη” (ακόμα και το τραγούδι βέβαια λέει “ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο”), είναι λογικό να υποτιμά την προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα και να ιεραρχεί το κέρδισμα της εμπιστοσύνης του κόσμου μέσα από αγώνες χαμηλής έντασης ή το κόμμα παντός καιρού που πρέπει να αντέξει στη μπόρα. Και φυσικά, επειδή αναζητάει τη συνοχή και θυσιάζει την πληρότητα, ιεραρχεί το ζύμωμα της γραμμής ότι νίκες που θα αποδυναμώσουν το κεφαλαίο δεν μπορούν να επιτευχθούν στο σήμερα, όχι επειδή δεν μπορούν, αλλά επειδή πιστεύει ότι έτσι ο κόσμος θα εμπεδώσει ότι χωρίς επανάσταση θα συνεχίσει να φτωχαίνει, παρ’ ότι ο διαλεκτικός υλισμός υποστηρίζει ότι η κοινωνία εξελίσσεται αντιφατικά. Πραγματοποιεί έτσι μια φυγή από τη διαπάλη ακόμα και στο ζήτημα της γνώσης στις σχολές, με την υποταγή του στον επιστημονισμό χωρίς κριτική στα γνωστικά αντικείμενα. Παρόμοιες αντιλήψεις μοιράζονται και ρεύματα του μλ χώρου, συσπειρωσιακά όπως η ΑΡΙΣ, κομμάτια της πολιτικής αναρχίας, παρ’ ότι στο ζήτημα της γνώσης δεν υποτάσσονται στον επιστημονισμό, αλλά στην άρνηση της διεκδίκησης των μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας ως τέτοια, διότι η γνώση είναι ένα πεδίο στο οποίο η διαπάλη είναι άγονη όσο υπάρχει.

Από την άλλη, σαφώς υπάρχουν και ρεύματα που έχουν πάρει αποστάσεις από το διαλεκτικό υλισμό, διατηρώντας στοιχεία του. Σίγουρα πρόκειται για ρεύματα της αυτονομίας, της μαύρης αναρχίας και της “μεταμοντέρνας” αριστεράς. Εκεί δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να δούμε ενιαία φιλοσοφική λογική, αλλά σίγουρα βλέπουμε ενιαίες αρνήσεις και ενιαία στάση ως προς τη μεταμοντέρνα κατάσταση και τις συνέπειές της. Διακρίνουμε μια σαφή άρνηση του παλιού ακόμα και σε φιλοσοφικό επίπεδο, μια σχετικοποίηση των εννοιών, άρα και στροφή στη διαπάλη γύρω από τη νοηματοδότησή τους με υπερβολική αυτοτέλεια από την υλική τους γείωση. Επίσης, φαίνεται το “τέλος των μεγάλων αφηγήσεων” ως σύμπτωμα της μη αναγκαιότητας ύπαρξης θεωριών και η στροφή στις κοινότητες (αγώνας, απόλαυσης, κοινωνικών ομάδων, αλληλεγγύης) ως σύμπτωμα της αποκλειστικής αναγκαιότητας για υπολογιστικά συστήματα. Εξ’ ου και η στροφή στο δικαιωματισμό ή η φυγή στη στρατηγική ως όψεις του ίδιου νομίσματος. Ταυτόχρονα, έτσι εξηγείται και η αποθέωση της ατομικότητας που παρατηρείται, ως έκφραση της σχετικότητας της πραγματικότητας, μέσα από την οποία το συλλογικό επανανοηματοδοτείται ως τρόπος συλλογικής έκφρασης ή ικανοποίησης των ατομικών αναγκών και επιθυμιών.

Σε όλες τις οργανώσεις, σε όλα τα ρεύματα, ακόμα και διεθνώς σύμφωνα με εκθέσεις της επιτροπής διεθνών μας, υπάρχουν όμως και τάσεις δημιουργικής ανάπτυξης του Μαρξισμού ως εργαλείο ανάγνωσης αλλά και αλλαγής της πραγματικότητας, ως θεωρίας της πράξης. Το ΝΑΡ και η νΚΑ δεν μπορούν να σηκώσουν αυτή τη δουλειά χωρίς βοήθεια, παρ’ όλα αυτά αν δούμε ορισμένες αναλύσεις μας, φαίνεται κι ένας νέος τρόπος σκέψης, χωρίς μηδενισμό των εργαλείων του παρελθόντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η θεωρία περί τάσεων χειραφέτησης-υποταγής στην εργατική τάξη, που συνδυάζει τη δυνατότητα χειραφέτησης αλλά και την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων με υλικό, πραγματικό τρόπο που φαίνεται, “αποδεικνύει” την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί τις δυνατότητες της ανατροπής του, διαχωρίζεται από νομοτελειακού τύπου αντιλήψεις για την επανάσταση και αναδεικνύει την αναγκαιότητα να κερδηθεί ο συσχετισμός υπέρ της τάσης χειραφέτησης, δηλαδή την αναγκαιότητα σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος. Η παρατήρηση των 3 επιπέδων συνείδησης που διαμορφώνονται στην εργατική τάξη, η ανάλυση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ τους αλλά και η παραδοχή ότι μπορεί να υπάρχουν 2 και 3 σωστές αντιλήψεις για κάτι, οδήγησε στο σώμα για το Υποκείμενο και σε μια θεωρία από την οποία προκύπτει η αντίληψη για την επανάσταση ως υπόθεση των μαζών και όχι του κόμματος, ο ρόλος του κόμματος, της πτέρυγας με βάση την αποτίμηση των διαφόρων επαναστατικών αποπειρών, του αντικαπιταλιστικού μετώπου ως πολιτικό εκφραστή. Η αντίληψη του Λένιν ως μεθοδολογία και όχι ως κόπι πέιστ είναι που έκανε εφικτές τις αναλύσεις μας για τον καπιταλισμό, το νέο εργατικό κίνημα και τη νέα εργατική βάρδια, την επανάσταση της εποχής μας, τις 10 θέσεις για μια απελευθερωτική παιδεία και την προγραμματική διακήρυξη για το κομμουνισμό. Η σχέση αντικειμενικού-υποκειμενικού είναι που μας οδηγεί στη αντίληψη για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και την αναγκαιότητα να χάσει πλούτο και εξουσία το κεφάλαιο στο σήμερα, ώστε να έρθουμε πιο κοντά στις επαναστατικές συνθήκες του αύριο (σαφώς αντιφατική θέση που μπορεί να είναι κοινωνικά χρήσιμη και περιγράφει το πώς μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά σε μια επαναστατική κατάσταση). Δεν είναι αρκετά όλα αυτά, αλλά γι αυτό χρειάζεται ένα σύγχρονο Κομμουνιστικό Κόμμα που θα μεριμνά για τη διαπαιδαγώγησή του με βάση τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού και του επαναστατικού Μαρξισμού. Αλλά και για τη δημιουργική ανάπτυξη της σκέψης του κόντρα στην υποταγή στη μεταμοντέρνα κατάσταση, χωρίς το κόμπλεξ της καθαρότητας από τις αντιφάσεις ή της πληρότητας, μιας και δεν υπάρχει τρόπος να ικανοποιηθούν αυτά τα κριτήρια.

 

ΣΤ. Το κεφάλαιο μας παίρνει την επιστήμη. Τα ΠΠΜ της γνώσης και του ίντερνετ στον Ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

Το έργο μας δεν είναι εύκολο, για έναν ακόμα λόγο. Ζούμε στην εποχή που ο καπιταλισμός ψάχνοντας νέα πεδία κερδοφορίας έχει επεκταθεί ακόμα και στο πεδίο της γνώσης, της πληροφορίας και της επιστήμης, με καινούργιο στοιχείο την άμεση υπαγωγή τους στις ανάγκες (βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες) της αγοράς. Τεράστιο ποσοστό της παγκόσμιας πληροφορίας ελέγχεται από κολοσσούς όπως η Google, το ίντερνετ γίνεται όλο και λιγότερο ελεύθερο και open source, τα πανεπιστήμια επιχειρηματικοποιούνται με την υποταγή δομών-διαδικασιών-έρευνας-προγραμμάτων σπουδών στις ανάγκες του κεφαλαίου η σε κάποιες περιπτώσεις μίας μόνο εταιρίας, η έρευνα κυνηγάει τη χρηματοδότηση και περιορίζεται συντριπτικά πάνω σε πεδία αναγκαία για το κεφάλαιο, με σκληρούς μηχανισμούς αξιολόγησης με ταξικά κριτήρια.

Άμεση συνέπεια της προσπάθειας για πλήρη υπαγωγή της επιστήμης, της γνώσης και της πληροφορίας στις ανάγκες του κεφαλαίου είναι τα ανερχόμενα ρεύματα επιστημονισμού και σκοταδισμού. Τα fake news, οι διάφοροι Τσιόδρες που γεννούν αντιεμβολιαστές και αντι-αντιεμβολιαστές, τα drone που κυνηγάνε μετανάστες και φτιάχνονται στα πανεπιστήμια, οι έρευνες για ψεύτικους μετρητές ρύπων, οι ολοένα και δυσκολότεροι αλγόριθμοι στο ίντερνετ με αποτέλεσμα τον ευκολότερο καθορισμό των τάσεων, είναι συμπτώματα αυτής της παγκόσμιας πολιτικής και υπενθύμιση ότι σε έναν κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας με βάση τις ανάγκες της πληττόμενης πλειοψηφίας, η πληροφορία πρέπει να θεωρείται αυτοτελής πόρος.

Πιο πριν στο κείμενο είδαμε ότι η γνώση περιέχει έναν αντικειμενικό πυρήνα και ένα υποκειμενικό περίβλημα. Υπονοήσαμε ότι το υποκειμενικό περίβλημα της γνώσης δεν αφορά μόνο τον τρόπο που χρησιμοποιείται, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό της. Δεδομένου του ελέγχου των ΠΠΜ στη γνώση και στην έρευνα, μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι σε ανθρωπιστικές και θετικές σπουδές είναι δεδομένο ότι τα αξιώματα των θεωριών επιλέγονται με κριτήριο:

  1. Να φωτογραφίζουν τα φάσματα φαινομένων που νοιάζουν πιο πολύ το κεφάλαιο. Για παράδειγμα το game theory έχει σαν αξίωμα ότι κάθε παίχτης είναι εγωιστής και ότι δεν ξέρει την τακτική των υπολοίπων. Κανείς δε θα φτιάξει θεωρία που να περιγράφει αλτρουϊστές παίκτες γιατί το παγκόσμιο δίκτυο εμπορίου, διεθνών σχέσεων και γενικά το διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου δε δουλεύει έτσι. Αν το κάνει (που σίγουρα κάποιος το έχει κάνει) δε θα γίνει τόσο viral όσο το game theory, παρ’ ότι υπάρχουν επιτραπέζια που ο αλτρουϊσμός παίζει ρόλο (λίγα βέβαια γιατί είναι λογικό να θεωρούνται βαρετά στον κόσμο του ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, σε πολλά μαθήματα ενεργειακής τεχνολογίας υπάρχει η σιωπηρή παραδοχή ότι βέλτιστη είναι η επένδυση που εξασφαλίζει το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους και όχι τη μέγιστη κάλυψη των αναγκών.
  2. Να βγάζουν τα αποτελέσματα που θέλει η εταιρία. Όλοι μπορούν να ορίσουν έναν στατικό ή μη δείκτη που να βολεύει, το έκανε μέχρι και ο Mikeius στο βίντεο που τον έβριζαν όλοι. Τα παραδείγματα αμέτρητα.

Αυτό βέβαια ξαναλέμε ότι δε σημαίνει πως η αστική γνώση είναι ψεύτικη, σημαίνει όμως ότι ακόμα και κομμάτια του περιεχομένου της γνώσης επηρεάζονται από το ότι είμαστε στον καπιταλισμό, χωρίς να σημαίνει ότι είναι εντελώς άχρηστα για τις λαϊκές ανάγκες. Επίσης σημαίνει ότι οι φιλελεύθερες διεκδικήσεις αποκλειστικά για ελευθερία στο διαδίκτυο δεν είναι η λύση, αλλά μια απαραίτητη πλευρά της πάλης.

 

Ζ. Να ξαναπάρουμε την επιστήμη από τους αστούς!

Εν όψει του συνεδρίου μας, πρέπει να συζητήσουμε γύρω από τα εξής:

  • Πώς θα εντείνουμε την πάλη για την πρόσβαση της νεολαίας στον αντικειμενικό πυρήνα της γνώσης. Ο αγώνας ενάντιας στους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, χάνει κάθε στρατηγική του σημασία όσο δεν κάνουμε στρατηγική κριτική στα αντικείμενα των σπουδών μας.
  • Πώς θα κάνουμε σοβαρή κριτική στα αντικείμενα των σπουδών μας, με γειωμένο τρόπο και με σκοπό να σπάσουμε στεγανά γύρω από αγώνες στις σχολές. Ήδη το κάνουμε στα Παιδαγωγικά και γενικά στις καθηγητικές σχολές αλλά πρέπει να γίνει υπόθεση των ΟΒ και των σχημάτων που παρεμβαίνουμε. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνει και μια δουλειά στα Πολυτεχνεία και τις Θετικές Σχολές, για την οποία υπάρχει υλικό και δυνατότητες. Πώς θα παρέμβουμε ως ένα ανατρεπτικό ρεύμα ιστορικού υλισμού σε Ιστορικά-Αρχαιολογικά και Φιλοσοφικές, Κοινωνιολογίες, Πολιτικές Επιστήμες. Πώς θα εμπλουτιστεί η γραμμή μας στους ερευνητές αλλά και θα τροφοδοτήσει τις όβες τις Σπουδάζουσας.
  • Νομίζω πρέπει να αποτιμήσουμε θετικά την καμπάνια Communism:back to the future και να την εντείνουμε με μάχιμα διεπιστημονικά τιμάκια, πράγμα που θα βοηθήσει ειδικά στις Θετικές Σχολές και στα Πολυτεχνεία. Να προχωρήσουμε σε κύκλο εκδηλώσεων με τίτλο Παιδεία-Εργασία-Νέες Τεχνολογίες και να βγάλουμε υλικά.
  • Πρέπει επίσης να αποτιμήσουμε θετικά και να κρατήσουμε ως παρακαταθήκη και οδηγό την παρέμβαση των γιατρών μας στην πανδημία. Έχει σημασία ότι η οργάνωση δεν περιορίστηκε σε μια συνδικαλιστική παρέμβαση, αλλά βγήκε και με αυτοτελείς ανακοινώσεις κριτικής, έβγαλε μπροσούρα για την πανδημία που έκανε στρατηγική κριτική στο πώς ο καπιταλισμός γεννάει πανδημίες. Αποτέλεσμα ήταν μια γραμμή που συγκίνησε και κέρδισε εκατομμύρια ανθρώπους, έστω και συγκυριακά και ένας μεγάλος αγώνας που έχει πυροδοτήσει άλλους. Δείχνει ότι για να είσαι αυτοτελές, υπαρκτό ρεύμα στη σχολή και στη δουλειά πρέπει να έχεις να πεις γι αυτό.
  • Πρέπει να συζητήσουμε επίσης για τα κριτήρια της ιδεολογικής μας αντιπαράθεσης με τα άλλα ρεύματα. Από την αποτελεσματικότητα στον κοινωνικό χώρο μέχρι τη διερεύνηση τάσεων που επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν μια εκτίμηση.