Η τηλεργασία είναι ένα θέμα που απασχολεί έντονα την κοινωνία το τελευταίο διάστημα, καθώς αποτελεί μια σχέση εργασίας η οποία γενικεύτηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Ως εκ τούτου έχει ξεκινήσει μια εκτενής συζήτηση σε σχέση με το αν και κατά πόσο είναι επιθυμητή επιλογή. Στον κυρίαρχο λόγο παρατηρείται μια προσπάθεια να προβληθούν τα οφέλη της και να αναδειχθεί σε ένα εργαλείο το οποίο θα βοηθήσει την οικονομία ‒αλλά και τους εργαζόμενους‒ τόσο στη δύσκολη συγκυρία που βρισκόμαστε τώρα όσο και ύστερα από αυτή. Στον αντίποδα, εργατικές συλλογικότητες και σωματεία[1] έχουν με τη σειρά τους αναδείξει τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρουν η γενίκευση και η μονιμοποίηση της τηλεργασίας για τους εργαζόμενους.
Με το παρόν κείμενο επιδιώκουμε να καταδείξουμε ότι η τηλεργασία αποτελεί, σήμερα, ένα ακόμα εργαλείο προς όφελος του Κεφαλαίου για την εντονότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και να φωτίσουμε, με συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τα αποτελέσματα της τηλεργασίας, διάφορες «σκοτεινές» πλευρές στη διαπάλη μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας ως προς τη διαιώνιση αυτής της σχέσης εργασίας. Τέλος επιχειρούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό υπό το πρίσμα μιας άλλης κοινωνίας, απαλλαγμένης από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και το δεσποτισμό.
Τι είναι η τηλεργασία και πώς αναδύθηκε
Η τηλεργασία είναι μορφή εργασίας κατά την οποία ο εργαζόμενος δύναται ή υποχρεούται να εργάζεται εκτός του συμβατικού εργασιακού χώρου της επιχείρησης στην οποία απασχολείται, αξιοποιώντας σύγχρονα μέσα τηλεπικοινωνιών και διαδικτύου και άλλες τεχνολογικές δυνατότητες. Συχνά υποστηρίζεται πως δεν πρόκειται για νέα εργασιακή σχέση, καθώς υπήρχε ήδη πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση ‒λόγω της οποίας εξαφανίστηκε‒ και στην οποία τώρα επιστρέφουμε.[2] Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο δεν ευσταθεί· η παλαιότερη και η νέα μορφή απασχόλησης από το σπίτι δεν πρέπει να συγχέονται διότι η διαφορά τους είναι ουσιώδης, δεδομένου ότι έγκειται στον τρόπο υπαγωγής του εργαζομένου στο κεφάλαιο.
Στις «παραδοσιακές» εργασίες οι οποίες γίνονταν από το σπίτι (ράφτες, μισθωτοί διορθωτές, μεταφραστές, σχεδιαστές), οι εργαζόμενοι πληρώνονταν κυρίως με το κομμάτι, ενώ δεν υπήρχε επικοινωνία-έλεγχος από τον εργοδότη παρά μόνο κατά την παράδοση των υλικών και την παραλαβή των όποιων προϊόντων. Στη σημερινή μορφή τηλεργασίας, η επικοινωνία με τον εργοδότη και την εταιρία είναι συνεχής· έτσι, ουσιαστικά ο εργαζόμενος, ενώ δουλεύει στο σπίτι, «μεταφέρεται» ψηφιακά στο χώρο εργασίας. Ο εργοδότης έχει συνεχή δυνατότητα επικοινωνίας με αυτόν και ελέγχου του. Παρ’ότι εργάζεται από το σπίτι, ο εργαζόμενος υπάγεται ολοκληρωτικά στο κεφάλαιο, καθώς δεν είναι κύριος των συνθηκών της παραγωγής –ούτε καν των συνθηκών εργασίας του, κι ας γίνεται αυτή από το σπίτι‒, αλλά η όλη διαδικασία ελέγχεται από το κεφάλαιο πλήρως.
Η ειδική μορφή της τηλεργασίας αναδύεται στα τέλη του 20ού αιώνα και έκτοτε αυξάνεται σταθερά· για παράδειγμα, η Αμερικανική Υπηρεσία Εργατικών Στατιστικών (U.S. Bureau of Labor Statistics) υπολογίζει ότι από το 2005 έως το 2015 η τηλεργασία αυξήθηκε κατά 115%.[3] Η επέκτασή της όμως δεν είναι ούτε ευθύγραμμη ούτε πλατιά. Αντίθετα, εντοπίζεται κυρίως στον αποκαλούμενο αναπτυγμένο κόσμο, δηλαδή στη Βόρεια Αμερική και στη βορειοδυτική Ευρώπη, καθώς η δυνατότητα τηλεργασίας σχετίζεται και με την παραγωγική δομή των οικονομιών.[4] Ακόμα και στο εσωτερικό της ΕΕ η μόνιμη τηλεργασία είναι συγκεντρωμένη στο βορειοδυτικό τμήμα της, με την ανατολική και τη νότια Ευρώπη να έχουν αισθητά μικρότερα ποσοστά.[5] Η Ελλάδα συγκεκριμένα παρουσίαζε ένα ποσοστό τηλεργασίας με έδρα το σπίτι της τάξης του 1,7% και κινητής τηλεργασίας 3,3%[6].
Η ίδια έρευνα του ΣΕΒ, τονίζει πως ο τυπικός εργαζόμενος από το σπίτι τείνει να είναι υψηλά εξειδικευμένος και εκπαιδευμένος, αλλά και πως, ενώ οι άντρες συχνότερα απασχολούνται σποραδικά από το σπίτι, οι γυναίκες έχουν υψηλότερα ποσοστά μόνιμης κατ’ οίκον εργασίας, αναδεικνύοντας και τις έμφυλες διαστάσεις του θέματος.
Η τηλεργασία σήμερα και αύριο
Καθοριστικό σημείο τομής στην ανάπτυξη της τηλεργασίας παίζει σήμερα η πανδημία, λόγω της οποίας εκτοξεύθηκαν τα ποσοστά εργαζομένων που δουλεύουν από το σπίτι (π.χ. στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό έφτασε το 42% του εργατικού δυναμικού).
Τα ποσοστά αυξήθηκαν έντονα καθώς οι χώροι εργασίας ‒με μαζικό συγχρωτισμό εργαζομένων και πελατών‒ διευκόλυναν πολύ τη μετάδοση του ιού. Έτσι, η τηλεργασία εμφανίστηκε ως ένα προσωρινό και έκτακτο μέτρο, που βασίζεται πλέον στη ρύθμιση του κράτους και στην απόφαση του εργοδότη[7] και δεν αποτελεί μια μορφή εργασίας με αμοιβαία οικειοθελή χαρακτήρα για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες.[8]
Συγκεκριμένα, παρότι στην αρχή της πανδημίας οι εργαζόμενοι επιζητούσαν την τηλεργασία, σήμερα ένα χρόνο μετά οι συνέπειες που είχε συνολικά η τηλεργασία στη ζωή τους αξιολογείται αρνητικά. Ενδεικτικά, όπως φαίνεται σε πρόσφατο δελτίο τύπου της ΓΣΕΕ[9] :
- Το 65% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με τις ώρες εργασίας τους.
- Το 54% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με τα εργασιακά δικαιώματά τους.
- Το 54% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με την ψυχική ισορροπία τους.
- Το 52% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με την προσωπική ζωή τους.
Οι ειδικές συνθήκες της πανδημίας, συνθέτουν μια ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση σε σχέση με το μέλλον της εργασίας (και της τηλεργασίας), καθώς φαίνεται πως συγκροτούν το κατάλληλο έδαφος για την εργοδοσία ώστε να επιβάλει γενικευμένα το καθεστώς της τηλεργασίας σε μεγαλύτερη κλίμακα. Όπως δηλώνουν σε έρευνα της Gartner οικονομικοί διευθυντές ανά τον πλανήτη: «Το 74% σκοπεύει να διατηρήσει τουλάχιστον το 5% του προσωπικού του σε καθεστώς μόνιμης εργασίας εξ αποστάσεως».[10]
Από τα στοιχεία της έρευνας ουσιαστικά προκύπτει ότι οι ερωτηθέντες διευθυντές σκοπεύουν να διατηρήσουν το 10% του προσωπικού που απασχολούν σε συνθήκες μόνιμης τηλεργασίας. Μεταξύ άλλων, αυτή φαίνεται να συνιστά και ένα παράδειγμα δημιουργικής εξοικονόμησης κόστους.
Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα κινούνται όλες οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων της αστικής τάξης.[11] Όπως δηλώνει σε μια από αυτές για το θέμα ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Κωνσταντίνος Μπίτσιος: «Σύμφωνα με τη μελέτη της Delloite και του Eurofound της ΕΕ, τα κέρδη για τις επιχειρήσεις είναι ότι μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα έως και 50%, να συμβάλει στην προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών και να μειώσει τα λειτουργικά έξοδα».[12] Ακόμη, πολλαπλά ωφελημένο είναι και το ίδιο το κράτος όπου σχεδιάζει προσλήψεις μόνο με τηλεργασία μέσω ΑΣΕΠ που δεν προβλέπεται η μετατροπή τους σε «συμβατικές».
Ταυτόχρονα όμως, δεν προσφέρονται όλα τα επαγγέλματα για εξ αποστάσεως απασχόληση, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι των εργατών, στη βιομηχανία, στην παραγωγή ενέργειας, στη μεταποίηση, στις κατασκευές, στις μεταφορές κ.ο.κ., δεν μπορεί να μεταβεί σε κατ’ οίκον εργασία. Πέρα από τον κλάδο, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και το μέγεθος των επιχειρήσεων, αλλά και οι σχέσεις και οι διασυνδέσεις τους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας και στην ιεραρχική αλυσίδα του εγχώριου ή διεθνούς κεφαλαίου. Έτσι, εκτιμάται ότι «εταιρίες τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, που συνήθως αποτελούν τμήματα ξένων εταιριών, ναυτιλιακές εταιρίες (που οι δραστηριότητές τους αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό), δημοσιογραφικές εταιρίες (ειδικότερα, site), μεγάλες εταιρίες τεχνικών μελετών κ.λπ. φαίνεται να είναι θετικά διακείμενες στη διατήρηση του μέτρου της τηλεργασίας και μετά την πανδημία».[13] Παρόλο που η τηλεργασία δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό (στην καλύτερη περίπτωση ένα 40%, όπως λέγεται), ένα μοντέλο εργασίας που θα είναι αυξανόμενα υβριδικό φαίνεται να είναι το πλέον επιθυμητό.[14]
Οι επιπτώσεις της τηλεργασίας
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι εργοδότες και οι οργανισμοί τους (όπως ο ΣΕΒ) φαίνεται να επιθυμούν την τηλεργασία. Όπως όμως σημειώνει έρευνα της IBM,[15] η θέα από την κορυφή είναι τελείως διαφορετική απ’ ό,τι στη βάση.
Ενώ το 74% των εργοδοτών θεωρούν ότι προσφέρουν στους εργαζόμενους βοήθεια σε σχέση με τη διεκπεραίωση της εργασίας τους, το 62% των εργαζομένων τους δεν θεωρούν ότι τη λαμβάνουν. Το σχίσμα είναι ακόμα πιο έντονο ως προς τις υλικές συνθήκες και την ψυχική υγεία των εργαζομένων, καθώς το 80% των εργοδοτών πιστεύουν ότι υποστηρίζουν ψυχικά τους εργαζόμενούς τους, όμως μόνο το 46% των εργαζομένων θεωρεί πως η επιχείρηση τους καλύπτει ως προς αυτό το θέμα.
Με αυτό κατά νου, αξίζει να δούμε τις επιπτώσεις που επισημαίνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε σχέση με το καθεστώς της τηλεργασίας.
Συνεργασία-συλλογικότητα και εργατικές διεκδικήσεις
Το πιο σημαντικό «θύμα» της τηλεργασίας είναι η συλλογικότητα που αναπτύσσεται στην εργασία. Καθώς διαρρηγνύεται το συνεκτικό στοιχείο αυτής, ο κοινός χώρος, η επικοινωνία και η επαφή μεταξύ των εργαζομένων γίνονται πολύ πιο δύσκολες, αφού οι τελευταίοι αποξενώνονται μεταξύ τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται ήδη σε συνθήκες τηλεργασίας. Στη φετινή έκθεσή τους για τις συνθήκες της τηλεργασίας οι Buffer και AngelList[16] σημειώνουν πως το 20% των τηλεργαζομένων βιώνει ως βασικό πρόβλημα το ζήτημα της συνεργασίας και της επικοινωνίας.
Η συνεργασία εξ αποστάσεως δημιουργεί σημαντικά προβλήματα και ως προς τη συγκρότηση κοινής συνείδησης, σωματείων, καθώς και στις εργατικές διεκδικήσεις. Η οργάνωση ενός σωματείου, η κουβέντα γύρω από τις πολιτικές του διεκδικήσεις, ο σχεδιασμός δράσεων απαιτούν τη διά ζώσης συζήτηση και ζύμωση των διαφόρων απόψεων. Ακόμη, η έλλειψη προσωπικής επαφής μεταξύ συναδέλφων (συχνά δεν ξέρει ο ένας ούτε το πρόσωπο του άλλου) καθιστά αδύνατη την ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών και κατ’ επέκταση την αλληλεπίδραση πολιτικών ιδεών/απόψεων, την ανταλλαγή προβληματισμών, τη συγκρότηση δεσμών αλληλεγγύης. Όλα αυτά μάλιστα σε ένα περιβάλλον περισσότερο συγκεντρωτικό και αντιδημοκρατικό με τους εργαζόμενους να νιώθουν ακόμα πιο αποξενωμένοι από την εργασία τους.
Σε κάθε περίπτωση, σε συνθήκες τηλεργασίας ο υπάλληλος αντιμετωπίζει τον εργοδότη του κατά μόνας, κάτι το οποίο είναι μόνο προς όφελος του τελευταίου. Η άρθρωση συλλογικών αντιστάσεων σε περιπτώσεις αυθαιρεσίας καθίσταται πρακτικά αδύνατη, όχι μόνο επειδή είναι εξ ορισμού δύσκολη μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες, αλλά κυρίως επειδή η εργοδοτική τρομοκρατία δεν γνωστοποιείται μαζικά στο σύνολο των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό είναι, όπως σημειώνει η «Attack στην ανεργία και την επισφάλεια», πως μπορεί κάποιος συνάδελφος να έχει παραιτηθεί ή να έχει απολυθεί και οι υπόλοιποι να μην το γνωρίζουν.
Χρόνος εργασίας – ελαστικοποίηση
Οι εργοδότες παρουσιάζουν την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας ως «ελευθερία κατανομής του» από μεριάς του εργαζομένου. Αυτή η ψευδαίσθηση ελευθερίας όμως εξαϋλώνεται στην πράξη, αφού τα όρια εργασιακού-ελεύθερου χρόνου, εργασίας-προσωπικής ζωής με την τηλεργασία γίνονται πολύ θολά ή σε ορισμένες περιπτώσεις καταργούνται. Έτσι, η ελευθερία του εργαζομένου μετατρέπεται σε ελευθερία του εργοδότη να καθορίσει με ακόμα μεγαλύτερη άνεση τον χρόνο εργασίας όπως τον βολεύει, αφού ο εργαζόμενος πλέον ξυπνάει και κοιμάται στον χώρο εργασίας του, που είναι το ίδιο του το σπίτι.
Όπως σημειώνει σε κείμενό του το Σωματείο Εργαζομένων NOKIA, σύνηθες είναι το φαινόμενο των διευρυμένων ωραρίων, των meetings και emails πέραν του ωραρίου κ.ο.κ. Επιπλέον, στην προαναφερθείσα έκθεση των Buffer και AngelList σημειώνεται πως το 18% των εργαζομένων επισημαίνουν ως μεγαλύτερη δυσκολία την αδυναμία τους να αποσυνδεθούν από τη δουλειά.
Πέραν του ζητήματος του όγκου των υπερωριών (που πια δεν λογίζονται στην πράξη ως τέτοιες ούτε μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια), προκύπτει και το ζήτημα της καταβολής τους. Όπως τονίζει στο κείμενό της η Attack, συχνά οι εργοδότες αρνούνται να καταβάλουν τις δεδουλευμένες υπερωρίες, με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούν να αποδειχθούν. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ένας εργαζόμενος που δούλεψε 12 και 14 ώρες μία ημέρα, από το σπίτι του, για την ολοκλήρωση ενός project πριν από τη λήξη της προθεσμίας το πιο πιθανό είναι να μην πληρωθεί για τις επιπλέον ώρες». Η υπερωριακή εργασία όμως είναι δύσκολο να ελεγχθεί τόσο από τα εργατικά σωματεία όσο και από τους διάφορους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Η πολύωρη εργασία στον υπολογιστή έχει γενικώς επιπτώσεις και στην υγεία των εργαζομένων. Οι πιο συχνές αφορούν επαγγελματικά νοσήματα νέου τύπου λόγω πολύωρης χρήσης του υπολογιστή: οφθαλμικά προβλήματα, αυχενικό, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, προβλήματα στη μέση, επικονδυλίτιδα, τενοντίτιδα κ.ά. Σε μια πιο ακραία εκδοχή ‒η οποία όμως αποτελεί ήδη πραγματικότητα‒ η υπερβολική υπερεργασία μπορεί να προκαλέσει ακόμα και θάνατο, φαινόμενο που λαμβάνει αυξανόμενες διαστάσεις στον 21ο αιώνα.[17] Είναι απίθανο σε μια κατάσταση μαζικής τηλεργασίας, αδυναμίας συλλογικής διεκδίκησης και ελέγχου από τις αρχές των συνθηκών εργασίας να έχουμε τέτοια φαινόμενα από υπερβολική τηλεργασία;
Μετακύλιση του κόστους – μισθολογικές περικοπές
Κατά το καθεστώς τηλεργασίας, υπάρχει μια άμεση-εμφανής καθοδική μισθολογική πίεση και μια έμμεση.
Η άμεση μισθολογική περικοπή σχετίζεται τόσο με τις απλήρωτες υπερωρίες που αναφέραμε προηγουμένως όσο και με την τάση των εργοδοτών να θεωρούν «λογικό» και «δίκαιο» να συνάπτουν χαμηλότερης αξίας συμβάσεις με τηλεργαζόμενους που δουλεύουν από την «άνεση του σπιτιού τους». Συχνά μάλιστα η μείωση αυτή επιχειρείται να δικαιολογηθεί από τα χαμηλά έξοδα μετακίνησης του εργαζομένου.
Ταυτόχρονα, ακόμα και αν δεν περικόπτεται ο ονομαστικός μισθός, η μείωσή του είναι υπαρκτή, καθώς μετακυλίονται τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης στους εργαζόμενους. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό με ένα απλουστευτικό παράδειγμα, π.χ. τα έξοδα θέρμανσης/κλιματισμού του χώρου εργασίας, τα οποία πια επωμίζεται εξολοκλήρου ο εργαζόμενος, αφού ο χώρος εργασίας του είναι το σπίτι του, τη στιγμή που ο μισθός του παραμένει ως είχε. Αντίστοιχα, το σπίτι, τα προσωπικά αναλώσιμα, τον υπολογιστή, το τηλέφωνο, το ρεύμα και όλα τα άλλα προσωπικά αντικείμενα και υπηρεσίες που χρησιμοποιεί (καταναλώνει παραγωγικά) ο εργαζόμενος στην ουσία τα ιδιοποιείται δωρεάν ο εργοδότης.[18] Επιπλέον, η σύνδεση στο διαδίκτυο είναι υψηλότερων απαιτήσεων, το κόστος της οποίας ωστόσο επωμίζεται ο εργαζόμενος. Αυτός είναι ο δημιουργικός μηχανισμός μείωσης των λειτουργικών εξόδων που έντονα διαφημίζει στα κείμενά του και το στελεχιακό δυναμικό του ΣΕΒ.[19]
Η έκθεση των Buffer & AngelList για την κατάσταση της τηλεργασίας είναι ενδεικτική ως προς αυτό το ζήτημα, καθώς παραθέτει κάποια τρανταχτά παραδείγματα από την προ-Covid εποχή, όπως τα έξοδα επικοινωνίας, σίτισης, συνενοικίασης χώρων εργασίας κ.λπ.[20]
Ίσως πιο τρανταχτή περίπτωση εξόδων είναι ως προς τα έξοδα τηλεπικοινωνίας, αυτά καλύπτονται μόνο για το 15% των εργαζομένων, ενώ όσον αφορά τους υπόλοιπους υπάρχει μια μερική κάλυψη του κόστους για το 5% και καμία κάλυψη για το 80%. Τα αντίστοιχα μεγέθη για την κάλυψη των εξόδων κινητής τηλεφωνίας είναι: 72% μηδενική, 21% πλήρης και 7% μερική κάλυψη.
Με αυτόν τον τρόπο, η «δημιουργική μείωση των λειτουργικών εξόδων» της επιχείρησης ουσιαστικά προκύπτει από το μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης των εργαζομένων και την έμμεση μείωση του μισθού τους.
Ψυχική υγεία και ιδιωτικότητα
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι εργαζόμενοι σε καθεστώς τηλεργασίας έχουν λιγότερες κοινωνικές επαφές με τους συναδέλφους τους, κάτι το οποίο –σε συνδυασμό και με άλλες πλευρές αυτού του μοντέλου εργασίας‒ μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής υγείας. Έχοντας πλέον το βίωμα της καραντίνας, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο προβληματική μπορεί να είναι η μεταβολή της καθημερινότητας τους εργαζομένου προς τη μόνιμη παραμονή του στο σπίτι.
Τα προβλήματα ψυχικής υγείας μπορεί να λάβουν κεντρική διάσταση με το βίωμα της τηλεργασίας. Σύμφωνα με την έκθεση της Buffer, οι εργαζόμενοι απάντησαν σε ποσοστό 20% ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της τηλεργασίας είναι η αποξένωση και η μοναξιά. Η συχνή επέκταση της εργασίας λόγω αδυναμίας αποσύνδεσης ή μιας κατάστασης συνεχούς εν αναμονή εργασίας εξαλείφει ή αποδιοργανώνει τον προσωπικό χρόνο του εργαζομένου. Το δικαίωμα των εργαζομένων στην αποσύνδεση πέρα από το ωράριο εργασίας, δηλαδή στη δυνατότητα των εργαζομένων να κλείνουν κινητά και υπολογιστές με τη λήξη του ωραρίου χωρίς να κινδυνεύουν με απόλυση, νομοθέτηθηκε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· ο νόμος όμως θα τεθεί σε ισχύ μετά από 3 χρόνια έπειτα από πιέσεις των εργοδοτικών ενώσεων, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ΣΕΒ. Ακόμα, η δυνατότητα της εργοδοσίας να παρεμβαίνει και να ελέγχει τον εργαζόμενο (π.χ. με χρήση κάμερας) εντός της οικίας του πλήττει σοβαρά την αίσθηση ασφάλειας και παραβιάζει θεμελιώδη προσωπικά δεδομένα.
Η εισβολή της εργασίας και η αναπαραγωγή των προβληματικών συνθηκών της στην εστία του ανθρώπου έχει γι’ αυτόν ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο, που σχετίζεται και με το μέγεθος ενός σπιτιού στο οποίο διαμένει μια πολυμελής, λόγου χάρη, οικογένεια. Είναι ευνόητο ότι από μια τέτοια συνθήκη πλήττονται ιδιαίτερα οι φτωχοί και οι χαμηλόμισθοι. Η προαναφερθείσα έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) το 2017 κατέδειξε ότι όσοι δουλεύουν εξ αποστάσεως έχουν περισσότερο στρες, κατέχονται από αίσθημα απομόνωσης και συγχέουν την προσωπική με την επαγγελματική τους ζωή. Η συρρίκνωση του προσωπικού χώρου και η σύγχυσή του με την επαγγελματική σφαίρα μπορεί λοιπόν να έχει δραματικές συνέπειες για την ψυχική σύνθεση του εργαζομένου, καθώς ο προσωπικός χώρος είναι ιδιαίτερα σημαντικός (ειδικά κατά τη διαδικασία της ανάπλασης των παιδιών) για την αυτοσυγκρότηση της προσωπικότητας των ατόμων.[21] Σύμφωνα με έρευνα, το 42% των εργαζομένων εξ αποστάσεως παρουσιάζουν διαταραχές ύπνου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους «παραδοσιακά» εργαζόμενους είναι 29%. Η δυσκολία ύπνου δείχνει ακριβώς αυτό, την απουσία αίσθησης ασφάλειας / προσωπικού χώρου.[22] Έτσι, οι εργαζόμενοι από το σπίτι ενδέχεται να μετατραπούν σε ανέστιους εργαζόμενους.
Πέραν της ίδιας της τηλεργασίας· οι επιπτώσεις στην κοινωνία
Οι επιπτώσεις της τηλεργασίας δεν σταματούν στον ίδιο τον εργαζόμενο που βρίσκεται σε αυτό το καθεστώς, αλλά επηρεάζουν όλη την κοινωνία (για παράδειγμα, όλοι θυμόμαστε τις συστάσεις για φειδωλή χρήση του διαδικτύου στους χρόνους μαζικής τηλεργασίας).[23] Ένα σημαντικό έλλειμμα στις έρευνες που αφορούν τον αντίκτυπο της τηλεργασίας στη ζωή μας είναι ότι δεν υπολογίζονται και δεν εκτιμώνται οι διάφορες παρενέργειες οι οποίες μπορεί να μην αφορούν άμεσα τον εργαζόμενο και την εταιρία, αλλά επηρεάζουν ευρύτερα το κοινωνικό σύνολο.
Ποιες είναι οι συνέπειες της τηλεργασίας στην ανάπτυξη των παιδιών σε διάφορα ηλικιακά στάδια, όταν αυτά έχουν να αντιμετωπίσουν: α) έναν παρόντα αλλά απόντα γονέα, β) την αίσθηση εισβολής κάποιου τρίτου στην ασφάλεια της οικίας; Παρόλο που το διαδίκτυο βρίθει από συμβουλές προς γονείς ως προς το πώς να εργαστούν και να είναι παραγωγικοί με το παιδί στο σπίτι, πουθενά δεν βρίσκει κάποιος τις αντίστροφες παιδαγωγικές συμβουλές, πώς δηλαδή οι γονείς να διαχειριστούν το καθεστώς τηλεργασίας σε σχέση με το παιδί.
Επίσης, ως προς το καθεστώς της τηλεργασίας δεν ερευνώνται και δεν αναλύονται οι επιπτώσεις που έχει στις έμφυλες σχέσεις. Κατά πρώτον, ο ενδοοικογενειακός καταμερισμός των εργασιών του σπιτιού, στο βαθμό που βαρύνει περισσότερο τις γυναίκες, οδηγεί πολύ συχνά στο να χάνουν ακόμα και τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους προκειμένου να ανταποκριθούν στα πολλαπλά καθήκοντα. Αντίστοιχα για τους εργαζόμενους γονείς το μέτρο των γονικών αδειών εφαρμόστηκε σε πολύ μικρό βαθμό, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, επιβαρύνοντας διπλά τις μητέρες. Δεύτερον, την περίοδο του lockdown τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας εκτοξεύθηκαν. Ο εγκλωβισμός των γυναικών στο σπίτι που ενδεχομένως να αποτελεί ένα κακοποιητικό περιβάλλον, αλλά και η αδυναμία πολλών γυναικών να βρεθούν στον εργασιακό τους χώρο που για ορισμένες μπορεί να είναι ο μοναδικός χώρος κοινωνικοποίησης είχε δραματικές επιπτώσεις. Έτσι, οι προβληματικές συνέπειες της τηλεργασίας σε ένα νοικοκυριό είναι αρκετά πιθανό να πλήξουν περισσότερο τη γυναίκα, είτε αυτή τηλεργάζεται είτε όχι.
Ωστόσο η τηλεργασία έχει αρνητικά αποτελέσματα και για τους παραδοσιακούς εργαζόμενους, αφού μπορεί να αποτελέσει πεδίο διχασμού και διαίρεσης των εργαζομένων για να μειωθούν οι μισθοί, δυσκολεύει γενικότερα την ανάπτυξη συλλογικής διεκδίκησης και ενότητας του εργατικού κινήματος, ενώ μπορεί δυνητικά να συγκροτήσει έναν απεργοσπαστικό μηχανισμό. Τέλος, διαβρώνει την έννοια του χώρου εργασίας και άρα την υποχρέωση της εργοδοσίας να φροντίζει για τις συνθήκες ασφάλειας, με άμεσο αντίκτυπο ως προς την έννοια του εργατικού ατυχήματος, όπως σημειώνει το Σωματείο Εργαζομένων ΝΟΚΙΑ.
Υπάρχει θετική πλευρά του νομίσματος;
Στον κυρίαρχο λόγο, ειδικά στις παρεμβάσεις των εργοδοτών και των οργάνων τους, συνήθως αντιπαραβάλλονται οι «πιθανές» αρνητικές επιπτώσεις με τα πλεονεκτήματα, όπως, για παράδειγμα, γίνεται σε ένα ακόμα άρθρο από τον ΣΕΒ μέσα στο 2020.[24]
Το άρθρο συνοπτικά αναφέρει: «Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη “η τηλεργασία εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων”. Το συγκεκριμένο επιχείρημα παραβλέπει τα πολλαπλά οφέλη που αποδεδειγμένα επιφέρει η τηλεργασία τόσο για τους εργαζόμενους (π.χ. μείωση καθημερινών μετακινήσεων και ταλαιπωρίας, καλύτερη εναρμόνιση προσωπικής-επαγγελματικής ζωής), όσο και για το κοινωνικό σύνολο (π.χ. ευκαιρίες απασχόλησης για ΑμΕΑ, μείωση κυκλοφοριακής συμφόρησης και περιβαλλοντικής ρύπανσης)».
Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως αντιφάσκουν με την πραγματικότητα των εργαζομένων, αφού ο χρόνος από τη μείωση των μετακινήσεων δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερο νόημα όταν όλος ο χρόνος του 24ώρου γίνεται δυνητικά χρόνος εργασίας. Όπως δείχνουν οι έρευνες, δεν υπάρχει εναρμόνιση προσωπικής-επαγγελματικής ζωής, αλλά το αντίθετο, καθώς ο επαγγελματικός χρόνος διογκώνεται σε βάρος του προσωπικού, ελεύθερου χρόνου. Τέλος, για το όψιμο οικολογικό ενδιαφέρον των βιομηχάνων, αρκεί να αναφέρουμε πως δεν έχει υπολογιστεί ακόμα ο οικολογικός αντίκτυπος της τηλεργασίας, συνεπώς τα «οικολογικά οφέλη» που υποτίθεται ότι προκύπτουν επειδή μειώνεται το κόστος των επιχειρήσεών τους δεν είναι παρά αυθαίρετα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πραγματικές ενεργειακές απαιτήσεις θέρμανσης οι οποίες πιθανότατα αυξάνονται, αφού, αντί για τη θέρμανση ενός ενιαίου χώρου κεντρικά, με την τηλεργασία απαιτείται η θέρμανση ενός χώρου αυτόνομα για κάθε εργαζόμενο.[25]
Ολοκληρωτικός Καπιταλισμός, Κομμουνισμός και τηλεργασία
Ο σύγχρονος καπιταλιστικός κόσμος έχει ως μοναδικό κριτήριο την κερδοφορία του κεφαλαίου, γι’ αυτό στον κυρίαρχο λόγο συνήθως δίνεται έμφαση σε ζητήματα παραγωγικότητας, αποδοτικότητας, ανταγωνιστικότητας, ενώ περισσότερο ανθρωποκεντρικά ζητήματα της οικονομίας, όπως η κούραση, η ψυχολογία, η ικανοποίηση από την εργασία κ.ο.κ., παραβλέπονται.
Ο χρόνος του Κεφαλαίου είναι ένας 24/7 χρόνος και το κεφάλαιο προσπαθεί να φέρει τους ανθρώπους στα μέτρα του. Τραβά τους εργαζόμενους σαν τον μυθικό Προκρούστη αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Το 24/7 είναι ένας χρόνος αδιαφορίας, απέναντι στον οποίο η εύθραυστη ανθρώπινη ζωή γίνεται ολοένα και περισσότερο ανεπαρκής και μέσα στον οποίο ο ύπνος δεν είναι αναγκαίος ή αναπόφευκτος. Σε ό,τι αφορά την εργασία, καθιστά αληθοφανή, ακόμα και φυσιολογική, την ιδέα τής χωρίς ανάπαυλα, χωρίς όρια εργασίας. Είναι ευθυγραμμισμένος με ό,τι είναι άψυχο, αδρανές ή αειθαλές.[26]
Την ίδια στιγμή, το κεφάλαιο επεκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ζωής μας, επιδιώκοντας να υποτάξει καθετί και να το αξιοποιήσει παραγωγικά με σκοπό το ίδιον όφελος. Η «μισθωτή εργασία» τείνει να προσλάβει χαρακτηριστικά μιας σχέσης όπου η διάκριση μεταξύ προσωπικού και εργασιακού είναι ανύπαρκτη.
Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η τεχνολογική ανάπτυξη δεν οδεύει γενικά και αόριστα προς κάποια αφηρημένη κατεύθυνση κοινωνικής προόδου· εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου. Σε σχέση με αυτήν, ο Μαρξ αναφέρει στο Κεφάλαιο πως κάθε τεχνολογική καινοτομία εφαρμόζεται έτσι, ώστε να εξασφαλίζεται από το κεφάλαιο η καλύτερη απομύζηση και η μεγαλύτερη υποταγή του εργάτη. Έτσι, σε κάθε επιστημονική ανακάλυψη ο εργάτης βλέπει μεν την απελευθερωτική δυνατότητα, κυρίως όμως βλέπει την κοινωνική πρόοδο να ορθώνεται απέναντί του και να επιβάλλεται σε αυτόν ως κάτι εξωτερικό και εχθρικό που θέλει να τον εξουσιάσει. Έτσι κι η τηλεργασία που αναμφισβήτητα αντανακλά τις συγκλονιστικές σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες, καταλήγει να είναι μια ακραία μορφή εκμετάλλευσης.
Κατ’ αντιστοιχία, αν ζούσε σήμερα ο Μαρξ ίσως έγραφε πως με την τηλεργασία ο εργάτης βλέπει τα προσωπικά του είδη (τον υπολογιστή του, τα μολύβια του, την καρέκλα του) να ορθώνονται ξένα απέναντί του και να τον καταπιέζουν, μέσα σε ένα σπίτι το οποίο είναι δικό του, αλλά στο οποίο χάνει τον έλεγχο προς όφελος του αφεντικού του. Αυτά τα προσωπικά αντικείμενα αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητας του τηλεργαζόμενου, τα οποία όμως πλέον υπεξαιρεί (άνευ αντιτίμου) ο εργοδότης/κεφαλαιοκράτης. Ο ιδιοκτήτης τους βλέπει σε αυτά το λογότυπο της εταιρίας, όπως στα ρούχα που φορούσε στη δουλειά του, που δήλωναν πως, όσο είναι εκεί, αποτελεί ιδιοκτησία άλλου, ότι τυπικά υπάγεται στον εργοδότη. Τώρα όμως το σήμα της εταιρίας εγγράφεται σε όλα όσα συνιστούν τον προσωπικό του χώρο, και η εκμετάλλευση διεισδύει ακόμα πιο βαθιά, «φωνάζει» πως ο εργάτης υπάγεται πλέον καθολικά στον εργοδότη.
Είναι προφανές πως ακόμα και στην τηλεργασία, ως σύγχρονη τεχνολογική δυνατότητα, ο σπόρος του κακού σε τελική ανάλυση είναι η κεφαλαιακή σχέση. Η απουσία ελέγχου από πλευράς του εργαζομένου στις συνθήκες και στα μέσα της παραγωγής ‒το προπατορικό αμάρτημα του καπιταλισμού, η αποξένωση των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής‒ είναι το κεντρικό ζήτημα και ως προς την τηλεργασία. Εάν ο έλεγχος της παραγωγής περάσει στα χέρια των εργαζομένων, μέσα από την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τα νέα τεχνολογικά εργαλεία μπορούν να γίνουν στοιχείο κοινωνικής προόδου, με την έννοια της περαιτέρω απελευθέρωσης του ανθρώπου.
Έτσι και στην περίπτωση της τηλεργασίας υπάρχουν στοιχεία τα οποία έξω από το πλαίσιο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του εργοδοτικού δεσποτισμού δύνανται να αναπτυχθούν σε όφελος των εργαζόμενων, με σημαντικότερο εξ αυτών την χωροχρονική ευελιξία. Σε έκτακτες συνθήκες ο εργαζόμενος μπορεί να ανταπεξέλθει και να επιλύσει εξ αποστάσεως μια προκύπτουσα κατάσταση χωρίς την ανάγκη μετάβασης στον χώρο εργασίας. Συνεπώς μπορεί να δώσει στον εργαζόμενο μια υψηλότερου βαθμού προσωπική ελευθερία – εννοείται, βέβαια, σε ένα μη καπιταλιστικό περιβάλλον.
Η τηλεργασία όμως μπορεί να έχει ένα ακόμα σημαντικό όφελος για τους εργαζόμενους, τη δυνατότητα ανάπτυξης διεθνούς συνεργασίας. Έτσι, το στοιχείο τού ότι σήμερα κάποιος μπορεί να εργάζεται και να μένει σε δύο διαφορετικές χώρες μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο, σε ένα επίπεδο διεθνούς συνεργασίας, αρκεί να καταρριφθούν οι φραγμοί του ιδιωτικού κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού. Ίσως ένα δείγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από την εμπειρία του τελευταίου έτους ήταν η εκτόξευση των διεθνών workshops στην έρευνα και την επιστήμη, και των συμμετοχών σε αυτά από ανθρώπους που προέρχονταν από φτωχές χώρες (Αφρική, Λ. Αμερική, Αν. Ασία). Τα σημερινά όρια της επιστήμης και της τεχνολογικής παραγωγής τα βάζουν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις και όχι οι πραγματικές δυνατότητες.[27]
Έτσι, το να φανταστούμε σήμερα κάποιον να εργάζεται σε ένα διεθνές πρότζεκτ (όπως π.χ. στον τομέα της επιστημονικής έρευνας) χωρίς να αλλάζει σοβαρά τη ζωή του δεν προσκρούει τόσο στα τεχνολογικά όρια αλλά στους κοινωνικούς φραγμούς.
Τέλος, η τηλεματική μπορεί να έχει πολλές ακόμα θετικές επιδράσεις στην ανθρώπινη ζωή τόσο στο χώρο εργασίας όσο και έξω από αυτόν (π.χ. η τηλεϊατρική και η ευκολία πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες φροντίδας). Αναδεικνύεται λοιπόν ένα ακόμα στοιχείο δυνατοτήτων, το οποίο αφορά τις σφαίρες της δημοκρατίας και της συνεργασίας. Η ανάπτυξη των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), στις οποίες θεμελιώνεται η τηλεργασία, προσφέρει νέες δυνατότητες συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Ήδη στη μακρινή Χιλή του 1971 το πρόγραμμα «Cybersyn»[28] με το οποίο γίνονταν ο δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας, αλλά και το επακόλουθο σύστημα καθημερινής συμμετοχής των πολιτών στα πολιτικά τεκταινόμενα που δεν πρόλαβε ποτέ να συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω φωτίζουν απλώς τις απαρχές αυτού του δρόμου. Το μόνο που μας περιορίζει είναι οι περιορισμοί της φαντασίας μας…
[1] Ενδεικτικά βλ. τα κείμενα του Σωματείου Εργαζομένων NOKIA εδώ και της συλλογικότητας «Attack στην ανεργία και την επισφάλεια» εδώ.
[2] Ενδεικτικά βλ. άρθρο στο αμερικανικό μέσο επιχειρηματικής ενημέρωσης FastCompany ή το μεγαλύτερο δίκτυο εργοδοτών προς αναζήτηση τηλεργασίας WWR.
[3] Βλ. σχετικά στην μπροσούρα της «Attack στην ανεργία και την επισφάλεια».
[4] ΣΕΒ, «Special Report ‒ Τηλεργασία» (2/5/2020) (προσβάσιμο εδώ).
[5] Eurofound and the International Labour Office, Working anytime, anywhere: The effects on the world of work, Publications Office of the European Union, Luxembourg, and the International Labour Office, Geneva, 2017 (προσβάσιμο εδώ).
[6] ΣΕΒ, «Special Report ‒ Τηλεργασία» (2/5/2020)
[7] Στην Ελλάδα θεσμοθετήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 της από 11/03/2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσής του» (Α΄ 55) και έκτοτε λαμβάνει συνεχόμενες παρατάσεις.
[8] Όπως τονίζει το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων & Ανέργων (ΚΕΠΕΑ) της ΓΣΕΕ εδώ.
[9] Το δελτίο τύπου της ΓΣΕΕ εδώ.
[10] Από άρθρο της Καθημερινής (24/4/2020) (προσβάσιμο εδώ).
[11] Μόνο στην ιστοσελίδα του ΣΕΒ, μπορεί κάποιος να βρει μέσα στο 2020 πληθώρα παρεμβάσεων στελεχών του οι οποίες αφορούν αποκλειστικά το ζήτημα αυτό, όπως και μία αναλυτική αναφορά-έρευνα αφιερωμένη ειδικώς στην τηλεργασία. Αντίστοιχες παρεμβάσεις και εκδηλώσεις έχουν γίνει και από άλλους εργοδοτικούς οργανισμούς όπως π.χ. η BUSINESSEUROPE, ή άλλα ιδιωτικά think tanks, κάποια από τα οποία αναφέρουμε στο κείμενο.
[12] Άρθρο στην Καθημερινή (24/3/2020), «Τα πλεονεκτήματα της τηλεργασίας» (προσβάσιμο στην ιστοσελίδα του ΣΕΒ εδώ).
[13] Βλ. μπροσούρα της «Attack στην ανεργία και την επισφάλεια» εδώ.
[14] Γιώργος Ναθαναήλ (Σύμβουλος Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ), «Ποιος φοβάται την εξ αποστάσεως εργασία;» (προσβάσιμο εδώ).
[15] ΙΒΜ, «COVID-19 and the future of business», Σεπτέμβριος 2020 (διαθέσιμη εδώ).
[16] Η ετήσια έκθεση των Buffer & AngelList «State of remote work» (Φεβρουάριος 2020) διενεργήθηκε περίπου στα τέλη του 2019 (προσβάσιμη εδώ).
[17] Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «Karoshi» (Καρόσι) ‒που σημαίνει, ακριβώς, το θάνατο από υπερβολική εργασία‒ λόγω της διάστασης που λαμβάνει στην Ιαπωνία, αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Ενδεικτικά για την Ιαπωνία βλ. άρθρο εδώ αλλά και ευρύτερα διεθνώς εδώ.
[18] Αυτή είναι η πλήρης μορφή του «δημιουργικού μηχανισμού εξοικονόμησης» που ανέφεραν οι διευθυντές στην έρευνα της Gartner, η οποία σε άλλη έρευνά της έδειχνε πως το 20% των ερωτηθέντων επιχειρηματιών είχε αναβάλει τις δαπάνες τεχνολογίας, ενώ το 12% σχεδίαζε να το κάνει (αναφέρονται και τα δυο εδώ). Προφανώς οι επιχειρήσεις εξυπηρέτησαν τις ανάγκες τους με τα προσωπικά είδη των τηλεργαζομένων.
[19] Βλ. ενδεικτικά το άρθρο του αντιπροέδρου του ΣΕΒ Κωνσταντίνου Μπίτσιου, που αναφέραμε προηγουμένως (υποσ. 12).
[20] Μπορείτε να βρείτε τα αναλυτικά αποτελέσματα της έρευνας εδώ.
[21] Jonathan Crary, Ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου, μτφ. Άγγελος Φιλιππάτος, εκδόσεις Λιβάνι, 2014. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Πανοπτικόν και η σημασία του στην ενίσχυση των τάσεων υποταγής των υποκειμένων.
[22] Jonathan Crary, ό.π.
[23] Συμβουλή από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και τη Γ.Γ. Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο (βλ. εδώ).
[24] Απόστολος Αγναντόπουλος (Policy Analyst Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ), «Η τηλεργασία μετά τον Covid-19: Μύθοι και πραγματικότητα», Insider.gr (8/7/2020) (προσβάσιμο εδώ).
[25] Από την άλλη, η μετακίνηση προς την εργασία έχει εκτιμηθεί αμελητέα ως προς τον οικολογικό της αντίκτυπο συγκριτικά με άλλου τύπου μετακινήσεις, παρά την πραγματική της διάσταση. Βλ. C.E. Peyroux, L.S. Bussen, S.B. Costello, K.N. Dirks, «Traffic pollution while commuting – Does commute mode matter?», Weather and Climate, vol. 35, 2015. https://doi.org/10.2307/26169749
[26] J. Crary, ό.π.
[27] Τα εμβόλια για τον COVID, και τα προβλήματα στη παραγωγή και διανομή, ίσως είναι αρκετό σαν παράδειγμα από μόνο του, όμως δεν είναι το μοναδικό· είναι ακόμα η πνευματική ιδιοκτησία, οι διεθνείς συνθήκες εμπορίου, τα μονοπώλια της γνώσης (δείτε π.χ. τις δίκες σε όσους διανέμουν δωρεάν το προϊόν της επιστήμη, μια περίπτωση από τις οποίες είχε τραγική κατάληξη με την αυτοκτονία του ακτιβιστή Swartz το 2013).
[28] Το πρόγραμμα Cybersyn της Χιλής του Αλιέντε ήταν ένα πρωτοπόρο πρόγραμμα δημοκρατικού σχεδιασμού το οποίο εφαρμόστηκε για την διοίκηση των δημόσιων εταιριών (συμπεριλαμβανομένων και κατειλημμένων εργοστασίων) το οποίο βασίστηκε στη λογική διοίκησης του Beer η οποία διέκρινε αυτόνομα επίπεδα κλιμακωτής διοίκησης για τις εταιρίες. Από άποψης τεχνολογίας βασίστηκε σε μια τεχνολογία που σήμερα θα μας θύμιζε τα fax. Είχε αρκετά στάδια από τα οποία εφαρμόστηκε μόνο ένα μέρος του σχεδίου, αλλά είχε ιδιαίτερη επιτυχία και σημασία καθώς κατάφερε να νικήσει τις ανταπεργίες και τα lockdown τα οποία προωθούνταν από την αστική τάξη της χώρας, χωρίς να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα στις αλυσίδες διανομής. (για μια ενδελεχή παρουσίαση του προγράμματος σε 4 άρθρα δείτε εδώ)