του Γιώργου Πισίνα, Οργάνωση Νέων Εργαζομένων Αθήνας
«Παρά τους διαδεδομένους μύθους περί απαθούς νεολαίας, η νεολαία παρουσιάζει ενδιαφέρον για την πολιτική με διαφορετικό τρόπο, απλά με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν»
Θέσεις του ΚΣ της νΚΑ για το 5ο Συνέδριο.
Προλεγόμενα
Στο πλαίσιο της πορείας της οργάνωσής μας προς το συνέδριο, αλλά κυρίως εντός της συλλογικής μας προσπάθειας να ανοίξουμε μια κουβέντα για την αναγκαιότητα ενός κομμουνιστικού κόμματος, πήρα την απόφαση να καταθέσω κάποιες αιρετικές σκέψεις οι οποίες προσωπικά με ταλανίζουν καιρό, με στόχο να υποστούν την κριτική των συλλογικών μας επεξεργασιών.
Όπως φαίνεται από τον τίτλο του κειμένου το θέμα το οποίο με αφορά είναι αυτό της σύγχρονης επαναστατικής τακτικής. Προσωπικά, νομίζω πως σε αυτό το ζήτημα η παγκόσμια, αλλά και η εγχώρια κομμουνιστική αριστερά έχει το μεγαλύτερο έλλειμμα σε σχέση με τις απαιτήσεις. Ενώ θεωρώ πως παρά την βάσιμη κριτική που ασκούμε στα διάφορα έτερα κομμουνιστικά (ή άλλα αντικαπιταλιστικά, ή ημι-ρεφορμιστικά) μορφώματα δεν έχουμε παρά μικρές αποστάσεις συγκριτικά με το κενό του ελλείματος[1]. Νομίζω πως ως ρεύμα αναγνωρίζουμε κατά κάποιον τρόπο αυτό το έλλειμα ακόμα και στον εαυτό μας, όταν ανοίγουμε την συζήτηση για ένα κομμουνιστικό κόμμα. Στον βαθμό που σε αυτή τη διαδικασία πηγαίνουμε με όρους κοινής συζήτησης (προφανώς όχι χωρίς κεκτημένα) αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά της αναζήτησης τα οποία προκύπτουν από την αναγνώριση των αδυναμιών μας.
Όμως, που αναφέρεται η επαναστατική τακτική;
Κατά κανόνα στον πολιτικό λόγο, στο τσιπουράδικο «Η Ωραία Αριστερά», η τακτική αναφέρεται στην καθημερινή (ή σύγχρονη) πολιτική, τα πολιτικά επίδικα της συγκυρίας και της περιόδου, η οποία συνήθως γίνεται αντιληπτή σε διάκριση από την επαναστατική στρατηγική η οποία αναφέρετε στην μακροιστορική κίνηση και τον στόχο(την πορεία προς τον κομμουνισμό). Μάλιστα συχνά θεωρείτε ότι αυτή η θεωρητική τομή ανάμεσα σε αυτά τα δυο άκρα επικυρώνεται από την στιγμή της επανάστασης.
Το κυρίαρχο πρόβλημα αυτής της διάκρισης είναι ότι χάνει την διαλεκτική σχέση της στρατηγικής (της μακροιστορικής κίνησης) με την καθημερινή πάλη. Αυτά τα δύο «άκρα» δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους, αντίθετα κατά την διαλεκτική σκέψη δεν είναι καν απλώς άκρα, αλλά αποτελούν δυο αλληλοτροφοδοτούμενες δυναμικές όπου η μία δεν έχει νόημα ύπαρξης χωρίς την άλλη. Ο κομμουνισμός και το ζήτημα της μετάβασης προς αυτόν δεν βρίσκεται κάπου στο φαντασιακό των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά επιβεβαιώνεται στην καθημερινή κίνηση της ζώσας πραγματικότητας, αντίθετα η καθημερινή κοινωνική πάλη από μόνη της φαίνεται ένα σισύφειο έργο όσο δεν βρίσκει νόημα στην αλληλοσύνδεση των στιγμών και μια χαραμάδα δυνατότητας στην στρατηγική. Αυτά τα ζητήματα θεωρώ πως σε μεγάλο βαθμό, κυρίως ως προς τα τακτικά ελλείμματατα αποπειράται να απαντήσει το θεμελιακό σύνθημα για το ρεύμα μας «με την στρατηγική στο τιμόνι» και η επισήμανση για μια νέα σχέση τακτικής-στρατηγικής, αλλά και ως προς τα στρατηγικά ελλείματα με την κομμουνιστική επαναθεμελίωση.
Όμως δυστυχώς αυτό το σημαντικό βήμα δεν είναι αρκετό. Στόχος αυτού το κειμένου είναι να εκφράσει κάποιες πρωτόλειες σκέψεις ως προς το ζήτημα κυρίως της τακτικής αλλά και να αποπειραθεί μια σύνθεση των δυο μέχρι τώρα βασικών εργαλείων που έχουν προκύψει από τις μαρξιστικές αναζητήσεις και την ευρύτερη επαναστατική εμπειρία του 20ου αιώνα, τον πόλεμο κινήσεων και τον πόλεμο θέσεων.
Στα πλαίσια του κειμένου, ζητήματα όπως αυτό του υποκειμένου, των μορφών συγκρότησής του, και ζητήματα πολιτικής συνθηματολογίας (στοχοθεσίας) ή συμμαχιών δεν μας ενδιαφέρουν, στον βαθμό που όπως ορίσαμε παραπάνω η επαναστατική τακτική αναφέρετε στην μέθοδο πάλης και δη στην μέθοδο σύνδεσή της με το στρατηγικό στόχο. Αυτά τα ζητήματα είναι σίγουρα κεντρικά, όμως από μόνα τους, παρά το ότι συχνά αναδεικνύονται ως ζητήματα (λόγω και του ελλείματος σε όρους τακτικής), δεν μπορούν να καλύψουν το κενό.
Ίσως κάποια ζητήματα στοχοθεσίας μπαίνουν πλαγίως στο τέλος του κειμένου όπου γίνεται μια προσπάθεια να εξαχθούν πρακτικές απολήξεις από την λογική που παρουσιάζεται στο κείμενο.
Η συνήθης τακτική σήμερα.
Η κλασική τακτική σήμερα που ακολουθούν τα επαναστατικά μαρξιστικά κόμματα σήμερα αποτελεί μια εκδοχή ενός πολέμου κινήσεων (πιθανώς σε συνδυασμό ενός πολέμου δολιοφθοράς[2]). Ο στόχος είναι η συγκρότηση «μετώπων» ή «σχηματισμών» στους διαφόρους κλάδους της μάχης και η εκεί σύγκρουση με τον εχθρό ή η πίεση σε νευραλγικά σημεία (απεργία, κλείσιμο δρόμων)[3].
Επιδιώκεται συνεπώς η συγκρότηση διαφόρων σωμάτων μάχης τα οποία δεν εντοπίζονται γεωγραφικά (με την έννοια ότι δεν αποκτούν κάποιο σαφές πεδίο ευθύνης) αντίθετα είναι ευέλικτα σχήματα για να χτυπούν τον εχθρό.
Θυμηθείτε όλες τις πρωτοβουλίες που έχει φτιάξει η οργάνωση, με βάση τα κριτήρια της κάθε περιόδου (Κινήσεις ενάντια σε ΕΕ, Κινήσεις ενάντια σε αστυνομοκρατία, Πρωτοβουλίες για τη δημοκρατία, τους μετανάστες, και ξανά πάλι νέες πρωτοβουλίες για τα ίδια θέματα). Σε αυτή την λογική θα μπορούσαμε να πούμε πως τα μέλη μας αλλάζουν φανέλες και κινούνται από το ένα θέμα στο άλλο με στόχο να πολεμήσουν, σα στρατιωτάκια που αλλάζουν μπερέδες και σύμβολα και όλο μετατίθενται από το ένα μέτωπο στο άλλο.
Αυτή η τακτική οδηγεί, όμως, στον ετεροπροσδιορισμό από τον αντίπαλο (ιδίως όταν αυτό είναι πολύ ισχυρότερος και μπορεί να επιλέξει εκείνος τα πεδία τα οποία ανοίγει ως «θέματα» σε κάθε περίοδο.
Έτσι καταλήγουμε στην γνωστή κατάσταση της αντανακλαστικότητας του κινήματος στις διάφορες κινήσεις του κράτους ή του κεφαλαίου. Σε αυτές τις συνθήκες, ο εχθρός θέτει την ατζέντα (τον κλάδο και το σημείο της μάχης) π.χ. καταθέτοντας νόμους, και το κίνημα ανακλαστικά κινητοποιεί τους όποιους σχηματισμούς αναφέρονται σε αυτό για την απάντηση. Το κίνημα, λοιπόν, γίνεται ο τερματοφύλακας ο οποίος όμως στην καλύτερη των περιπτώσεων θα σώζει κάποια γκολ για να φάει άλλα.
Βέβαια, εδώ υπάρχει και η εξαίρεση κατά την οποία το κίνημα συγκροτεί επιθετικούς σχηματισμούς και τους κινητοποιεί (ορίζοντας εκείνο τον κλάδο και το σημείο της μάχης. Τέτοια πρόσφατα παραδείγματα είναι το $15-a-day, ή ομάδες για την μείωση του εργάσιμου χρόνου, (ημι-ρεφορμιστικές) κινήσεις για το Βασικό Κοινωνικό Εισόδημα κλπ.
Έχουμε λοιπόν έναν πόλεμο στον χρόνο χωρίς χώρο. Οι μάχες δίνονται στα διάφορα σημεία και οι συγκρουόμενοι σχηματισμοί (η πρωτοπορία?) αλλάζουν συνέχεια μορφή σαν σμήνη πουλιών στον ουρανό για να εξυπηρετήσουν την συγκυρία, ή να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο. Δυστυχώς, όμως, κανένα άθροισμα σημείων δεν μπορεί να ορίσει πεδίο. Έτσι έχουμε έναν αέναο πόλεμο ο οποίος φθείρει τον αδύναμο και κυρίως φθείρει εμάς, τους αγωνιστές που στρατεύονται στο ένα ή το άλλο μέτωπο ή σχηματισμό.
Οι μάχες που δίνονται είτε είναι νικηφόρες είτε (πιο συχνά) χαμένες, εμψυχώνουν ή αποκαρδιώνουν τους διαφόρους αγωνιστές, όμως το αποτέλεσμα της μάχης χάνεται στην απειρότητα των σημείων [του συνολικού χώρου]. Σε αυτόν, γενικά είμαστε, δυστυχώς, χαμένοι. Λέμε και στα κείμενά μας πως καμία νίκη δεν είναι ασφαλής μέχρι την συνολική νίκη.
Έτσι η μάχη αποκτά πραγματική ουσία μόνο στις λεγόμενες καμπές, τότε ο χρόνος πυκνώνει τρομερά και η αγωνιστική διάθεση είναι υψηλή ενώ οι κλάδοι είναι γεμάτοι με μαχόμενα κορμιά, τότε η μάχη επί των σημείων και οι κινήσεις είναι τόσες πολλές που αποκτούν πεδίο. Τότε οι κλάδοι κινητοποιούνται πλήρως, όλοι οι σχηματισμοί είναι ενεργοί, οι λιποτάκτες πυροβολούνται και τα αγωνιζόμενα κορμιά φωνάζουν:
– Ναι! Τώρα πολεμάμε για τα καλά!
Φαίνεται λες και όλος ο χώρος βρίσκεται σε αναβρασμό, τα στρατόπεδα είναι εμφανή και οι τάξεις των αγωνιστών πληθαίνουν μαζικά. Τότε οι έμπειρες μαχήτριες και μαχητές, όσοι πολεμούν, βλέπουν πως η μάχη (ο πόλεμος ελιγμών) πέρασε από τα σημεία στο να αποκτήσει ενιαίο πεδίο, το οποίο υπάρχει στον χώρο δυνάμει. Αντίστοιχα, στις πιο έντονες από αυτές τις καμπές, όλοι αναγνωρίζουν πως το πεδίο πρέπει να απλώσει, και πως αν το πεδίο απλώσει αρκετά και καταλάβει τον χώρο τότε έχουμε αυτό το οποίο οι λενινιστές αποκαλούν «επαναστατική κατάσταση». Το παιχνίδι, μέσα από την ποσοτική αναβάθμιση, αλλάζει ποιότητα, από το ευρωπαϊκό σκάκι που τα πιόνια διαφέρουν μεταξύ τους και έχουν αξία, περνάμε στο ιαπωνικό γκο που τα πούλια μεμονωμένα δεν έχουν καμία αξία και η σκακίερα υπερδιπλασιάζεται, αλλά συγκροτούν μεταξύ τους πεδία, συγκριτικά με τον αντίπαλο και πλέον η πάλη γίνεται για τον έλεγχο του χώρου.
Αν μάλιστα αυτός ο χώρος από δυνάμει γίνει πράγμασι, αν στον πίνακα τα πούλια κλείσουν έναν κύκλο με μια ελευθερία (όπως ορίζουν οι κανόνες του γκο), τότε έχουμε «επαναστατική τομή» τα κόκκινα πούλια έκλεισαν έναν χώρο τον οποίο πλέον τον ορίζουν.
Αυτή είναι μια σύντομη περιγραφή της τωρινής επαναστατικής τακτικής, η οποία εμπεριέχει τόσο τους λόγους αποτυχίας της, τα σημεία δυνατοτήτων της και τις προϋποθέσεις της επιτυχίας της.
Η δυνατότητα αυτής της προσέγγισης, βασίζεται στην κρισιμότητα των στιγμών, και ίσως για αυτό κάθε χρόνο το πολυτεχνείο, ή η πρωτομαγιά είναι πιο κρίσιμες από ποτέ, καθώς το επαναστατικό στρατόπεδο επιχειρεί να συγκροτήσει πεδία στα οποία θα συναρθρώνει τις κινήσεις του.
Αντίστοιχα, οι εκλογικές μάχες γίνονται στιγμές έντονης δραστηριοποίησης όταν στην πραγματικότητα σε κάποιο βαθμό μπορεί να είναι ακόμα και ανούσιες καταμετρήσεις των στρατευμάτων. Τότε, όσο πιο μικρή η αριστερίστικη γκρούπα, τόσο πιο ανούσια η καταγραφή της. Εξάλλου πιο το νόημα να γνωρίζουμε αν το «Σταλινοτροτσκιστικό Κακέκτυπο Τάδε» έχει 3000 ή 3500 ή ακόμα και 7000 μαχητές, και στις δυο περιπτώσεις είναι μακροϊστορικά άχρηστο. Και στον βαθμό που αδυνατούμε και εμείς να υπερβούμε αυτές τις αντιφάσεις υποβιβαζόμαστε (όπως και κάθε άλλη οργάνωση) σε αυτή την κατηγορία.
Από έναν κακό λενινισμό πίσω στον Μαρξ και την Πολιτική Οικονομία του 21ου αιώνα
Στο πλαίσιο που περιγράψαμε προηγουμένως, από έναν σύγχρονο «λενινισμό»[4] γίνεται με στρατιωτικούς όρους και δεν είναι καθόλου τυχαία η όλη στρατιωτική παρουσίαση της όλης λογικής. Οι μεγάλες στιγμές αυτής της σύγκρουσης σε διάφορες πορείες θυμίζουν έντονα στρατωτικές παρελάσεις, στις οποίες τσακωνόμαστε πιο τάγμα θα μπει στις επίτιμες μπροστινές θέσεις και ποιο στις πίσω. Η μη λενινιστική αριστερά (και ο κόσμος γύρω μας) μας εγκαλεί στις ποιο τραγελαφικές μας στιγμές με το γενικώς δεξιό επιχείρημα ότι κάνουμε «επαναστατική γυμναστική». Δυστυχώς όμως, σε ένα βαθμό έχει δίκιο.
Αντίθετα, αντί να αντιλαμβανόμαστε την ταξική πάλη με στρατωτικούς όρους, ως σύγκρουση στρατευμάτων ή έστω αντιπαρατιθέμων κοινωνικών ρευμάτων, αλλά ως μια πολιτικο-οικονομική διαδικασία. Δηλαδή ως μια διαδικασία διαχείρισης της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Σε αυτήν, το στοιχείο της σύγκρουσης είναι προφανές, στον βαθμό που η εξουσία επιβάλει τις επιλογές της, όμως δεν είναι μια μεταφυσική μάχη μεταξύ εργατών και αστών, αλλά προκύπτει μέσα από τον πλούτο της ζωής.
Η επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας δε μας δίνει απλώς τους αντιπαρατιθέμενους στρατούς (αν ήταν έτσι το Κομμουνιστικό Μανιφέστο θα ήταν όλη η θεωρία που χρειαζόμαστε) μας δίνει την ανάλυση του «πεδίου της μάχης» και πρέπει πάντα να σκύβουμε προσεκτικά πάνω σε αυτή.
Ο Μαρξ ξεκινάει το Κεφάλαιο με την ανταλλαγή εμπορευμάτων στο οποίο διαβλέπει τόσο το οικονομικό στοιχείο (αξίες χρήσεως & ανταλλαγής) όσο και το πολιτικό στοιχείο (την ιδιοκτησία). Κλείνει τον τόμο ξανά με την ίδια συνύπαρξη πολιτικής και οικονομίας στο ζήτημα της πρωταρχικής συσσώρευσης στην οποία το κεφάλαιο γεννάται «βαμμένο από την κορφή ως τα νύχια στο αίμα». Το ΝΑΡ με μια αντίστοιχη λογική αναγνωρίζει πως το Κεφάλαιο στηρίζεται στους δίδυμους πύργους της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.
Ενώ τα σύγχρονα κομμουνιστικά ρεύματα αναγνωρίζουν την κεντρικότητα της πρωταρχικής συσσώρευσης ακόμα και σήμερα. Σε αυτή τη διαδικασία σημαντικό ρόλο παίζει η αποστέρηση και η αποξένωση.
Εάν αναγνωρίζεται η σημασία αυτής της αποστέρησης, ως θεμελιακό στοιχείο του καπιταλισμού, αλλά και της κεφαλαιακής σχέσης (αφού ιδιοκτησία σημαίνει αποξένωση των άλλων από κάτι, δεν είναι απλώς μια σχέση κάποιου με ένα αντικείμενο, αλλά μια ευρύτερη κοινωνική σχέση), αν η αποστέρηση πιέζει τους εργάτες να πουλήσουν τον εαυτό τους στις αγορές εργασίας και συγκροτεί τη βάση όλων των αγορών. Τότε η αναγνώριση αυτού το ζητήματος πρέπει να μας οδηγήσει σε μια προσπάθεια ανανοηματοδότησης της ταξικής πάλης.
Από τον φετιχισμό της σύγκρουσης στη ταξική πάλη, την επιφανειακή μεταφυσική (δλδ οντολογική) ανάλυση της σύγκρουσης, να σκύψουμε στις ρίζες. Σύγκρουση πάνω σε τι, για τι;
Ένα σύγχρονο (μη-επαναστατικό?)[5] ρεύμα της Πολιτικής Οικονομίας διαβλέπει αυτό το ζήτημα της αποστέρησης, όταν αναδεικνύει σε κεντρικό το ζήτημα των κοινών.
Το ερώτημα είναι πως μπορεί αυτή η αναγνώριση να επανανοηματοδοτήσει την επαναστατική τακτική;
Σημειώσεις για μια σύγχρονη επαναστατική τακτική
Ορίζοντας την επανάσταση
Ξεκινώντας οποιαδήποτε απόπειρα σύνθεσης και περιγραφής μιας επαναστατικής τακτικής το εναρκτήριο σημείο αποτελεί ο ορισμός της επανάστασης.
Το κύριο αφήγημα για την επανάσταση είναι ότι αποτελεί βασική σύνδεση ανάμεσα στην στρατηγική και την τακτική (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο). Επανάσταση είναι η ένοπλη πάλη έναντι του εχθρού, η καθολική σύγκρουση με το αστικό κράτος. Είναι το απότοκο της επαναστατικής κατάστασης η οποία αποτελεί τον επιβεβαιωμένο στόχο όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Για την κυρίαρχη κομμουνιστική αφήγηση όποιος δεν ορκίζεται στα όπλα της επανάστασης είναι ρεφορμιστής.
Κάθε σημείο αυτής της πρότασής είναι λάθος και οδηγεί τις κομμουνιστικές δυνάμεις σε λάθος τακτικές. Ουσιαστικά αυτή η λογική συναρθρώνεται σε δυο σημεία τα οποία έχουν και τα δυο προβληματικές λογικές έναντι τις έννοιας της επανάστασης. Τα δυο αυτά σημεία είναι ότι η επανάσταση είναι μια «στρατιωτική» σύγκρουση που συμβαίνει ως «στιγμή» στον πυκνό χρόνο.
Ξεκινώντας αντίστροφα, πρέπει να σημειώσουμε ότι η επανάσταση δεν είναι μια στιγμή. Αντίθετα είναι μια διεργασία. Η επανάσταση είναι η διαδικασία (εσωπορεία) μεταβολής ενός Τρόπου Παραγωγής[6]. Όπως λέει ένα κλασικό απόφθεγμα: «Κομμουνισμός είναι η κατάργηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων».
Συνεπώς η επαναστατική τακτική δεν είναι κάτι εξωτερικό στην επανάσταση, αντίθετα είναι τόσο εσωτερικό σε αυτήν όσο και η στρατηγική. Σε καμία περίπτωση δεν περιμένουμε την στρατιωτική σύγκρουση για να ορίσουμε μια επανάσταση, δυστυχώς η επαναστατική σύγκρουση είναι η αναπόφευκτη επιβεβαίωση της επιτυχούς σχέσης μεταξύ των δυο παραπάνω εσωτερικών στοιχείων της επανάστασης. Αντίθετα, η στρατιωτικού τύπου σύγκρουση αποτελεί απλώς την ποιοτική αναβάθμιση της επαναστατική τακτικής επιβεβαιώνοντας ότι έλεγε ένας πρώσος θεωρητικός του πολέμου του 18ου «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα».
Συνεπώς, η επανάσταση δεν πρέπει ούτε να υποβιβάζεται σε μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά είναι μια πολιτική διεργασία. Είναι μια σύγκρουση πάνω στο πολιτικο-οικονομό πεδίο. Με κανέναν τρόπο δεν αρκεί το περιοριστικό πλαίσιο των στρατιωτικών μαχών να χωρέσει την ουσία της επανάστασης, υπόσταση της οποίας είναι όπως λέει στην παραπάνω φράση ο Φον Κλαούζεβιτς μια πολιτική.
Η παραπάνω αριστερίστικη φετιχοποιημένη μορφή της επανάστασης μας καλεί να ορκιστούμε στα όπλα, άλλες ομάδες πάνω σε αυτό το φετίχ, παίρνουν ότι όπλο βρουν μπροστά τους και αρχινάνε τον αγώνα. Λοστάρια, Μολότωφ, Καλάζνικοφ, είναι τα μέσα, όμως μέσα για τι; μέσα για την επανάσταση! της οποίας η ουσία είναι όμως ποια; Η σύγκρουση με τον εχθρό (όποιος και αν θεωρείται αυτός) γίνεται πλέον η ουσία της επανάστασης, και όποιος δεν ακολουθεί είναι ρεφορμιστής ή ό,τι. Βία, τρομοκρατία, επανάσταση γίνεται ένα συνεχές το οποίο από μέσο αποκτά ταυτότητα[7].
Άλλες ομάδες καλούν, σε ένοπλο αγώνα, με σκοπό την αλλαγή του συστήματος, αλλά η επανάσταση έχει γίνει πια από διαδικασία σύνθημα, ίσως σύνθημα που εξυπηρετεί τις ορέξεις μειονοτήτων (αριστερών και αναρχικών), αλλά σίγουρα σύνθημα που δεν έχει καμία ουσία στα αυτιά της κοινωνικής πλειοψηφίας[8].
Προσωπικά, νομίζω πως δεν αρμόζει σε κομμουνιστές να ορκίζονται στη βία και στο θάνατο κανενός, αντίθετα ο όρκος των κομμουνιστών είναι στην απουσία της, το μέλλον, τη ζωή και την ελευθερία. Αυτό σίγουρα δε σημαίνει πως οι κομμουνιστές αποφεύγουν τις μάχες, αλλά ειδικά στο βαθμό που είμαστε πρόθυμοι να πιάσουμε τα όπλα, και να υπερασπιστούμε κάποια πράγματα μέχρι τέλους, πρέπει να αναγνωρίζουμε τις θυσίες που συνεπάγονται αυτές οι επιλογές μας και να δίνουμε αξία στη ζωή.
Σε συνάφεια με τα παραπάνω και την βία, σε μια ιδιαίτερα επικριμένη φράση ο Μαρξ έλεγε πως η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Αυτή η φράση είναι ιδιαίτερα κοντά σε αυτό που επιδιώκω να περιγράψω, καθώς ναι μεν αναγνωρίζει την σημασία της βίας, αλλά… Καμία μαμή δε γέννησε τίποτα μόνης της. Τη βία την βρίσκουμε εύκολα άμα χρειαστεί, αυτό που μας λείπει είναι το μωρό της ιστορίας.
Υπ’ αυτήν την έννοια η μαρξιστική λογική επιτάσσει ότι η κοινωνία θέτει τα ερωτήματα που μπορεί να απαντήσει. Έτσι το ερώτημα της επανάστασης (ως στιγμή σύγκρουσης) δε θα τεθεί ποτέ όσο η μέλλουσα κοινωνία δεν υπάρχει σαν πρόπλασμα στην παλιά. Σε αυτό το ζήτημα θα επιστρέψουμε σύντομα.
Η σημασία του πολέμου κινήσεων
Ο πόλεμος κινήσεων έχει σε έναν ικανό βαθμό ήδη οριστεί, ενώ αποτελεί τον πυρήνα της σύγχρονης κομμουνιστικής σκέψης ειδικά αυτών των ρευμάτων που έχουν λενινιστικές αναφορές. Υπ’ αυτήν την έννοια και για το δικό μας ρεύμα, το οποίο επιδιώκει να είναι ένα σύγχρονα λενινιστικό ρεύμα.
Είναι σίγουρο πως ο πόλεμος κινήσεων δεν είναι ένα ζήτημα το οποίο μπορούμε να το αφήσουμε πίσω μας. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια προβληματική επαναστατική τακτική, όπως έχουν κατά καιρούς επισημάνει οι διάφοροι επικριτές του.
Υπάρχουν πολλά μαθήματα και εργαλεία να αντλήσει κάποιος από αυτόν. Η διεκδικητική πάλη και η απόπειρα επιβολής απέναντι σε κεφάλαιο και κράτος, κατά κανόνα (πρέπει να) ακολουθεί αυτή την μέθοδο.
Η βασική λογική του πρέπει να αποτελεί θεμέλιο της οποιαδήποτε επαναστατικής τακτικής. Η βαθύτερη ουσία αυτής της μεθόδου είναι η ανάγνωση του αντιπάλου, η αναγνώριση των πεδίων στα οποία εμφανίζει αδυναμίες, όπως και των πεδίων υπεροχής έναντί του, στόχος είναι η αναγνώριση των γόνιμων σημείων επί των οποίων η σύγκρουσή μπορεί να αποβεί νικηφόρα. Μετά από μια νίκη, αναγκάζεις τον εχθρό σε οπισθοχώρηση και επιτίθεσαι στο επόμενο σημείο. Αυτές είναι η οδηγίες του επαναστατικού ταγκό από τον μάστορα του είδους, 1 βήμα μπρος-δέκα βήματα πίσω. Σε μια διαφορετική περίπτωση, δίνεις τον χρόνο στον αντίπαλο να αντιδράσει και περνάς στην άμυνα.
Βασικά μαθήματα για να κρατήσει ένα κομμουνιστικό ρεύμα από τον πόλεμο κινήσεων είναι η κλαδική του ανάπτυξη με περίσκεψη, η ανάλυση πριν τη μάχη και η προσπάθεια αναγνώρισης των κομβικών χαρακτηριστικών της μορφολογίας του πεδίου της μάχης. Ως αποτέλεσμα οι αναπτύξεις των κλάδων μάχης με χρεώσεις, οι ιεραρχήσεις στην ανάπτυξη των σχηματισμών, και η ευελιξία είναι απαραίτητα σημεία να κρατήσει κάποιος.
Όμως, είναι μια ιδιαίτερα στρατιωτική προσέγγιση, η οποία εστιάζει στην σύγκρουση και χάνει το υπόβαθρό της.
Ο πόλεμος θέσεων
Ο πόλεμος θέσεων είναι μια έννοια η οποία αναπτύχθηκε από τον Γκράμσι ως ενίσχυση στη μέχρι τότε θεωρία επαναστατικής τακτικής η οποία αφορούσε κυρίως τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού στην οποία βρίσκονταν.
Η λογική του πολέμου θέσεων είναι η προσπάθεια και η πάλη για την διατήρηση θέσεων έναντι του αντιπάλου. Στη στρατιωτική θεωρία πολέμου, η συγκράτηση της θέσης πάνω στον λόφο έχει στρατηγική σημασία, η διατήρηση αυτής της θέσης επιτρέπει την ευνοϊκή εξέλιξη του πολέμου στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή την λογική μπορούμε να την δανειστούμε στην θεώρηση της ταξικής πάλης. Έτσι, σε αντίθεση με το σημείο του πολέμου κινήσεων, το οποίο δεν ορίζει χώρο αλλά ελίσσεται σε αυτόν, ο πόλεμος θέσεων έχει ως κομβική λογική την εξέλιξη του αγώνα επί του χώρου. Καθώς η θέση μπορεί να οριστεί μόνο ως τοποθεσία μέσα στο χώρο, απαιτεί σταθερές συντεταγμένες.
Εφόσον όμως πλέον έχει σημασία ο χώρος, το θέρετρο του πολέμου πρέπει να αποκτήσει υπόσταση και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τα πεδία διαχείρισης, ο χώρος είναι συνεπώς μια βαθιά πολιτική έννοια.
Ένα θεωρητικό υπόβαθρο ενός πολέμου θέσεων[9]
Στην συγκρότηση της κεφαλαιακής σχέσης συγκροτείται ως απόκτηση ελέγχου πάνω στον χώρο. Το κεφάλαιο, αποστέρησε τον πληθυσμό από την γη (τα μέσα παραγωγής) και τον οδήγησε στην μισθωτή εργασία. Αυτή η γη αποτέλεσε ξαφνικά χώρο ελέγχου του Κεφαλαίου. Όμως αυτή η διαδικασία δεν αρκεί καθώς ο εργάτης όσο γίνεται μισθωτός πρέπει να γίνεται και καταναλωτής δημιουργώντας την εσωτερική αγορά. Διαφορετικά ποιο το νόημα ενός μισθού, αν δεν πηγαίνει για μια σειρά από αγαθά για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης; Αυτό είναι ένα δεύτερο πεδίο της ιδιοκτησίας.
Η σχέση συνεπώς του κεφαλαίου εργασίας συγκροτείται πάνω στο έλεγχο του πρώτου πάνω στον κοινωνικό-οικονομικό χώρο. Μια σχέση η οποία δεν είναι σταθερή και αμετάβλητη, αλλά αντίθετα έχει την τάση να επεκτείνεται, βυθίζοντας ολοένα και βαθύτερα σε εξάρτηση την εργατική τάξη.
Για να πάρουμε ένα παράδειγμα, όσο στην κοινωνία το νερό ρέει άφθονο και η πρόσβαση σε αυτό είναι ελεύθερη όλα είναι καλά. Όμως αν ξαφνικά η πρόσβαση σε αυτό είναι απαγορευτική; Τότε ένα καινούριο εμπόρευμα εξέρχεται από τις πύλες της κολάσεως και το κεφάλαιο μόλις έλαβε έναν νέο χώρο υπό τον έλεγχό του. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυξάνεται το κόστος διαβίωσης του κόσμου (η αξία της εργατικής δύναμης ανεβαίνει) και ένα καινούριο πεδίο κερδοφορίας προκύπτει. Αυτή η απαγόρευση μπορεί να γίνει είτε λόγω συνθηκών (μόλυνση) είτε όπως συνήθως συμβαίνει δια νόμου και παρέμβασης του Κράτους.
Ως προς το ζήτημα του κράτος, ένας ενδιαφέρον τρόπος με τον οποίο μπορεί να εισέλθει στην ανάλυση είναι σχετίζεται με την διάκριση των πολιτικών και κοινωνικών χώρων υπό το καθεστώς ετερονομίας και αυτονομίας (πιθανώς όμως αυτές οι έννοιες να εμφανίζουν κάποιες προβληματικές). Εν τέλει το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι ποιοι χώροι ελέγχονται υπό το κράτος και σε ποιους κοινωνικούς χώρους μπορεί η κοινωνία να αυτοδιαχειριστεί συλλογικά τους χώρους που ορίζει;
Και στα δυο αυτά ζητήματα αναφέρουμε το βαθύτερο ερώτημα που πρέπει να αναδειχθεί κατά την ταξική πάλη και την επαναστατική τακτική. Και στα δυο ζητήματα, διεισδύσαμε στο θεμέλιο της αντιθετικής σχέσης προς την οποία αναζητάται η σύνθεση.
Σε αντίθεση με τον αριστερίστικο επαναστατικό φετιχισμό ο οποίος απλώς αναφέρετε στο ζήτημα, ένας πόλεμος θέσεων (δηλαδή μια σύγκρουση για την διαχείριση αυτών των χώρων) αποτελεί την εμπράγματη άρνηση της άρνησης.
Η άρνηση της άρνησης, δηλαδή η άρνηση του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού το οποίο οδηγεί στην διαλεκτική αντίφαση αποτελεί προϋπόθεση για την μετάβαση του οργανικού όλου στη νέα κατάστασή του.
Ένας πόλεμος θέσεων βασίζεται πάνω ακριβώς σε αυτήν την κίνηση, την άρνηση της αποξένωσης και του πεδίου ελέγχου του κεφαλαίου (δλδ το συγκροτητικό στοιχείο της σχέσης Κεφαλαίου-Εργασίας) αλλά και την άρνηση του ελέγχου του κράτους στην κοινωνία (δηλαδή το συγκροτητικό στοιχείο της σχέσης Κράτους-Κοινωνίας).
Ένας πόλεμος θέσεων συνεπώς, όπως θα αναπτυχθεί περαιτέρω παρακάτω είναι μια δημιουργική διαδικασία η οποία αποδίδει άμεσα αποτελέσματα, κάθε νίκη σημαίνει αυτόματα καλύτερα επίπεδα διαβίωσης, κάθε μάχη σημαίνει συγκρότηση ενός πεδίου ελευθερίας αλλά και ενός οργάνου για την διαχείριση αυτού του πεδίου. Η συσσώρευση αυτών των οργάνων αποτελεί το πρόπλασμα της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η μάχη για την ωρίμανση αυτού του προπλάσματος το μετατρέπει από γαμέτηδες σε έμβρυα, και τελικά στο πολυπόθητο μωρό της ιστορίας. Συνεπώς ο πόλεμος θέσεων είναι κεντρικό στοιχείο της επαναστατικής διαδικασίας.[10]
Η ιστορική ανάπτυξη της λογικής του πολέμου θέσεων
Όσα περιγράφηκαν παραπάνω, ίσως φαίνονται αρκετά ενδιαφέροντα, αλλά είναι σε ένα αυστηρά αφηρημένο και θεωρητικό πλαίσιο. Δυστυχώς η πραγματική ανάπτυξη της λογικής του πολέμου θέσεων δεν συνάδει παρά ελάχιστα με τα παραπάνω.
Το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα το οποίο αυτοανακηρύχθηκε σε κήρυκα και εφαρμοστή του πολέμου θέσεων εν τέλει είναι και εκείνο το οποίο έχει σε μεγαλύτερο βαθμό ορίσει το περιεχόμενό του. Για το ρεύμα αυτό, ο πόλεμος θέσεων είναι όντως μια μάχη πάνω στον χώρο, μια μάχη για τον έλεγχο των θέσεων, όμως όλο το υπόλοιπο παραπάνω σκέλος της ανάλυσης λείπει. Γενικώς έτειναν να υπερεκτιμούν τις εκδημοκρατικές κατακτήσεις των δυτικο-ευρωπαϊκών κοινωνιών σε βαθμό να υπερασπίζουν έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Παράλληλα με αυτή τη συζήτηση άνοιξε μια συζήτηση για την θέαση του κράτους ως ένα ουδέτερο πεδίο το οποίο αποτελεί πεδίο ταξικής πάλης και εκφράζει τους συσχετισμούς δύναμης. Και απορρίπτοντας ή υποβαθμίζοντας την λειτουργία του κράτος ως συλλογικού οργάνου της αστικής τάξης, κάτι το οποίο αποτελεί εσωτερικό στοιχείο της ανάλυσης που ανέπτυξα παραπάνω.
Με βάση αυτήν την μεταρρυθμιστική λογική, ο πόλεμος θέσεων υποβιβάζεται σε έναν πόλεμο με πεδίο το αστικό κράτος. Έτσι από πόλεμος θέσεων γίνεται πόλεμος καρεκλών, είτε αυτές έχουν να κάνουν με τους διαφόρους ιδεολογικούς μηχανισμούς, είτε αυτοί έχουν να κάνουν με τον αριθμό των αριστερών βουλευτών, είτε είναι η πλέον πολυπόθητες καρέκλες υπουργείων. Ο στόχος, τότε, είναι η κατοχή θέσεων που σχετίζονται με την εργατική ηγεμονία, η πάλη για την απόσπαση συναίνεσης για εργατική πολιτική, η νομοθέτηση κατακτήσεων.
Ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα του πολέμου θέσεων, το οποίο αναδύεται συχνά υπόρρητα είναι το κληροδότημα αυτής της αντίληψης πως ο πόλεμος θέσεων γίνεται με νόμιμα μέσα. Η σχέση πολέμου θέσεων και ηγεμονίας, στο μυαλό των ευρω-κομμουνιστών σημαίνει το βηματισμό επί των νόμιμων οδών για την επίτευξη της ηγεμονίας. Καθώς όμως ο νόμος προκύπτει από το κράτος ενώ η ηγεμονία χτίζεται στην κοινωνία, αυτά τα δυο δεν ευθυγραμμίζονται απαραίτητα όπως νομίζουν οι ευρωκομουνιστές.
Το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι γνωστό μετά την αποτυχία των ευρω-κομουνιστικών κομμάτων, την συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις και την κατάρρευσή τους στα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Για μια σύγχρονη και επαναστατική πρακτική του πολέμου θέσεων
Μια σύγχρονη ανάγνωση του πολέμου θέσεων ως παρατεταμένης πάλης για την απόσπαση πεδίων εξουσίας και κερδοφορίας του Κράτος και του Κεφαλαίου, όπως προτείνεται εδώ, έχει να δώσει αρκετά στην κάλυψη του κενού επαναστατικής τακτικής.
Καταρχήν με κανένα τρόπο δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του αστικού κράτους, αλλά αντίθετα εναρμονίζεται με την λογική του ρεύματός μας η οποία προτιμάει μια εντός, εκτός και ενάντια στάση απέναντί του.[11]
Ανοίγει τα διάφορα ζητήματα αξιοποίησης θέσεων εντός του κράτους, όμως υπάγει αυτήν την αξιοποίηση σε μια κίνηση απέναντι σε αυτό (ακόμα και αν είναι ενδεχομένως συγκεκαλυμένη). Αυτή η συζήτηση για τα όρια & της δυνατότητες της παρέμβασης εντός τους κράτους δεν είναι τις παρούσης. Όμως μια τέτοια ανάγνωση του πολέμου θέσεων ανοίγει με πολύ καλύτερους όρους το θέμα παρά μια σειρά από αριστερές οργανώσεις κομμουνιστικής αναφοράς που διαβλέπουν στις κρατικές καρέκλες (π.χ. της εργατικής/αριστερής κυβέρνησης) την ουσία του πολέμου θέσεων. Στο παρόν πλαίσιο το ερώτημα μπαίνει με έναν διαφορετικό τρόπο: όχι τι μπορούμε να κάνουμε σαν δήμαρχοι για την κοινότητα (παράδειγμα Πελετίδη και η συνήθης συζήτηση που ανοίγει), αλλά αν μπορούμε από θέση ισχύος να εγκαθιδρύσουμε εργατοδημοκρατικές δομές σε αυτό το πεδίο; Δηλαδή το ζήτημα δε τίθεται ως προς την εντός του κράτους διαχείριση, αλλά ως προς την εκτός του κράτους διαχείριση, διαφορετικά η πρώτη δεν έχει νόημα.
Ταυτόχρονα, αυτός ο πόλεμος θέσεων, ανοίγει ένα ολόκληρο πεδίο διαχειρίσεων πέραν και έξω από το κράτος, αλλά κυρίως απέναντι σε αυτό. Και τη δυνατότητα επιστροφής και ανανοηματοδότησης της πολύ πλούσιας εμπειρίας και ιστορίας του κινήματος. Η συγκρότηση δομών αλληλεγγύης (κατ. Νοταρά, city plaza), δικτύων αλληλοβοήθειας (κουζίνες και άλλα δίκτυα σε στιγμές κρίσεων, σεισμών και καταστροφών), ή την ανάληψη πεδίων που κατεξοχήν ανήκουν στο κράτος όπως η εκπαίδευση (όπως τα σχολεία των Μαύρων Πανθήρων). Αμιγώς οικονομικά ζητήματα, όπως οι καταλήψεις εργοστασίων, οι συγκρότηση παραγωγικών συνεταιρισμών, καταναλωτικών συνεταιρισμών.[12] Αλλά και νέων πεδίων μάχης για την ανοιχτή πρόσβαση, όπως η παραγωγή ανοιχτού κώδικα, η μάχη για το Sci-hub, τα copy-left, το wiki-pedia, τα blockchain, και επέκταση της μάχης σε μια σειρά από άλλα κεντρικά ζητήματα ιδιοκτησίας όπως τα φάρμακα και τα εμβόλια στις πανδημίες, τα προσωπικά δεδομένα και τα social-media, τα big-data για την έρευνα κ.ο.κ.
Η συνάρθρωση όλων αυτών των πεδίων μπορεί να οδηγήσει στο πρόπλασμα ενός εργατικού κράτους. Η σύσταση αυτού μπορεί να ανατροφοδότηση με νέους όρους την ταξική πάλη. Αν γίνει αυτό τότε η αστική τάξη θα αποδείξει μόνη της το θηρίο το οποίο είναι, καθώς η κίνηση του κόσμου θα έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για αυτήν.
Η λογική που περιγράφεται εδώ θα μπορούσε κάπως να σχηματοποιηθεί σε μια πρόταση κατά την οποία μια ελαφριά αποεστίαση από την αντίληψη της ταξικής-πάλης (και συνεπώς της πολιτικής) με όρους σύγκρουσης, αυτό που ονοματίζω στρατιωτική προσέγγιση, και μια εστίαση στο κατεξοχήν στοιχείο της πολιτικής που είναι η διαχείριση και η επίλυση προβλημάτων μπορεί να αποτελέσει στοιχείο της επαναστατικής τακτικής. Μια τέτοια δημιουργική-θετική προσέγγιση στην επανάσταση, η οποία αποπειράται την επαναστατική τομή στο σήμερα όχι με την έννοια της «επίθεσης» στον εχθρό, αλλά με την έννοια της γείωσης του κομμουνιστικού μέλλοντος στο παρόν μπορεί να ευοδώσει πολλά. Η ιστορία μάλιστα δείχνει πως μια τέτοια πολιτική, πιθανότατα θα οδηγήσει τον εχθρό (το κράτος) σε στρατιωτικού-τύπου επίθεση για την οποία πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι.
Ας δούμε όμως πως η παρέμβασή με βάση μια τέτοια λογική θα μπορούσε να αλλάξει σοβαρά τους όρους παρέμβασής μας.
Ας υποθέσουμε πως πριν περίπου ένα χρόνο στις αρχές τις πανδημίας, η αριστερά ή το κίνημα αντί να αποφάσιζε να σηκώσει το ζήτημα επικοινωνιακά και σε όρους «απαίτησης» απέναντι στο κράτος έπαιρνε μια άλλη ρώτα. Αν αγόραζε ένα μηχάνημα το οποίο κάνει τεστ (αν θυμάμαι καλά είχα ακούσει πως δεν είναι απαγορευτικά τα κόστη, αν είναι ας το δούμε απλώς ως υπόθεση εργασίας) και αν με βάση αυτό, έκανε δωρεάν τεστ στον λαό, σε μεγάλους χώρους εργασίας και στα μεταφορικά μέσα την περίοδο που τα ιδιωτικά καρτέλ κρατάγαν τις τιμές στα 150 Ε ανά τεστ. Τότε πόσο θα είχαμε καταφέρει να ανατρέψουμε την κατάσταση. Το ενδεχόμενο να μαζεύαμε την πανδημία το θεωρώ αδύνατο. Αλλά το ερώτημα για μια δυναμική η οποία θα άλλαζε τόσο τη στάση του κράτους-κεφαλαίου, όσο και την στάση του κόσμου, είναι πραγματικό. Θα μπορούσε να έχει στηθεί και να χρηματοδοτούνταν από τον κόσμο ένα από τα κάτω κίνημα διαχείρισης της κρίσης το οποίο έχοντας πλέον αναλάβει κομμάτια της διαχείρησης θα μιλούσε με άλλους όρους απέναντι σε κεφάλαιο και κράτος; Θα μπορούσε να παίξει ρόλο αυτό στον πόλεμο κινήσεων;
Στο παράδειγμα του φαντασιακού μας η κομμουνιστική αριστερά θα είχε γίνει από δύναμη γκρίνιας και «αριστερισμού» σε δύναμη δημιουργίας και προοδευτική δύναμη της κοινωνίας.
Σε μια δεύτερη υπόθεση εργασίας, αν σε μια γειτονία ένα ρέμα/μια παραλία/ένα άλσος είναι μέσα στα μπάζα, γιατί πρέπει εμείς ως πρωτοβουλία κατοίκων να επικρίνουμε/καταγγέλλουμε την αρχή που δε τα μαζεύει; Αν αντ’ αυτού καλούσαμε σε μια κίνηση της κοινωνίας για την ανάπλαση του ρέματος, με δράσης εθελοντισμού και συνελεύσεις και δημιουργία χώρων, πόσο εύκολα θα μπορούσαμε να μαζέψουμε την δυναμική αυτή σε πολιτική δύναμη για την ευρύτερη ανάταση του κόσμου της περιοχής, αλλά και την ανάδειξη και άλλων προβλημάτων; Αρκεί να λερώναμε τα χέρια μας.
Σε κάτι πιο πρόσφατο, αν μετά το πύρινο καλοκαίρι του 2021 της κρατικής ανυπαρξίας καλούσαμε σε δημιουργία μαζικών οργανώσεων «Πολιτικής Αυτοπροστασίας» απέναντι στον αντίστοιχο κρατικό στρατιωτικοποιημένο μηχανισμό. Πόσο κόσμο θα μάζευε; Το συγκεκριμένο θα ήμουν παραπάνω από πρόθυμος να το δοκιμάσω, αν στη γειτονιά μου υπήρχαν ελαφρώς καλύτεροι πολιτική όροι.
Σε αυτά τα πλαίσια είναι σαφές, πως πέρα από την συγκρότηση θέσης υπάρχουν ακόμα δυο βασικά στοιχεία. Το ένα είναι η απόκτηση ενός θετικού θέλγητρου, δηλαδή το θετικό αποτύπωμα στην ηγεμονία. Ενώ το δεύτερο, είναι πως μια σειρά από κόσμος που ενδιαφέρετε και αυτή τη στιγμή εγκλωβίζεται στον εθελοντισμό μπορεί να γίνει κοινωνική δύναμη η οποία εργάζεται επαναστατικά.
Μια συνολική επανασταστική τακτική πρέπει συνεπώς να έχει και τις δυο αυτές μεθόδους πολέμου. Ο πόλεμος κινήσεων πρέπει να υποστηρίζεται από το πεδίο του πολέμου θέσεων, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να υποστηρίζει και να καλύπτει τον πρώτο. Συνδυάζοντας αυτές τις δυο πρακτικές, και εστιάζοντας στον πόλεμο θέσεων, οι διάφοροι κλάδοι μάχης τείνουν να γίνουν προπλάσματα της κοινωνίας που θέλουμε(ή να συγκροτούν μορφές παράπλευρά τους). Έτσι γίνονται πραγματικές οντότητες με πεδίο, οι οποίες θέλουν ευαίσθητους χειρισμούς και οι οποίες λαμβάνουν τον χαρακτήρα πρωτοπορίας, αυτόνομες πτέρυγες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ή οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστές από τα κόμματα και τις οργανώσεις κατά τα πρότυπα της εργατοδημοκρατικής λογικής και ενάντια στην μικροαστική πολιτική λογική των μαγαζιών και των ιδιόκτητων σωματείων.
Εφαρμόζοντας αυτή τη λογική στην καθημερινή μας παρέμβαση και την αποτίμηση.
Ας προχωρήσουμε αυτές τις σκέψεις σε λίγο πιο συγκεκριμένες, ώστε να δούμε ποιες είναι οι δυνατότητες και οι υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτές. Ένα πεδίο που είναι γενικώς ευνοϊκό για την παρέμβασή μας και γνωστό για τις καλές συνθήκες μάχης είναι αυτό της εκπαίδευσης. Για αυτό θα φέρω αυτά τα παραδείγματα λίγο πιο συνολικά και πως μπορεί να μεταφραστεί σε πρακτική.
Η επιλογή του πεδίου είναι σχετικά τυχαία, ένα άλλο πεδίο το οποίο είναι γόνιμο για τέτοιου τύπου μεθόδους είναι αυτό της δημοτικής διαχείρισης ή το ζήτημα της περίθαλψης και γενικότερα των δημοσίων υπηρεσιών. Παρά το παράδειγμα θεωρώ τα παραπάνω πιο σημαντικά πεδία από ότι το φοιτητικό/σπουδαστικό/μαθητικό. Από την άλλη, ως προς το κεντρικό ζήτημα της σχέσης Κεφαλαίου-Εργασίας (ο αντίστοιχος οικονομικός τύπος) τα πράγμα είναι λίγο πιο δύσκολα, στο ευρύτερο πλαίσιο της μισθωτής εργασίας και των καπιταλιστικών αγορών, η ισχύς της λογικής που περιγράφεται εδώ αδυνατίζει ελαφρώς και περιπλέκεται αρκετά. Έτσι, αυτά είναι ίσως ζητήματα που απαιτούν περισσότερή επεξεργασία και προσοχή.
Αρχικά θυμάμαι από την παρέμβασή μου στα σχολεία, στις απαρχές της πολιτικής δραστηριοποίησης περίπου μια δεκαετία πριν το βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής ήταν οι σχολικές συνελεύσεις, παρόλο που και η συμμετοχή στο 15μελές είχε μια αξία ιδιαίτερα για την επαφή με τους καθηγητές.
Θυμάμαι λοιπόν, αποτιμητικά ότι όσο συμμετείχα στο 15μελές (τότε δεν ήμουν στο ΝΑΡ, αλλά είχα κάποια επικοινωνία μαζί του μέσω φοιτητών, και ισχνές επαφές με άλλες δυνάμεις στο μαθητικό (μ-λ)) ποτέ δεν είχα σκεφτεί την πολιτική με αυτούς τους όρους. Η πολιτική μου δράση δεν ήταν δημιουργική, αλλά ανταγωνιστική. Το ενδιαφέρον μου περιορίζονταν να κατεβάσω κόσμο στις πορείες (17Ν, 6Δ, πανεκπαιδευτικά), οι στόχοι περιορίζονταν στις καταλήψεις, τις αποχές και την «Πολιτική». Η πολιτική δεν ήταν κάτι το οποίο υπήρχε εντός του σχολείου.
Συνελεύσεις γίνανε μια-δυο φορές τον χρόνο στις κινηματικές εξάρσεις και ασχολιούντσαν με αυτή την μακρο-πολιτική. Δεν κάναμε ποτέ καμία συνέλευση για να δούμε το που θέλουμε να πάμε εκδρομή, αν θέλουμε να πάμε σε ένα θέατρο, αν θέλουμε ως μαθητές να οργανώσουμε μια εκδήλωση στη γειτονιά μας, μια δράση, αν υπάρχει κάποιο ζήτημα το οποίο μας αφορά άμεσα και θέλουμε να αναδείξουμε, ή να λύσουμε. Αυτές οι προβληματικές είναι ακόμα πιο έντονες στο φοιτητικό όπου τα πράγματα, είναι πιο δομημένα.
Σημαντικά αντίστοιχη, είναι νομίζω η εικόνα στους Φ.Σ. Στις Γενικές Συνελεύσεις, συζητάμε την μεγάλη εικόνα, για το υπουργείο, την ΕΕ την κυβερνητική πολιτική και ο κόσμος βαριέται… Ένας ήδη πολιτικοποιημένος κόσμος ενδιαφέρεται, αλλά η πλειοψηφία δε βλέπει που τον αφορούν αυτά τα παχιά λόγια.
Σπανίως ή ποτέ δε συζητάμε για το αν και πως θέλουμε να διαμορφώσουμε τον πανεπιστημιακό χώρο; Σπανίως ή ποτέ δεν οργανώνουμε αντιμαθήματα, εκδηλώσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, επισκέψεις σε θέατρα, Γκαλερί, πολιτιστικές δράσεις. Τα όποια πάρτι τα κάνουν οι πολιτικές δυνάμεις (για την οικονομική τους αυτοτέλεια) και η αυτοτέλεια τον συλλόγων πάει περίπατο.
Σε μια ιστορία από το Soul της Disney που περιγράφει νομίζω αρκετά καλά αυτή την κατάσταση ήταν λέει ένα μικρό ψαράκι που έψαχνε τον ωκεανό και ρώτησε ένα μεγαλύτερο:
-Που είναι ο ωκεανός;
-Τι εννοείς που; του αποκρίθηκε το άλλο. Να ο ωκεανός.
-Μα αυτό δεν είναι ο ωκεανός, είναι απλά το νερό.
Σα το μικρό ψαράκι και εμείς ψάχνουμε τον ωκεανό, την μεγάλη αφαίρεση, αλλά δε τον βρίσκουμε στην καθημερινότητά μας και ο κόσμος γύρω μας δε βλέπει που τον αφορά η όλη αναζήτηση.
-Ποιος ωκεανός; μας λέει, εγώ στο νερό ζω!
Με ακριβώς αυτή την λογική παλεύουμε να κάνουμε πολιτική που θα εισχωρήσει στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και ξεχνάμε πως δουλεύουμε στο περιθώριο.
Για να συμβεί αυτό που θέλουμε πρέπει πρώτα να θεμελιωθεί η πολιτική στην κοινωνική βάση, να χτιστούν οι σύλλογοι, να αποκτήσουν χώρο, ζωντάνια, κίνηση & κοινωνικές σχέσεις. Να αφορούν πραγματικά τα μέλη τους και να τα εμπλέκουν.
Να γίνουν φορείς πολιτικής και διαχείρισης να συγκρουστούν με το κράτος, την εξουσία, την αυθεντία από το μικρό και εύκολο προς το μεγάλο. Όχι με έναν αριστερίστικο τρόπο, σύγκρουσης για την σύγκρουσης, αλλά με έναν ζωντανό τρόπο που θα έχει ουσία και αποτέλεσμα.
Από το χρώμα του τοίχου, το παρτέρι στη γωνία και το πάρκινγκ, προς το φαγητό και τις εστίες, προς το δε θα μας κόβεις όλους ρε μαλάκα καθηγητή και το περιεχόμενο των σπουδών, το υπουργείο, την κυβέρνηση την ΕΕ.
Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να προχωράμε καθορίζοντας το πως και που θέλουμε να διαχειριστούμε (ως κοινωνία) τον κοινωνικό χώρο και θα βρούμε τους εχθρούς μας μπροστά, οι συγκρούσεις μέλλονται αλλά δεν είναι εκεί η ουσία. Κανείς μας δεν έγινε κομμουνιστής για τον θάνατο του καπιταλισμού, όλοι γίναμε κομμουνιστές για τη δική μας τη ζωή και αυτή τον διπλανών μας.
Ως ρεύμα, αποπειρώμαστε αυτή τη σύνδεση του μικρού και του μεγάλου και παλεύουμε προς τα μεγάλα, κάνουμε μια προφορική σύνδεση και καλούμε σε συστράτευση στον μεγάλο αγώνα. Όμως στο κυνήγι του ωκεανού χάνουμε το νερό που μας περιβάλλει.
Στο μυαλό μας το μεγάλο (το μακροεπίπεδο) καθορίζει το μικρό (κάτι που όντως ισχύει) αλλά υποεκτιμούμε σοβαρά πως το μικρό επηρεάζει το μεγάλο.
Έτσι, το μεγάλο ζήτημα γίνεται βραχνάς στο μικρό. Ο καπιταλισμός είναι που φταίει και χωρίς επανάσταση ασφυκτιούμε, περιμένουμε συνεχώς το μεγάλο γεγονός.
Όμως η επανάσταση (ως κλιμάκωση) είναι η ποιοτική τομή της συσσώρευσης πολλών μικρών, η άντληση δυναμικής από τις νίκες και η οδήγηση του αντιπάλου σε ανοιχτή γενικευμένη σύγκρουση.
Στη λογική του πολέμου θέσεων που προσπαθώ να περιγράψω πρέπει να συγκροτήσουμε την κοινότητα και πολιτεία των κάτω, την πρωτόλεια θέσμιση του έτερου πόλου της δυαδικής εξουσίας και την κήρυξη της επανάστασης εδώ και τώρα στο μικρό και το εύκολο και όχι στο επέκεινα.
Στόχος είναι η άντληση πεδίων ελέγχου ως προς τις ζωές μας και η άσκηση αυτού προς όφελός μας αντιπαραθετικά και ενδεχομένως σε σύγκρουση με το κεφάλαιο & το κράτος με έναν έξυπνο (σχεδιασμένο) τρόπο από το μικρό και εύκολο.
Στο πανεπιστημιακό μας παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει σταδιακά:
- Τη συγκρότηση του υποκειμένου μέσα από την κοινωνική του ζωή.
- Δηλαδή την ανασύσταση των συλλόγων μέσα από σεμινάρια, εκδηλώσεις, περιοδικά, τις θεατρικές και κινηματογραφικές ομάδες κ.ο.κ.
- Τη ανασυγκρότηση των συλλόγων μέσα από την πολιτική τους ζωή.
- Καταρχήν από την αυτοδιαχείρησή του, κατά την οποία ο σύλλογος πρέπει να εγκολπώνει και να στηρίζει τις ομάδες του (θεατρικές, κινηματογραφικές, …) τόσο γενικώς όσο και απέναντι στις επίσημες αρχές.
- Την άντληση πεδίων ελέγχου και τη συλλογική-δημοκρατική εφαρμογή του.
- Από τον τοίχο της σχολής και την πρόσοψη. Τη συζήτηση στις Γ.Σ. για ζωγραφιές, μείωση πολιτικών αφισών, καλαισθησία, τη τοποθέτηση πίνακα ανακοινώσεων του συλλόγου (που ενισχύει και την κοινωνική του ζωή, δίνοντάς χώρο έκφρασης στις διάφορες ομάδες του)
- Ευρύτερα τον χώρο… παγκάκια, πράσινες γωνίες, στέκια συλλόγων, στέκια ομάδων, κ.ο.κ.
- Έλεγχο στις υπηρεσίες και τις παροχές. Από τις ΓΣ επιτροπές ελέγχου στις εταιρίες σίτισης (οι οποίες κλιμακούμενα μπορούν να ασχοληθούν με την ποιότητα του φαγητού, τους προμηθευτές, το πρόγραμμα φαγητού, την τιμολόγηση κ.ο.κ.)[13] και αντίστοιχες δράσεις για άλλα θέματα, όπως οι βιβλιοθήκες, καφετέριες κλπ. Πότε ένα σχήμα μας ασχολήθηκε με τις ελλείψεις στις βιβλιοθήκες και το περιεχόμενό τους;
- Έλεγχο στον πυρήνα του πανεπιστημίου. Μαθήματα – Μαζικά κοψίματα – Πρόγραμμα σπουδών – έρευνα – οικονομικά θέματα.
- Έλεγχο και λόγο για το θέμα της παιδείας στην χώρα συνολικά. Με την συνένωση των συλλόγων, Τη συγκρότηση του Φ.Κ. αλλά ενός Φ.Κ. που δεν έχει ως υπόσταση άδεια κουφάρια και συλλόγους σφραγίδες, αλλά συλλόγους που έχουν λόγο πάνω στη ζώσα καθημερινότητά τους.
Σε τελική ανάλυση, αν θεωρούμε το να κάτσουν οι Φ.Σ. στο τραπέζι
των διαπραγματεύσεων με την υπουργό συνδιαχείριση (κάτι που
είναι και σωστό και λάθος)[14], τότε γιατί να μη γράψουν μόνοι τους
από τις Γ.Σ. και τα όργανά τους, από κάτω προς τα πάνω εκείνοι
το νομοσχέδιο για την παιδεία και να το κατεβάσουν στη βουλή;
Κάτι που βέβαια στην τωρινή τους κατάσταση δεν μπορούν
να κάνουν.
- Τον κλασικό πόλεμο κινήσεων (aka καταλήψεις-συγκρούσεις-διαδηλώσεις).
- Την άσκηση και προβολή αυτού του ελέγχου πέρα από τον σύλλογο στην κοινωνία για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής (των από κάτω), την προώθηση της πολιτικής δράσης, την ανάδειξης της σημασίας της (αυτό)οργάνωσης. Με στόχο την συγκρότηση της τάξης δι’ εαυτήν.
- Την στενότερη σύνδεση της εκπαιδευτικής κοινότητας μέσω της ανάδρασης και συνεργασίας των βαθμίδων εκπαίδευσης.
- Εκδηλώσεις συλλόγων για μαθητές λυκείου με θέμα το ίδρυμα και το αντικείμενο ή άλλα θέματα. Μια αρκετά καλύτερη πρακτική πρώτης επαφής με τους Φ.Σ. από την ψυχρολουσία των παραταξιακών (αντι)καλωσορισμάτων.
- Κοινά συνέδρια μαθητών-φοιτητών πάνω στα αντικείμενα των σχολών.
- την κοινωνική προσφορά του Φ.Σ πάνω στο πεδίο του:
Ως προς αυτό προσφέρω απλώς κάποια ενδεικτικά παραδείγματα απλώς για μια βασική περιγραφή της γενικότερης λογική:
- Την στενότερη σύνδεση της εκπαιδευτικής κοινότητας μέσω της ανάδρασης και συνεργασίας των βαθμίδων εκπαίδευσης.
֍ Επιτροπή-Παρατηρητήριο Φ.Σ. Νομικής για την υπεράσπιση του
Συντάγματος και της Δημοκρατίας.
֍ Επαφές τελειόφοιτων γεοπόνων, βιοτεχνολόγων, αγροτο-
οικονομολόγων με μικρο-ιδιοκτήτες αγρότες και συνεταιρισμούς.
֍ Παρεμβάσεις και δραστηριοποίηση Φ.Σ. Αρχιτεκτόνων
ή Πολεοδόμων κ.λπ. για προστασία των δημόσιων χώρων.
Συνεργασίες με συνελεύσεις γειτονιών για την ανάπλασή τους.
—————————————–
[1] Σε αυτό το σημείο έχω κυρίως υπόψιν την κριτική μας στην αντίληψη του ΚΚΕ για την επαναστατική τακτική, την οποία ονοματίζουμε κομμουνιστικό-ρεφορμισμό, κατά την οποία η συγκρότηση κάτω από της φτερούγες του κόμματος και η συσσώρευση της είναι αρκετή. Στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι μια μέθοδος που καλεί φραστικά σε επανάσταση, αλλά συχνά αρνείται την συνολικοποίηση της ρήξη προς αποφυγής απωλειών σε όρους μάζας. Ενώ έχει μια ιδιαίτερα παθητικά στάση ως προς το υποκείμενο λόγω της στρεβλής του αντίληψης ως προς την πρωτοπορία. Ακόμα μικρότερες είναι η αποστάσεις με άλλα μορφώματα του εξωκοινοβουλίου, όπως φαίνεται πως όλες αυτές οι θεωρήσεις πηγάζουν από μια λίγο πολύ κοινή αντίληψη. Οι λεπτές διαφοροποιήσεις βέβαια έχουν σημασία, αλλά παραμένουν δευτερεύουσες:
ΚΚΕ προβληματική αντίληψη του υποκειμένου// ΚΚΕ-μλ θεωρία «αντιστάσης» κ.ο.κ.
[2] Την ορολογία αυτή τη δανείζομαι από την στρατιωτική τακτική θεωρία, όπως ο Λένιν τον πόλεμο κινήσεων και ο Γκράμσι τον πόλεμο θέσεων. Η λογική του πολέμου δολιοφθοράς είναι η καταστροφή του πεδίου και του εξοπλισμού του αντιπάλου, η στέρησή του από βασικά μέσα πολέμου (ανεφοδιαστικές γραμμές οι οποίες στους όρους της κοινωνικής σύγκρουσης θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δολιοφθορά στη κερδοφορία). Νομίζω πως η άντληση στοιχείων από έναν πόλεμο δολιοφθοράς στην ταξική πάλη δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, καθώς απολήγει στο να πυροβολείς τα πόδια σου και να καταστρέφεις το πεδίο της μάχης, το οποίο όμως είναι το πεδίο της ζωής.
[3] Αυτή η περιγραφή αρμόζει περισσότερο στον πόλεμο κινήσεων κατά τον οποίο το βασικό είναι «το διάβασμα του αντιπάλου», το χτύπημά του εκεί που είναι αδύναμος (σαν σε μια παρτίδα σκάκι). Αλλά στα παραδείγματα βλέπουμε και τις πρακτικές «σαμποτάζ».
[4] Ο οποίος δυστυχώς αποτελεί την επανάληψη της ιστορίας ως φάρσα, αφού αδυνατεί να κάνει αυτό που έκανε ο Λένιν· ένα κίνημα που κάνει τομές από τον εαυτό του.
Την υπεράσπιση του ουσιαστικού λενινισμού ως ρεύμα την αφήνω κατά μέρος καθώς νομίζω πως η οργάνωση έχει συνολικά σταθεί τουλάχιστον επάξια σε αυτόν τον τομέα.
[5] Παρά το ότι στο ρεύμα μας είμαστε εύκολοι στους αφορισμούς, δε θα πρόβαινα εύκολα σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό του ρεύματος. Έχει ισχυρές μαρξιστικές ρίζες, και σε αυτό συμμετέχουν μια σειρά από πρωτοκλασάτους ριζοσπάστες αγωνιστές-ακαδημαϊκοί Federicci, Cafentzis, ενώ σχετίζεται άμεσα με τη συζήτηση για την πρ. συσσώρευση σήμερα (De Angelis, Harvey και την πιο κατ’ εμέ ορθή απάντηση του Bin).
[6] Σε καμία περίπτωση βέβαια αυτή δεν είναι άνευ καμπών, φάσεων, τομών ή ασυνεχιών ή ακόμα και πισωγυρισμάτων. Το ότι είναι μια διαδικασία δε σημαίνει ότι είναι συνεχείς ή ισόπεδη από τη μια καμπή σε μια άλλη.
[7] Σε αυτά τα πλαίσια τέτοιες ομάδες που φετιχοποιούνε την βία, ακολουθούν και τακτικές του πολέμου δολιοφθοράς. Το αποτέλεσμα όμως είναι να καταστρέφουν το κοινωνικό πεδίο καθώς ανήκει στον αντίπαλο. Έτσι βλέπουμε σπασμένες βιτρίνες, σπασμένες στάσεις λεωφορείων, καταστροφές χωρίς επίδικο. Τότε αυτές οι ομάδες γίνονται εχθροί της κοινωνικής πλειοψηφίας στο όνομα της υπεράσπισής της (ή χωρίς αυτό).
Σημαίνουν αυτές οι γραμμές πως πρέπει να καταγγείλουμε τη Βία; και πως «στη δική μας επανάσταση δε θα σπάσει ούτε τζάμι»; επ’ ουδενί όχι. Αλλά μια συζήτηση για τη βία δεν είναι τις παρούσης, εδώ το ζήτημα είναι η σχέση βίας και σκοπού και απλώς επικρίνεται η βία για τη βία.
[8] Ποσό απέχει ο κομμουνιστικός ρεφορισμός του ΚΚΕ από αυτή τη περιγραφή; νομίζω όχι παρασάγγας.
[9][9] Η εδώ παρουσίαση δεν έχει άμεση σχέση με την Γκραμσιανή λογική, αλλά αποτελεί μια προσπάθεια για μια σύγχρονη επαναφορά της γενικής λογικής του, όπως και μια ταυτόχρονη μετάφρασή του σε υλικούς όρους αντίθετα στην κυρίαρχη ανάγνωσή του.
[10] Ένα, σχόλιο που νομίζω αξίζει σε αυτό το σημείο να γίνει είναι πως όπως η συγκρότηση του εμβρύου απαιτεί δυο κατηγορίες γαμέτηδων, έτσι και το έμβρυο του κομμουνισμού δε μπορεί να χτιστεί πάνω μόνο στη πάλη του ενός τύπου. Έτσι, απαιτείται τόσο ο «κοινωνικός» όσο και ο «οικονομικός» πόλεμος θέσεων, και ο κάθε ένας όπως υπαινίσσομαι έχει τα ειδικά χαρακτηριστικά του. Στο παρόν κείμενο ασχολήθηκα κυρίως με τον πρώτο, καθώς ο δεύτερος εμφανίζει μια σειρά δυσκολιών τα οποία αναφέρω εν συντομία σε μια σημείωση παρακάτω.
[11] Ακόμα ένας πόλεμος θέσεων δεν οφείλει να ακολουθεί σε καμία περίπτωση της νόμιμες οδούς, αντίθετα οφείλει να επιλέγει έξυπνους συνδυασμούς νόμιμων, ημι-νόμιμων και παράνομων μέσων. Στον βαθμό που επιδιώκει την ηγεμονία (και την ενίσχυση των γραμμών της πάλης), όμως, οφείλει να νομιμοποιεί τα μέσα πάλης του. Και να τα επιλέγει με σύνεση ώστε να κερδίζει στο πεδίο της ηγεμονίας.
[12] Ειδικά για τα ζητήματα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως παρά τα δίκαια τα οποία έχει μια κριτική της Λουξεμπουργκ σε συνεταιρισμούς, ή πιο σύγχρονες αντίστοιχες κριτικές (Brian Green), η συγκρότηση τέτοιων συνεταιρισμών και η συνάρθρωσή τους ώστε να μη λειτουργούν ως αυτόνομη (καπιταλιστική) εταιρία αλλά ως μέλη ενός δικτύου με υποχρεώσεις μπορεί να αποτελέσει το πιο σημαντικό πεδίο μάχης απέναντι στο Κεφάλαιο, αλλά και το οικονομικό πρόπλασμα την μέλλουσας κοινωνίας. Ειδικά η οικονομική διασύνδεση τέτοιων δικτύων με δίκτυα παροχής ελεύθερων αγαθών, κάνουν ένα καίριο βήμα προς ένα νέο αντικαπιταλιστικό αυτοπροσδιορισμό. Ταυτόχρονα, τέτοιου τύπου κύτταρα εφόσον αναγνωρίζουν την θέση τους ως αντικαπιταλιστικά εγχειρήματα, μπορούν να αποτελέσουν σημαντική ενίσχυση του κινήματος με οικονομικούς όρους, όχι με την λογική φόρων, αλλά μέσα από κινηματικές τιμές, από τη ενίσχυση απεργιακών ταμείων, την δική του εσωτερική αλληλοϋποστήριξη κ.οκ.
Βέβαια προφανώς και είναι ενσωματώσημα σχήματα, όπως και κάθε άλλο μόρφωμα που μπορεί να συγκροτηθεί. Ολόκληρη Σοβ. Ένωση ενσωματώθηκε, αυτό δε σημαίνει την παύση των προσπαθειών.
Σε κάθε περίπτωση η σημασία των καταστατικών, ειδικά σε τέτοιου τύπου εγχειρήματα είναι θεμελιώδης, καθώς προκύπτουν σοβαρά ζητήματα οικονομικής φύσεως, εσωτερικών σχέσεων, εξωτερικών σχέσεων, κινήτρων κ.ο.κ. Για να μη στρέψω την κουβέντα στο επιμέρους, αποφεύγω πλήρως τέτοια θέματα, παρόλο που τα θεωρώ κομβικότατα, για να επιμείνω στην γενικότερη λογική.
[13] Νομίζω πως ίσως καταντάω κουραστικός, αλλά θέλω να σημειώσω πως και πάλι το ζήτημα δεν είναι η σύγκρουση με την εταιρία (επειδή π.χ. είναι εταιρία) αλλά το πέρασμα του μηνύματος ότι οι φοιτητές έχουν λόγο και η διατήρηση αυτού του ελέγχου, ίσως ξεκινώντας από αυτά τα πεδία στα οποία μπορεί να αποκτηθεί συναινετικά και προχωρώντας στα πιο πυρηνικά που απαιτούν συγκρούσεις. Δε μπορεί να πάει μια νεοσύστατη επιτροπή και να πει «καλημέρα, οι νόμοι λένε ότι είσαι υπεύθυνος για τη σίτιση πλέον θα σου λέμε εμείς τι θα κάνεις». Το ζήτημα δεν είναι η σχέση της επιτροπής με την εταιρία (και αν φαίνεται ως συνδιαλλαγή ή συνδιοικηση -λες και στους πολέμους τα αντίπαλα μέρη ανταλλάσσουν μόνο οβίδες και ποτέ λέξεις) η ουσιώδεις σχέση είναι η σχέση της επιτροπής με τα μέλη του συλλόγου. Το θέμα είναι οι φοιτητές να θεωρήσουν ότι εκφράζονται πραγματικά από την επιτροπή. Και για να γίνει αυτό θέλει επιμονή και υπομονή, όπως και τακτικές και πρωτότυπες δράσεις όπως πχ το μοίρασμα ερωτηματολογίων για το πόσο ευχαριστημένοι είναι. Η σύγκρουση θα έρθει εν τοις πράγμασι, το ερώτημα είναι με τι όρους μπαίνουμε σε αυτή;
[14] Νομίζω πως το περιγράφω τόσο στην γενικότερη περιγραφή του πολέμου θέσεων, ιδίως στη σχέση με το κράτος (σ. 10), όσο και ρητά στην παραπάνω υποσημείωση.