«Τηλεκπαίδευση», «ηλεκτρονική μάθηση», «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είναι μερικοί από τους όρους που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια διαδικασία εκπαίδευσης που δεν εκτυλίσσεται στον φυσικό της χώρο με τη φυσική παρουσία διδασκόντων και διδασκομένων, (λ.χ. σε μια αίθουσα διδασκαλίας, ένα αμφιθέατρο, ένα εργαστήριο, μια αίθουσα γυμναστικής κ.λπ.), αλλά από απόσταση, με χρήση συνήθως ψηφιακών μέσων.
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, δεν αποτελεί καινούριο φαινόμενο. Η χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνίας έχει μπει στην εκπαιδευτική ρητορική από τη δεκαετία του ’80, με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και την αποθέωση της αγοράς και της ατομικής επιλογής. Ως βασικός γνώμονας για την «αποτελεσματικότητα» των εκπαιδευτικών συστημάτων, αναδείχθηκε από τότε η όσο το δυνατόν στενότερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες του κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας.
Από τη δεκαετία του ’90, με τον αναπροσανατολισμό της ΕΕ στην τεχνική εκπαίδευση και την κατάρτιση, οι νέες τεχνολογίες αξιοποιήθηκαν για τη δημιουργία αντίστοιχων προγραμμάτων. Η αγορά επιζητώντας ως χαρακτηριστικά του νέου εργαζόμενου την ευελιξία, τη συνεχή κατάρτιση και την προσαρμοστικότητα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες «απαιτούσε» από τα Πανεπιστήμια να οργανώσουν ταχύρρυθμα προγράμματα (επανα)κατάρτισης, διαδικτυακά σεμινάρια, ακόμα και εξ αποστάσεως ακαδημαϊκά προγράμματα για την απόκτηση τίτλων σπουδών μεταπτυχιακού ή και προπτυχιακού επιπέδου. Μέχρι σήμερα η εξ αποστάσεως εκπαίδευση έχει συμβάλει στη δημιουργία ενός νέου πεδίου κερδοφορίας του κεφαλαίου, μέσω της διαμόρφωσης μιας αγοράς μετρήσιμων προσόντων για τον νέο εργαζόμενο, προσόντων μάλιστα αμφιβόλου ποιότητας, που απαξιώνονται γρήγορα, προκειμένου το εργατικό δυναμικό να βρίσκεται μεταξύ ανακύκλωσης εργασίας και κατάρτισης για να ανταποκριθεί σε νέες ανάγκες. Σύμφωνα με τον D. Nοble (Τεχνολογία και εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, 2001), για να μετατραπεί η εκπαιδευτική διαδικασία σε εμπόρευμα, απαιτείται η διακοπή της θεμελιώδους εκπαιδευτικής διαδικασίας και η αποσύνθεσή της σε μικρά πακέτα προς πώληση. Έτσι το ζητούμενο δεν είναι η εμπειρία των ανθρώπων που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά η παραγωγή και απογραφή μιας σειράς κατακερματισμένων μαθημάτων. Αυτά τα θραύσματα εκπαιδευτικού έργου αποξενώνονται από το αρχικό τους πλαίσιο, τη ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία και τους παραγωγούς τους, τους εκπαιδευτικούς. Συγκεντρώνονται σε μια πλατφόρμα, ανταλλάσσονται στην αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών επιδιώκοντας κέρδος για τον ιδιοκτήτη της και καθιστώντας τους εκπαιδευόμενους πελάτες. Πρόκειται για μια σκιά εκπαίδευσης όπου οι εκπαιδευτικοί γίνονται παραγωγοί και διανομείς εμπορευμάτων και οι εκπαιδευόμενοι καταναλωτές.
Στην πορεία προωθήθηκε και η πρόσδεση των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνίας με την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων κάνοντας τα σχολεία πεδίο αγοράς και κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας, πληροφορικής και επικοινωνιών και επιδιώκοντας να μετατρέψουν τους εκπαιδευτικούς σε φθηνούς τηλε-εργαζόμενους. Σύμφωνα με το special report του ΣΕΒ για την τηλεργασία (2/05/2019) το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ένα από τα επαγγέλματα που προσφέρονται για τηλεργασία. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, με άκρως επιχειρηματικό τρόπο και ως «ελιξίριο δια πάσαν νόσον», δεν αποτελεί ελληνική πατέντα. Αντίθετα αποτελεί κεντρική κατεύθυνση όλων των διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, Unesco κλπ). Η «Κοινωνία της Πληροφορίας» και το «ψηφιακό σχολείο» έπαιξαν και παίζουν τον ρόλο ιδεολογικής νομιμοποίησης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης μέσα από τη θεωρία του εκσυγχρονισμού και του τεχνοκρατισμού. Σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα των αστικών κυβερνήσεων και στην Ελλάδα, στον αντίποδα του παλιού συντηρητικού σχολείου, έπρεπε να δομηθεί το «προοδευτικό» που θα αξιοποιεί την τεχνολογική καινοτομία για να ξεπεραστούν οι παθογένειες του ελληνικού σχολείου. Η αφήγηση, όμως, που οριοθετείται από τον τεχνολογικό φετιχισμό και τη γοητεία της τεχνολογικής υπέρβασης, αντιμετωπίζει την εκπαίδευση με έναν εργαλειακό τρόπο. Ποτέ δεν συγκρούστηκε με τον χρόνιο ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ούτε αναίρεσε τις ελλείψεις της πλειοψηφίας των νέων σε επαρκή τεχνολογικά μέσα και τις αδυναμίες των δημόσιων εκπαιδευτικών δομών να υποστηρίξουν μια τέτοια εκπαιδευτική στροφή, ενώ ούτε το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης διαμορφώθηκε προς μια προοδευτική, απελευθερωτική κατεύθυνση. Πάνω από 30 χρόνια τώρα, αυτή η κατεύθυνση ευνόησε την τυποποίηση, τη μέτρηση, τη σκληρή αξιολόγηση αλλά και την επιχειρηματικοποίηση της εκπαίδευσης.
Τηλεκπαίδευση και πανδημία
Η τηλεκπαίδευση ήρθε έντονα στο προσκήνιο τους τελευταίους μήνες. Σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης, οι Η/Υ, τα κινητά και τα τάμπλετ μετατράπηκαν από εργαλεία που πλαισιώνουν και ενισχύουν τη μετάδοση πληροφοριών, σε μέσα διδασκαλίας. Με άλλα λόγια, τα ψηφιακά μέσα, αντικατέστησαν τη δια ζώσης διδασκαλία, απέκτησαν κεντρική θέση στην οργάνωση της τάξης, στους τρόπους κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας που δημιουργούνται μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών. Η κρίση ως ευκαιρία έδωσε τη δυνατότητα για «ένα άλμα ψηφιοποίησης στην εκπαίδευση», όπως εκθειάζει ο Κ. Μητσοτάκης για να συμπληρώσει η Υπουργός Παιδείας, ότι η τηλεκπαίδευση δεν αφορά την έκτακτη υγειονομική συνθήκη «αλλά ήρθε για να μείνει». Ο άρτι διορισμένος από την κυβέρνηση, πρόεδρος της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, Δημήτρης Ντζανάτος, πρώην στέλεχος πολυεθνικής και πανεπιστημιακός καθηγητής, μιλάει πιο καθαρά. Προτείνει η εξ αποστάσεως διδασκαλία σε μαθητές και φοιτητές να μονιμοποιηθεί με ειδικά προσαρμοσμένα βιβλία, εικονική αίθουσα διδασκαλίας και εξωτερικό μηχανισμό εξετάσεων και πιστοποίησης. Πανεπιστημιακά προγράμματα φαστ τρακ κατάρτισης χωρίς χάσιμο άσκοπων ωρών στα αμφιθέατρα!
Και παγκόσμια όμως, από την άνοιξη του 2020 σε 180 χώρες, η τηλεκπαίδευση επιβλήθηκε οριζόντια σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, για όλους τους τύπους μαθημάτων –θεωρητικών, εργαστηριακών κ.λπ.- αλλάζοντας την καθημερινότητα του 85% των μαθητών και σπουδαστών. Παρόμοια είναι η εικόνα μετά το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Την ίδια περίοδο η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι πάνω από 10 εκατομμύρια παιδιά δεν θα επιστρέψουν στο σχολείο ακόμα και μετά το συνολικό άνοιγμά τους, ενώ στις χώρες με φτωχό και μεσαίο εισόδημα, θα αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ο αριθμός των παιδιών που στην ηλικία των 10 ετών δεν θα μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει ένα κείμενο κατάλληλο για την ηλικία τους. Άρθρο στο γερμανικό περιοδικό DerSpiegel, παρουσιάζει μελέτες που δείχνουν ότι στα σχολεία των Κάτω Χωρών, με τα υψηλότερα ποσοστά πρόσβασης στο διαδίκτυο και μεγάλο βαθμό ψηφιοποίησης, η μαθησιακή πρόοδος των παιδιών εμφανίζεται κατά 20% μειωμένη σχετικά με την αναμενόμενη, όπως προκύπτει από τις τελευταίες εξετάσεις 350.000 μαθητών. Έρευνα του Κέντρου Μελετών της ΟΛΜΕ διαπιστώνει ότι το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων έχει σοβαρές μορφωτικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές επιπτώσεις στα παιδιά, εκτός από τη διεύρυνση των μορφωτικών ανισοτήτων. Ενώ έρευνα της Ανεξάρτητης Ριζοσπαστικής Παρέμβασης εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας στη Ροδόπη φέρνει στην επιφάνεια τραγικά στοιχεία. Το 26,5% των μαθητών (δείγμα 2.083 μαθητών από 147 τμήματα) έχει από μηδενική έως πολύ ελλιπή συμμετοχή στην τηλεκπαίδευση, ενώ το 34,2% συνδέεται με κινητό τηλέφωνο. Μάλιστα, το 39% των μαθητών των τμημάτων υποδοχής και το 20% των τμημάτων ένταξης δεν μπήκαν ούτε μια φορά στην τηλεκπαίδευση. Η τρίμηνη πλέον εμπειρία από την τηλεκπαίδευση μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών και γονιών στην Ελλάδα έρχεται να επιβεβαιώσει τα παραπάνω στοιχεία και προσθέτει δυσαρέσκεια και οργή.
Υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα αποτελεί η μη δυνατότητα συμμετοχής του συνόλου των μαθητών και φοιτητών με τους ίδιους όρους και η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Καθώς δεν διαθέτουν όλοι τον τεχνολογικό εξοπλισμό που απαιτείται, ή τις επαρκείς γνώσεις χειρισμού και καλή πρόσβαση στο διαδίκτυο, ή πρόκειται για πολυμελείς οικογένειες, όπου οι γονείς εργάζονται με κάποιου είδους τηλεργασία, ή υπάρχει έλλειψη χώρου απομόνωσης και άλλα οικονομικά προβλήματα. Τα παιδιά των λαϊκών τάξεων, που η σχέση τους με τη γνώση δεν έχει δρομολογηθεί λόγω δυσκολιών του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, αλλά οικοδομείται στο σχολείο μέρα με τη μέρα, όταν αυτό λείπει, πιο εύκολα οδηγούνται στην παραίτηση και την εγκατάλειψη. Πολύ περισσότερο τα παιδιά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, τα παιδιά των μεταναστών και προσφύγων ή άλλων που το σχολικό πλαίσιο αποτελεί γι’ αυτά ένα από τα λίγα σημεία αναφοράς.
Στην τηλεκπαίδευση υπάρχει μια απίστευτη πληροφοριοποίηση της διδασκαλίας, όσο κι αν διανθιστεί από τη χρήση εργαλείων. Με παιδιά που ο εκπαιδευτικός δεν βλέπει και μπορεί να μην τον βλέπουν ή να μην τον ακούν, αλλά και σε μη κοινό χώρο, ώστε να υπάρχει ένα ελάχιστο στοιχείο συνεκτικότητας. Ο εκπαιδευτικός νιώθει ανά πάσα στιγμή ανασφαλής ως προς το αποτέλεσμα που επιφέρει -αν επιφέρει- αυτό που λέει. Ταυτόχρονα ακόμη και η συγκέντρωση προσοχής των μαθητών είναι πολύ δύσκολη, έως αδύνατη μερικές φορές. Αυτό υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από την παραμονή των μαθητών 6 και 7 ώρες μπροστά σε μια οθόνη tablet ή κινητού, με τα πολλαπλά προβλήματα που επιφέρει. Ο βομβαρδισμός με πλήθος πληροφοριών, η προσπάθεια πρόσληψης, η αναντιστοιχία με τη σωματική δραστηριότητα που είναι η καθήλωση μπροστά στην οθόνη στο παραπάνω πλαίσιο, διαμορφώνει γρήγορα ένα πλαίσιο ψυχικής κόπωσης όλων. Δημιουργείται ένα περιβάλλον, δηλαδή, ακατάλληλο και βλαβερό για την ανάπτυξη εκπαίδευσης αλλά και δημιουργικότητας, προσωπικότητας και αυτονομίας. Ακόμη η συστηματική έκθεση ιδίως των μαθητών μικρότερων ηλικιών στην οθόνη, βλάπτει την ανάπτυξη του εγκεφάλου, καθώς δεν του επιτρέπει να αναπτύξει χωροχρονικές διανοητικές ικανότητες, όπως «ανάπτυξη περιέργειας, θάρρους, θέλησης, κοινωνικής συμπεριφοράς, λήψης αποφάσεων» κ.λπ. Κατά αντίστοιχο τρόπο επηρεάζει σαφώς και τη λειτουργία του εγκεφάλου των ενηλίκων.
Η πολιτική διάσταση της επιλογής της τηλεκπαίδευσης
Από πολιτική άποψη, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η κυβέρνηση αγνόησε το αίτημα του εκπαιδευτικού, γονεϊκού και μαθητικού κινήματος που διεκδικεί να εξασφαλιστούν όλοι εκείνοι οι όροι που θα επέτρεπαν την ασφαλή λειτουργία των σχολείων (μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, προσλήψεις εκπαιδευτικού προσωπικού αλλά και προσωπικού καθαριότητας, μαζικά και επαναλαμβανόμενα τεστ στον εκπαιδευτικό πληθυσμό). Η επιλογή της τηλεκπαίδευσης και η επιμονή του Υπουργείου Παιδείας να θεωρεί ότι όλα προχωρούν κανονικά, εντάσσεται στη στρατηγική της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που επιδιώκουν οι αστικές κυβερνήσεις εδώ και δεκαετίες, που σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο συναρτάται με τη μείωση του όποιου κοινωνικού χαρακτήρα του κράτους, ενώ ειδικότερα στην εκπαίδευση συναρτάται με τη στενότερη υπαγωγή της στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Αυτή η πολιτική επιτάσσει μείωση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση και τις κτιριακές υποδομές που θα προέκυπταν αν δημιουργούνταν μικρότερα τμήματα –σε όλες τις βαθμίδες, τις υλικοτεχνικές υποδομές που αφορούν τον τεχνολογικό εξοπλισμό εκπαιδευτικών και μαθητών/σπουδαστών ανάγοντάς τα σε ατομική ευθύνη των ιδίων. Η τηλεκπαίδευση ανοίγει τον δρόμο για την ενισχυμένη παρουσία πολυεθνικών πληροφορικών εταιριών στον χώρο της εκπαίδευσης, μετατρέποντάς την σε πεδίο επένδυσης και κερδοφορίας. Ταυτόχρονα το μάθημα υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο επιτήρησης, πανοπτικού ελέγχου και νομιμοποίησης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού αλλά και μείωσης των προσλήψεων αναπληρωτών για ακριτικές ή δυσπρόσιτες περιοχές -που πια θα μπορούν να τηλεδιδάσκονται, διακηρυγμένους στόχους από το πρόγραμμα της ΝΔ .
Έχει τονιστεί, επίσης, από κυβερνητικά χείλη ότι η εμπειρία της τηλεκπαίδευσης πρέπει να αποτελέσει παρακαταθήκη για την εκπαιδευτική κοινότητα, η οποία θα είναι πάντα διαθέσιμη σε περιπτώσεις «έκτακτης ανάγκης». Καθώς ο ορισμός της έκτακτης ανάγκης παραμένει ανοιχτός, γίνεται αυτονόητο ότι χωράνε περιπτώσεις απεργιών, καταλήψεων και διαφόρων ειδών διεκδικήσεων.
Τι είναι όμως εκπαίδευση;
Εκπαίδευση είναι η οργανωμένη, κλιμακούμενη, συστηματοποιημένη διδασκαλία των μορφωτικών, επιστημονικών και πολιτισμικών επιτευγμάτων που έχει μέχρι τώρα συγκεντρώσει ο ανθρώπινος πολιτισμός, ώστε να τα κάνει κτήμα της η νέα γενιά, πέραν όσων μπορεί να ανακαλύψει με την άμεση βιωματική εμπειρία. Η εκπαίδευση βοηθά τη νέα γενιά να οικοδομήσει ουσιαστικές σχέσεις με την πολιτισμική παρακαταθήκη της ανθρωπότητας, να υπάρξει ενεργητικά μέσα στον κόσμο, να τον κρίνει, να τον κατανοεί, να τον αμφισβητεί και να τον αλλάζει, θεωρώντας ότι αποτελεί μέρος του κι άρα αλλάζει και η ίδια αλλάζοντας τους γύρω της. Επομένως η εκπαίδευση οφείλει να είναι δημοκρατική, να αναπτύσσει τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα, τη σωματική ευεξία, να καλλιεργεί συναισθηματικά, ηθικά, κοσμοθεωρητικά στοιχεία της προσωπικότητας (ιδανικά, αλληλεγγύη, συντροφικότητα, αυτοθυσία για το δημόσιο συμφέρον, γενναιότητα, υπέρβαση ατομικισμού κ.λπ.), να βοηθά στη διαμόρφωση ανθρώπων με ισόρροπη σωματική, γνωστική, ηθική και καλλιτεχνική ανάπτυξη.
Η επίμονη προσπάθεια η τηλεκπαίδευση να αναγνωριστεί ως μια ισότιμη –με τη δια ζώσης- μορφή εκπαίδευσης, είναι συνυφασμένη με τη θεώρηση της παιδαγωγικής διαδικασίας εκ μέρους της κυβέρνησης. Οι αστικές κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται το σχολείο σε γενικές γραμμές ως μια διαδικασία μετάδοσης τυποποιημένων πληροφοριών, ώστε να χρειάζεται απλά ένας πομπός κι ένας δέκτης κι ένα ικανοποιητικό μέσο σύνδεσής τους, αδιαφορώντας αν πρόκειται για τον αέρα της σχολικής τάξης, του αμφιθεάτρου ή μια ψηφιακή πλατφόρμα. Η τελευταία μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά αποτελεσματικά στη μεταφορά τεράστιου όγκου δεδομένων, με πολύ χαμηλότερο κόστος, αλλά αυτό δεν είναι εκπαίδευση. Για τους κυβερνώντες η γνώση προκύπτει μέσα από μια μηχανική διαδικασία αποταμίευσης από τους μαθητές, των πληροφοριών που μεταφέρουν οι εκπαιδευτικοί διαμέσου ενός ιεραρχικού και μονόπλευρου καναλιού επικοινωνίας. Ένα τέτοιο σχολείο επιβραβεύει, όχι όσους μαθαίνουν να σκέφτονται και να αμφισβητούν, αλλά αυτούς που μαθαίνουν να αποδέχονται και να αποστηθίζουν αυτό που τους παρουσιάζεται ως ορθό και μάλιστα σε ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους. Οι πληροφορίες, όμως, χωρίς επεξεργασία από τη νόηση και τη συνείδηση των ανθρώπων είναι νεκρό υλικό. Γίνονται γνώση όταν εντάσσονται στη διανοητική, πρακτική δραστηριότητα κάθε ανθρώπινης προσωπικότητας, ως σκεπτόμενου υποκειμένου σε σχέση με άλλους σκεπτόμενους ανθρώπους, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό, ιστορικό πλαίσιο που αυτή αναπτύσσεται και την καθορίζει. Κι όταν, τέλος, ενεργοποιείται μέσα από αυτή τη διαδικασία ένα ευρύτερο πλέγμα παραγόντων, όπως η αισθαντικότητα, η φαντασία, η δημιουργικότητα, ηθικές, αισθητικές πτυχές, φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, πολιτικές πεποιθήσεις και κοινωνικά ιδανικά. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη κυρίως στα χρόνια της πρώτης σχολικής ζωής, αλλά και της πρώτης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όπου μαθητές και φοιτητές έρχονται σε επαφή με νέα πεδία γνώσης.
Από την άλλη το μηχανικό και στείρο σχολείο που οραματίζονται οι κυβερνήσεις μπορεί να μεταφερθεί στον ψηφιακό κόσμο με μεγάλη ευκολία. Τελικά όμως η τηλεκπαίδευση δεν είναι εκπαίδευση, παρά μια καρικατούρα της. Το μάθημα σε όλες τις βαθμίδες, ακόμη και στην τριτοβάθμια, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν είναι διάλεξη σεμιναριακού τύπου. Το μάθημα συνίσταται κυρίως στη διαπροσωπική αλληλεπίδραση που διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μεταξύ δασκάλων και μαθητών. Η σχέση αυτή συνιστά μια ανώτερη ενότητα μαθητών και εκπαιδευτικών που βασίζεται στην κοινή συνεργατική προσέγγιση του περιεχομένου της εκπαίδευσης με σαφείς ρόλους. Η νόηση των ανθρώπων αναπτύσσεται, όχι όταν έρχεται σε επαφή με κατακερματισμένες πληροφορίες, αλλά όταν έρχεται σε επαφή με τη νόηση άλλων ανθρώπων. Αυτό προϋποθέτει το πλαίσιο της συλλογικότητας, της ζώσας τάξης ή ομάδας, που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση όλων των συμμετεχόντων, ώστε να διδάσκεται ό ένας από τον άλλον και να επιδρά ο ένας στη διαμόρφωση του άλλου.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός σε αυτή τη σχέση. Δεν μπορεί να περιορίζεται στον ρόλο του εκφωνητή, διορθωτή, ή του συντονιστή της εργασίας των μαθητών. Είναι ο ρόλος ενός μαχόμενου διανοούμενου που αναπτύσσει το εκπαιδευτικό του έργο για την επίτευξη των σκοπών της εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Που κατέχει τις επιστημονικές γνώσεις, τις πλουτίζει, τις κρίνει και τις αναστοχάζεται πάνω στο κοινωνικό – οικονομικό, πολιτικό πλαίσιο που ζει, που προκαλεί και οργανώνει τις διανοητικές ενέργειες των μαθητών του, ώστε να μπορούν να κάνουν κτήμα τους τις διδασκόμενες γνώσεις, που συμβάλλει με το σύνολο της προσωπικότητάς του και το προσωπικό του παράδειγμα στη διαμόρφωση στάσης ζωής και ιδανικών. Η διαμόρφωση κριτικής σκέψης δεν υπάρχει εκτός της κριτικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Δεν μπορεί να διδαχθεί από ανθρώπους που δεν σκέφτονται κριτικά και δεν τολμούν να φανταστούν τον κόσμο από εναλλακτικές όψεις ώστε να τον πάνε μπροστά. Οι δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου δεν καλλιεργούνται εκτός της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης με ανθρώπους που διαθέτουν αυτές τις ικανότητες. Στην τηλεκπαίδευση ο εκπαιδευτικός μετατρέπεται αναπόφευκτα σε μια οντότητα που μεταφέρει πληροφορίες και αξιολογεί την αποστήθισή τους από τους μαθητές. Υποβιβάζεται σε έναν φορέα πληροφοριών, όπως θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, από ένα φυλλάδιο μέχρι ένα βίντεο στο διαδίκτυο.
Ταυτόχρονα οι σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στην τάξη ενθαρρύνουν τους μαθητές να αναπτύξουν μια σειρά από συμπεριφορές που μπορούν να δώσουν ανατροφοδότηση στους εκπαιδευτικούς για να αναπροσαρμόσουν τη διδασκαλία τους. Το ζωντανό μάθημα επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να ανιχνεύσουν τις συλλογικές συναισθηματικές διαθέσεις και αντιδράσεις, την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία, την απορία ή την κατανόηση ακόμη και μόνο στο βλέμμα των παιδιών. Τους επιτρέπει να δώσουν νόημα ακόμα και με τις σιωπές τους. Στον αντίποδα, στο πλαίσιο της τηλεκπαίδευσης, χάνεται η επικοινωνία, καταπνίγεται ο αυθορμητισμός. Το αίσθημα της παρακολούθησης και του ελέγχου ωθεί τους μαθητές σε προσχεδιασμένες αντιδράσεις. Ακόμη, όμως, κι αν κάποιος δεν διστάζει να αντιδράσει αυθόρμητα, είναι υποχρεωμένος να προβεί πρώτα σε συγκεκριμένες διαδικασίες, π.χ. να ανοίξει το μικρόφωνο της συσκευής του, -δεν αρκεί να σηκώσει το χέρι ή να «πεταχτεί»- με αποτέλεσμα να χάνεται η αμεσότητα. Μαζί με την αμεσότητα χάνεται η συγκίνηση, ο ενθουσιασμός αλλά ακόμα και η δυσφορία, χαρακτηριστικά που δίνουν δυναμικό χαρακτήρα στη διαδικασία του μαθήματος.
Στο παραπάνω πλαίσιο οι τεχνολογικές καινοτομίες μπορούν να αξιοποιηθούν στη ζώσα εκπαίδευση, όχι για να την υποκαταστήσουν αλλά για να την πλουτίσουν με πρόσβαση σε όλα τα επιτεύγματα της επιστήμης και του πολιτισμού ή με διαμόρφωσή τους για να βοηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Χρειαζόμαστε τα εκπαιδευτικά λογισμικά για να κάνουν πιο κατανοητό ό,τι είναι πέραν του άμεσου επιστητού, αλλά όχι για να κοπούν τα εργαστήρια φυσικών επιστημών ή άλλων αντικειμένων. Χρειαζόμαστε τα επικοινωνιακά εργαλεία και πλατφόρμες για να βοηθήσουν στη διεύρυνση της ανθρώπινης επικοινωνίας κι όχι στην αντικατάστασή της από ένα εικονικό κακέκτυπο σχέσεων. Να συνεχίζουμε να μοιραζόμαστε πράγματα και σκέψεις κι όχι να πάψουμε να σκεφτόμαστε.
Σήμερα η εκπαίδευση αναπτύσσεται σε ένα κατεξοχήν αντιμορφωτικό περιβάλλον, που επιβάλλει η καπιταλιστική ανάπτυξη και η υποταγή των πάντων στην κερδοφορία και την κυριαρχία του κεφαλαίου. Περιβαλλοντική καταστροφή, φτώχεια, πενία συναισθημάτων και λέξεων, κοινωνική περιθωριοποίηση, επισφαλείς συνθήκες, φόβος αβεβαιότητας, ανταγωνιστικότητα, ατομικισμός, ξενοφοβία και ρατσισμός, νεοφασισμός. Ιδιαίτερα η προσπάθεια ξεπεράσματος των πολλαπλών κρίσεων σε βάρος της κοινωνίας και των εργαζόμενων, αποδεικνύει ότι οι κυβερνήσεις δεν διστάζουν να σφαγιάσουν κάθε είδους μορφωτικά δικαιώματα, επιστημονικές κατακτήσεις και ανθρώπους. Όλα αυτά διαμορφώνουν ανθρώπους με χαώδη – κονιορτοποιημένη συνείδηση, γεννούν ανορθολογισμό, επιχειρούν να αλλοτριώσουν πλήρως τον κάθε εργαζόμενο από αυτό που είναι και αυτό που κάνει και να τον στρέψουν στον κανιβαλισμό και στην ατομική επιβίωση. Ενοχοποιούν τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τους αντιμετωπίζουν ως άτομα προβληματικά που χρήζουν διαρκούς επιτήρησης και ελέγχου. Η γνώση, η επιστήμη και η εκπαίδευση όχι μόνο δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αλλά παρακμάζουν και απαξιώνονται ή γίνονται όπλο στα χέρια των κυρίαρχων κι όχι μέσο κοινωνικής χειραφέτησης και απελευθέρωσης. Όταν η εκπαιδευτική σχέση μετατρέπεται σε μονόλογο, απουσίες και τιμωρίες, η τηλεκπαίδευση φαντάζει ιδανική.
Μπορεί να πάει αλλιώς;
Αν για το κεφάλαιο και όλο το αστικό προσωπικό, η κρίση της πανδημίας αντιμετωπίζεται σαν ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της εκπαίδευσης σε αντιδραστική κατεύθυνση, προς όφελος των κερδών και της κυριαρχίας τους, για τον κόσμο της εκπαίδευσης και της εργασίας από την άλλη πρέπει να αποτελέσει «ευκαιρία» για να σκεφτεί έξω από αυτό το πλαίσιο. Να ιεραρχήσει τις ανάγκες του, ξεπερνώντας το στάδιο του φόβου και της αβεβαιότητας που η εξουσία και τα μέσα χειραγώγησης επιβάλλουν και οδηγεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία σε ακόμη μεγαλύτερο ζόφο. Να σκεφτεί αλλιώς για τη θέση του σε μια εκπαίδευση που, αντί για διαδικασίες τυποποίησης και εμπορευματοποίησης, αντί για διαδικασίες μέτρησης και καταγραφής των ικανοτήτων των μαθητών, θα αξιοποιήσει όλο τον πλούτο που παράγει η ανθρώπινη εργασία και επιστήμη, για να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της σε παιδαγωγικές και διδακτικές διαδικασίες ανάπτυξης αυτών των ικανοτήτων, ανάπτυξης της μόρφωσης και της παιδείας με όλο το απελευθερωτικό τους φορτίο.
Όλες οι ιστορικές, ανατρεπτικές, επαναστατικές αλλαγές θεωρούσαν την εκπαίδευση κρίσιμο ζήτημα. Γιατί έβλεπαν ότι η παιδεία και η μόρφωση ενός λαού ήταν προϋπόθεση για να εκκινήσει αυτή η διαδικασία κοινωνικής αλλαγής, αλλά και αποτέλεσμά της. Ένα μόλις χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1918, πάλευε ο Λένιν για την καθιέρωση του νέου σχολείου, εν μέσω ιμπεριαλιστικής επέμβασης, πείνας και εμφυλίου και με έναν μαζικό αναλφαβητισμό, κληρονομιά της προεπαναστατικής Ρωσίας. Παιδεία για όλους, υποχρεωτική, δημόσια και δωρεάν, έως τα 16 χρόνια. Επιστήμη, τέχνη, πολιτισμός, άθληση, γνώση της παραγωγής και όλων των καινοτομιών, της γνώσης της ανθρωπότητας και των νέων ανακαλύψεων, της εργασιακής διαδικασίας, από ενεργητικά κι όχι παθητικά υποκείμενα, που την ορίζουν μέσα από τη συλλογική τους οργάνωση. Επέμενε να μην υποκύψει η εκπαίδευση στην εξυπηρέτηση άμεσων αναγκών, αλλά ακόμη και σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες να επιδιώκει την διαμόρφωση ανθρώπων πολύπλευρα ανεπτυγμένων. Να προετοιμάζει τη νέα γενιά που θα οικοδομήσει τη νέα, απελευθερωμένη, κομμουνιστική κοινωνία. Πολύ αργότερα στην εξεγερμένη Κούβα, ο Τσε Γκεβάρα τόνιζε την ίδια ανάγκη και καλούσε σε μαζική, λαϊκή μόρφωση με το σύνθημα να μετατραπεί όλη η κοινωνία σε ένα τεράστιο σχολείο. Αν τότε υπήρχε μια αναλφάβητη στη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και νεολαίας, που ήταν παράγοντας δυσκολίας για τη διαμόρφωση της νέας απελευθερωτικής κοινωνίας, σήμερα οι νέες προσπάθειες μπορούν να στηριχτούν σε μορφωμένους εργαζόμενους και νεολαία που συνεχώς αποδεικνύουν μέσα από όλες τις λειτουργίες του γερασμένου καπιταλισμού, πόσο περιττή είναι η αστική τάξη και το σύστημά της.
Αναδεικνύεται ότι τα όρια των τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτομιών μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο του καπιταλισμού είναι πολλαπλά και η διαστροφική τους χρήση επικίνδυνη. Την ίδια στιγμή γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό ότι οι επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες στα χέρια εργαζόμενων και νεολαίας -υπό άλλους κοινωνικούς όρους- μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του εργάσιμου χρόνου, τη δυνατότητα απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον καταναγκασμό της βιοποριστικής εργασίας, επομένως, τη δυνατότητα διεκδίκησης περισσότερου ελεύθερου χρόνου. Μαζί με αυτό, την ελπίδα απελευθέρωσης από τα ιδεολογικά δεσμά της αστικής τάξης και την επίτευξη ανοιχτής πρόσβασης όλων στα σημαντικά επιτεύγματα της επιστήμης και του πολιτισμού σε μια προοπτική κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, ισότητας, εξανθρωπισμού και αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας.
Για αυτό το ΝΑΡ και η νΚΑ θέτουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για την απελευθερωτική παιδεία και την κοινωνία των οραμάτων και των αναγκών μας, με εργασία χειραφετημένη από την ταξική εκμετάλλευση, με ελευθερία και δημοκρατία. Για μια αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική εκπαίδευση όλων των παιδιών. Με τη δίχρονη προσχολική αγωγή – εκπαίδευση, το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο. Ένα σχολείο πολυτεχνικό που θα συνδυάζει τη γενική παιδεία, την ευρεία ανθρωπιστική μόρφωση με επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ικανότητες για βασικούς κλάδους της παραγωγής, που θα καλλιεργεί την ισόρροπη γνωστική, καλλιτεχνική, ηθική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών, την κριτική – δημιουργική σκέψη, τα ιδανικά της αλληλεγγύης, τη συλλογικότητα. Με την πραγματική δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά και της δυνατότητας ελεύθερης πρόσβασης στο δημόσιο, δωρεάν σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης μετά το δωδεκάχρονο σχολείο, για όσα επαγγέλματα δεν απαιτείται πανεπιστημιακή μόρφωση. Για μια κοινωνία που η μόρφωση θα αναδύεται από όλους τους αρμούς της και θα εξασφαλίζει όλους τους υλικούς πόρους ώστε κάθε μια και κάθε ένας, να έχει πρόσβαση σε όποιο κομμάτι της εκπαίδευσης επιθυμεί, όποτε το επιλέξει.
Με βάση αυτόν τον προσανατολισμό πρέπει να οργανώνεται και το περιεχόμενο των σπουδών και η διδακτική πράξη. Απέναντι στην αποσπασματική και κατακερματισμένη γνώση, διεκδικούμε την ενιαία πολύμορφη γνώση που βασίζεται στα ιστορικά διαμορφωμένα θεμέλια των επιστημών και συμβάλλει, ώστε όλα τα παιδιά να διεισδύουν στους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, σε αντίθεση με τον τεχνοκρατισμό και τη δήθεν ουδετερότητα της επιστήμης. Προωθεί το δέσιμο της θεωρίας με την πράξη, τη μελέτη των διαφόρων επιστημών σε σύνδεση με τις εφαρμογές τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Ένα περιεχόμενο σπουδών που αναφέρεται όχι στην εργασιακή ευελιξία αλλά στην πολυμέρεια του συνολικού ανθρώπου.
Η χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνίας μπορούν να φανούν χρήσιμες στα πλαίσια μιας τέτοιας εκπαίδευσης, καθώς επαναστατικοποιούν τις δυνατότητες επικοινωνίας και υπό προϋποθέσεις καθιστούν προσβάσιμες διαρκώς διευρυνόμενες πηγές πληροφοριών. Σε μια ποιοτική εκπαιδευτική διαδικασία τα εργαλεία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επικουρικά και ενισχυτικά.
Μια τέτοια κατεύθυνση για την εκπαίδευση έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και τις βλέψεις του κεφαλαίου για το μέλλον των νέων στην αγορά εργασίας. Γιατί αρνείται την μοιρολατρική υποταγή και επιχειρεί να τους ανατρέψει. Ο ανθρώπινος πλούτος ανήκει στη νέα γενιά γιατί παράγεται από αυτή και τους γονείς της. Οι πολυεθνικές τον πατεντάρουν για να αυξάνουν τα κέρδη τους και τον καταστρέφουν. Εμείς πρέπει να τον διεκδικήσουμε. Σε αυτή ακριβώς την εποχή, που μας δίνει τη μέχρι στιγμής μέγιστη δυνατότητα αξιοποίησης των επιτευγμάτων του παγκόσμιου πολιτισμού, η προοπτική της απελευθερωτικής παιδείας απαλλαγμένης από τα δεσμά της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η μόνη που θα μας βγάλει από τον φαύλο κύκλο που δημιουργεί η εκπαίδευση της αμάθειας στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Ο στρατηγικός στόχος της ολόπλευρης και ολοκληρωμένης μόρφωσης των ατόμων ως προσωπικοτήτων προϋποθέτει και ανοίγει δρόμο για την πάλη για τον κομμουνισμό.