Πως χυτεύεται, πως ψύχεται, πως δένεται τ’ ατσάλι
των:
Ιάσονα Μαρκάτου, Οργάνωση Σπουδάζουσας Αθήνας
Νίκου Σακαλή, Οργάνωση Νέων Εργαζομένων Αθήνας
Το πιο ακριβό στον άνθρωπο είναι η ζωή. Αυτή του δίνεται μια φορά και πρέπει να τη ζήσει κανείς έτσι που να μη τον βασανίζει ο πόνος για τα χρόνια που τα ‘ζησε άσκοπα, για να μην τον καίει η ντροπή για το πρόστυχο και το τιποτένιο παρελθόν και να μπορέσει πεθαίνοντας να πει: Όλη μου τη ζωή, όλες μου τις δυνάμεις τις έδωσα στο πιο ωραίο ιδανικό του κόσμου – στον αγώνα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας.
-Νικολάι Οστρόφσκι, Πως δενότανε τ’ ατσάλι
Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ σε μια προσπάθεια να εξηγήσει την βασική ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη σοσιαλιστική επανάσταση και την μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αναφέρεται στην θέση που είχε καταφέρει να αποκτήσει η αστική τάξη πριν την κατάκτηση της εξουσίας, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο ήταν στην ουσία “μια πράξη κορύφωσης σε μια ουσιώδη αλλαγή που είχε γίνει ήδη στο συνολικό συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στην κοινωνία.”
“Από την άλλη πλευρά”, συνεχίζει “ενώ η καπιταλιστική κοινωνία γεννά τις προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό […] και δημιουργεί το νεκροθάφτη της […], δεν επιτρέπει στον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής να αναπτυχθεί και να κατακτήσει θέσεις μέσα στους πόρους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό είναι το κρίσιμο πρόβλημα. Η μοναδική λύση είναι η αναγνώριση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι η πρώτη επανάσταση στην ιστορία που απαιτεί να επιτύχει η επαναστατική τάξη ένα ορισμένο επίπεδο συνείδησης και συνείδησης του στόχου πριν την επανάσταση […]”1.Από αυτή τη βασική διαπίστωση προκύπτει και η ανάγκη για την διαμόρφωση του πολιτικού υποκειμένου- ενός υποκειμένου που εάν δεν αποκτήσει τη “συνείδηση του στόχου” είναι καταδικασμένο να κυνηγάει την ουρά του σε ένα αέναο bras de fer συσχετισμών, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου θα έχουν συνεχώς το πάνω χέρι. Και αυτό διότι οι αντίθετες τάσεις της υποταγής και της χειραφέτησης που ενυπάρχουν αντικειμενικά στη συνείδηση, στο βαθμό που εξακολουθούν να παραμένουν στο πλαίσιο μιας ενότητας υπό την αστική ηγεμονία- θα μετατρέπονται τελικά σε λίπασμα για την στερέωση της αστικής κυριαρχίας. Αυτό που σπάει αυτό τον φαύλο κύκλο είναι ο κρίκος εκείνος που συνδέει την τακτική με τη στρατηγική, τον αγώνα δηλαδή για τη ριζική βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης στο σήμερα, με την επαναστατική προοπτική και την κοινωνία του αύριο.
Αυτή η λογική είναι που διέπει την ανάλυσή μας γύρω από τα ζητήματα τακτικής- στρατηγικής, ανάλυση που ίσως πολλές φορές ακούγεται θεωρητικά τετριμμένη στη συζήτηση στην οργάνωσή μας- παραμένει όμως πρακτικά και μεθοδολογικά ανώριμη, τόσο στους κόλπους μας, όσο και ευρύτερα στο σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα. Και αυτό- είτε από τη σκοπιά “φυγής” στη στρατηγική υπό τον μανδύα της συνολικής ρήξης χωρίς την αναγνώριση της σημασίας της αντίστασης στο σήμερα- είτε από τη σκοπία εξοστρακισμού της, χάριν των “άμεσων στόχων” και την ανάγκη της άμυνας απέναντι στην επέλαση του κεφαλαίου που επιδιώκει να εδραιώσει μια σειρά από αντιδραστικές τομές ιστορικού χαρακτήρα- σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο την κρίση της πρωτοπορίας αλλά και την ανάγκη της ανασυγκρότησής της σε όλα τα επίπεδα- στόχος ο οποίος και ιεραρχείται από το 5ο συνέδριό μας. Στην καρδιά αυτής της ανασυγκρότησης βρίσκεται η διαμόρφωση του αναγκαίου προγράμματος της εποχής μας, με την ηγεμονία (όπως μπαίνει από τις θέσεις) αυτού που “πρέπει να γίνει” σε σχέση με αυτό που “δεν πρέπει να περάσει”. Γιατί μόνο το “πρέπει να γίνει” μπορεί να ενωθεί μαζικά και αποτελεσματικά με το “δεν πρέπει να περάσει”. Μόνο η ρήξη μπορεί να ενωθεί μαζικά και αποτελεσματικά με την αντίσταση. Μόνο η επίθεση μπορεί να ενωθεί μαζικά και αποτελεσματικά με την άμυνα. Και αυτό διότι η βασικής σημασίας πλευρά κάθε προβλήματος είναι που λύνει και τη δευτερεύουσα πλευρά του.
Δρόμοι της ανασυγκρότησης της πρωτοπορίας την μετά- ΣΥΡΙΖΑ εποχή
Λίγη σημασία έχει να αναλύσουμε στο παρόν κείμενο την παράλυση που έφερε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά και στο κίνημα, τα στοιχεία και τα γεγονότα είναι ούτως αλλιώς γνωστά σε όλους και όλες μας. Αυτό που όμως έχει σημασία για την χάραξη της τακτικής μας στο σήμερα και τα βήματα που πρέπει να μετρήσουμε στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς είναι να ξεφύγουμε από δύο βασικές – φαινομενικά αντίθετες αλλά ουσιαστικά πανομοιότυπες- υπεραπλουστεύσεις στον τρόπο με τον οποίο αναλύουμε και εξάγουμε συμπεράσματα για το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ:
- “Ο κόσμος του κινήματος έχει βγάλει πλέον τα συμπεράσματά του σε σχέση με τον κυβερνητισμό και τις διαχειριστικές λογικές”: Η διαπίστωση αυτή είναι τόσο βολική, όσο και λαθεμένη. Και αυτό διότι όπως και στη ζωή, έτσι και στην πολιτική κενά δεν υπάρχουν. Υπάρχει πάντα μια σχέση ανάμεσα σε αυτό που επικρατεί και σε αυτό που τείνει να το αντικαταστήσει. Από τη στιγμή που οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η λογική της συνολικής ρήξης και της ανατροπής της αστικής επίθεσης από τον οργανωμένο λαό δεν κατάφερε να συγκροτήσει αντίπαλο δέος με μαζικούς όρους απέναντι στην αστική διαχείριση της κρίσης, η ίδια θα συνεχίσει να παραμένει ως την δεσπόζουσα αντίληψη- όσο και αν πνίγεται από τις αντιφάσεις της, όσο και αν βρίσκει ξανά και ξανά τοίχο. Έτσι εξηγείται και η αναπαραγωγή αυταπατών στους κόλπους της αριστεράς, ότι ο δρόμος για τη βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων περνά (κυρίως) μέσα από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Δυνάμεις του κινήματος ψάχνουν συμμαχίες με το ΜΕΡΑ25 κλπ, πάνω στην αδυναμία συγκρότησης ανεξάρτητου αντίπαλου δέους. Και αυτό διότι ο επαναστατικός δρόμος δεν οικοδομείται δια της ατόπου απαγωγής αλλά μέσα από την αντίληψη της πάλης για την υλική προοπτική λαού και νεολαίας.
- “Ο λαός είναι καταδικασμένος στη λήθη και δεν αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και του κάθε επίδοξου διαχειριστή”: Ο κόσμος δεν είναι χαζός ούτε προφανώς ξεχνάει πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτός που έφερε νέα μνημόνια και κατ’ επέκταση εφάρμοσε μια βαθιά αντιλαϊκή πολιτική, κόντρα στις ριζοσπαστικές προεκλογικές του κορώνες. Το πραγματικό πρόβλημα όμως που οφείλουμε να κοιτάξουμε κατάματα είναι η πτώση της λαϊκής απαιτητικότητας. Τα μεγάλα ερωτήματα που εμφανίστηκαν το προηγούμενο διάστημα (και τα οποία ξαναμπαίνουν επιθετικά στην ατζέντα την περίοδο της πανδημίας) εν τέλει εγκλωβίστηκαν όχι απλά από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως από το έλλειμα της απάντησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, μια απάντησης που δεν θα έθετε απλά το “τι πρέπει να γίνει”, αλλά και το “πως, ποιος, γιατί και με τι στόχο”. Η “αριστερή” πτέρυγα του αστικού διπολισμού έδινε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα- κάλπικη μεν, ταξικά προσανατολισμένη στο στρατόπεδο των “από πάνω”- αλλά ήταν μια απάντηση. Και ενώ μπορεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εν έτη 2021 να μη θυμίζει σε τίποτα τα παλιά του “μεγαλεία”, όταν αυτό αντιπαραβάλλεται με μια προσπάθεια αντιδραστικοποίησης του κοινωνικοπολιτικού σκηνικού σε όλα τα επίπεδα από τη ΝΔ να μην έχουμε καμία αυταπάτη πως ο κόσμος θα στραφεί και πάλι προς το ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτή τη φορά όχι με την ελπίδα για ρήξη με την ΕΕ, το μνημονιακό κεκτημένο και διαγραφή του χρέους αλλά με την “ελπίδα” να τρώει λιγότερο ξύλο στις πλατείες. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται…
Η αδυναμία επίλυσης του παραπάνω γόρδιου δεσμού είναι που γεννά και την κρίση ηγεμονίας εντός του κινήματος με εμφανή την αδυναμία των δυνάμεων της πρωτοπορίας να προσφέρουν ένα στρατηγικό σχέδιο διεξόδου. Και εδώ έχει σημασία να τονιστεί πως μιλάμε περισσότερο για αδυναμία παρά για ένα συγκροτημένο πολιτικό σχέδιο εισοδισμού της Αριστεράς στον δρόμο της κυβερνητικής εναλλαγής. Δυνάμεις οι οποίες μπορεί να έχουν αναφορά στην αντικαπιταλιστική αριστέρα- και συχνά αυτοπροσδιορίζονται και σαν τέτοιες- θολώνουν τα νερά του αντικυβερνητικού αγώνα καταρρίπτοντας τις κόκκινες γραμμές με τις δυνάμεις του αστικού διπολισμού- όχι από κάποια αφέλεια ή ακόμη περισσότερο αυταπάτη διεδίκησης μεριδίου από την πίτα του κοινοβουλευτισμού (δεν θα μπορούσαν άλλωστε), αλλά κυρίως λόγω της αποδοχής της ήττας και των πολιτικών τους ορίων ως προς τη δυνατότητα συγκρότησης πολιτικής πρότασης διεξόδου, χωρίς ταυτόχρονη υποταγή στους δυσμενείς συσχετισμούς και βαθιά υπόκλιση στο αυθόρμητο. Κατ’ αυτό τον τρόπο θεωρούν πως με το να μειώνουν το πολιτικό πλαίσιο στο επίπεδο της μέσης συνείδησης απαλλάσσονται από το χρέος να αναμετρηθούν με ερωτήματα με τα οποία η αντικαπιταλιστική αριστερά αναμετρήθηκε το προηγούμενο διάστημα και έχασε. Η πολιτική αυτή οχύρωση γύρω από τον οικονομισμό καταδικάζει την οργανωμένη πάλη σε ουραγό των πολιτικών εξελίξεων, την κοινωνική πρωτοπορία σε εκλογική δεξαμενή και την πολιτική πρωτοπορία σε χρήσιμο ηλίθιο.
Η στρατηγική αυτή αμηχανία αποτελεί τροχοπέδη στην πολιτική συσπείρωση και στη συγκρότηση των όρων για να βγει ο λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο. Εδώ συγκροτείται και μια αντίφαση: Ενώ η λογική αυτή υιοθετείται κατά βάση στο όνομα της απεύθυνσης σε πλατιά ακροατήρια και στην ενότητα των δυνάμεων της ταξικής χειραφέτησης, στην πράξη καταλήγει τόσο στην αποσυσπείρωση του πόλου της “εκτός των τειχών” αριστεράς όσο και στην διαρραγή των σχέσεων ανάμεσα στις πολιτικές οργανώσεις, με σημαντικές επιπτώσεις στο επίπεδο της πτέρυγας του κινήματος και του πολιτικού μετώπου. Ως συνέπεια αυτού και υπό το βάρος των δικών μας πολιτικών και οργανωτικών αδυναμιών, τα πολιτικά καύσιμα των οχημάτων μας εξαντλούνται και οι υπάρχοντες συσχετισμοί ασθμαίνουν. Σε αυτό το τοπίο δημιουργείται μια αρκετά ευμετάβλητη εικόνα στην οποία έχουμε να κάνουμε μια επιλογή, η οποία θα καθορίσει το ρεύμα μας και τη δυνατότητά του να καταστεί πλειοψηφικό στο νέο γύρο κοινωνικών αναμετρήσεων που ανοίγεται μπροστά μας: είτε θα σηκώσουμε τα χέρια ψηλά, μεταφράζοντας αυτή την αμηχανία σε πολιτικό σχέδιο- έχοντας την αυταπάτη πως μπορούμε να ξαναεφεύρουμε τον τροχό- είτε θα μπούμε θαρρετά στη μάχη, αντιλαμβανόμενοι τους συσχετισμούς μεν, έχοντας δε τη φιλοδοξία να τους ανατρέψουμε!
Για την (επαν)οικοδόμηση ενός πολιτικά επικίνδυνου μετώπου
Απέναντι λοιπόν σε αυτήν την κατάσταση πρέπει να πάρουμε θαρρετές πρωτοβουλίες για την ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και ειδικά του πολιτικού μετώπου. Η έλλειψη συνολικής πολιτικής πρότασης και η υποχώρηση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης σε σχέση με μία προηγούμενη φάση έχουν αρνητική επίδραση στην παρέμβασή μας αλλά και στο μαζικό κίνημα συνολικά. Το πρώτο και βασικό σημείο είναι το γεγονός ότι οι διάφορες αντιστάσεις που ξέσπασαν δεν μπόρεσαν να πολιτικοποιηθούν και οι αγώνες δε συγκεντρώνονταν κατά βάση σε πολιτικά αιτήματα. Η ρήξη με την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους κλπ. πρέπει να ξαναμπούν στην προμετωπίδα της παρέμβασής μας. Ειδάλλως, οι νέες κοινωνικές πρωτοπορίες που γεννιούνται δε θα μπορούν να μετασχηματίζονται πολιτικά, να στελεχώνουν τις πολιτικές πρωτοπορίες με μαζικό τρόπο, να δίνουν συνέχεια και βάθος στον αγώνα.
Είναι κοινός τόπος το γεγονός ότι σε αυτή τη φάση δεν υπάρχουν μαζικές οργανώσεις που να θέλουν να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση αντικαπιταλιστικού μετώπου, παρόλα αυτά – με την επίγνωση πως η συσπείρωση δυνάμεων αποτελεί μια δυναμική διαδικασία– πρέπει να επιμείνουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Βασικό εργαλείο στην προσπάθειά μας αυτή οφείλει να είναι η πολιτική πρόταση του ΝΑΡ και της νΚΑ. Όλο το προηγούμενο διάστημα δείξαμε ασυνέχεια και αντιφάσεις στον τρόπο που αξιοποιήσαμε το συγκεκριμένο εργαλείο. Εγκλωβιστήκαμε κι εμείς, αρκετές φορές, στην αδυναμία να συγκροτήσουμε όρους πολιτικής διαπάλης και αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και την αστική πολιτική. Αποτέλεσμα, στην πράξη η πολιτική μας πρόταση δεν έγινε το κέντρο της παρέμβασής μας στο μαζικό κίνημα, στην εργαζόμενη πλειοψηφία και τη νεολαία που ασφυκτιούν. Στο κενό αυτό πάτησαν άλλες πρωτοβουλίες συσπείρωσης και διαλόγου, που δε συγκροτούνται σε μια δέσμευση πάνω στο αναγκαίο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, αλλά περισσότερο σε μια επίκληση στην ενότητα, με το περιεχόμενο να έπεται, αναμοχλεύοντας δυστυχώς ξαναζεσταμένες συνταγές και όντας με αυτό το τρόπο καταδικασμένες να επαναλάβουν τα ίδια λάθη του παρελθόντος. Αυτήν η κατάσταση πρέπει να αντιστραφεί. Αρχής γενομένης μετά το συνέδριό μας να πάρουμε πρωτοβουλίες και μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και έξω από αυτήν (όπως ήδη κάνουμε) και να καλέσουμε σε συστράτευση πάνω στα κρίσιμα επίδικα της περιόδου, αλλά και άνοιγμα της ευρύτερης συζήτησης για την αναγκαία αριστερά της εποχής μας. Να αξιοποιήσουμε ότι έχει να δώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτήν την προσπάθεια, με βαθιά επίγνωση ότι είμαστε αρκετά βήματα πίσω από το μέτωπο που απαιτεί η εποχή.
Η αριστερή αντικαπιταλιστική πτέρυγα του κινήματος (και πάλι) στην πρωτοπορία
Σημαντική συνεισφορά στην οικοδόμηση του μετώπου, μπορεί και πρέπει να παίξει η οικοδόμηση αντικαπιταλιστικού ρεύματος στους χώρους και στην κοινωνία ευρύτερα. Με βάση αυτό, κομβικό ρόλο θα παίξει η πτέρυγα και η δουλειά οικοδόμησης που κάνουμε στο μαζικό κίνημα, με την επίγνωση πως τα προγράμματα πάλης που προωθούμε στους χώρους πρέπει να έχουν σύνδεση με τους κεντρικούς πολιτικούς στόχους. Και αυτό διότι, όπως αναφέρει και ο Μαντέλ, “όταν οι μάζες θέσουν άμεσα τέτοιους σκοπούς στις ενέργειές τους, οι σκοποί αυτοί δύσκολα θα μπορέσουν να γίνουν ανεκτοί από το καθεστώς με παραχωρήσεις μεταρρυθμιστικές. Και δε θα θέσουν τέτοιους σκοπούς κατά το ξέσπασμα μιας γενικής απεργίας, αν δεν έχουν συστηματικά προετοιμαστεί από τα πριν, τόσο με την προπαγάνδα όσο και με ‘υποδειγματικές ενέργειες’ και με τη δημιουργία μέσα στους κόλπους των εργατικών στελεχών που ενσαρκώνουν όλη αυτή τη διαδικασία της μεσολάβησης και τη μεταφέρουν καθημερινά στους συναδέλφους τους στη δουλειά”.2
Η σχέση πτέρυγας- μετώπου δεν είναι γραμμική, αλλά σε μια ενότητα συγκροτούν τον αντικαπιταλιστικό πόλο, την πολιτική και κοινωνική του πλευρά. Όσο λάθος είναι να θεωρούμε ότι οι διασπάσεις στο επίπεδο των μετώπων (πρέπει να) οδηγούν σε διασπάσεις στο επίπεδο της πτέρυγας, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρούμε ότι η υπέρβαση του κατακερματισμού στο πεδίο της πτέρυγας και στους χώρους, είναι κάτι δευτερεύον που ακολουθεί γραμμικά κεντρικές συμφωνίες. Στη φάση που διανύουμε λόγω της υποχώρησης των πολιτικών κεκτημένων στη διαπάλη των οργανώσεων, η πτέρυγα και οι διεργασίες σε αυτή, έχουν βαρύνοντα ρόλο. Ειδικά στην περίοδο της κρίσης, με το προχώρημα των αναδιαρθρώσεων στο πεδίο της εργασίας (και όχι μόνο) που το υποκείμενο είναι κατακερματισμένο, οι πρωτοπορίες που γεννούνται έχουν και αντίστοιχα αντιφατικά χαρακτηριστικά. Αυτό συνυπάρχει με την έντονη ύπαρξη των μεγάλων ερωτημάτων, επομένως το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αποτελεί πέρα από πλαίσιο στόχων και μέσο συσπείρωσης δυνάμεων.
Στο επίπεδο της πτέρυγας ειδικά, αυτή η διαπίστωση μεταφράζεται σε μια μεθοδολογία ικανή να την απεμπλέξει από μια τελματώδη κατάσταση και να συμβάλλει στην αναγκαία ανασυγκρότησή της. Ας πάρουμε για παράδειγμα το φοιτητικό κίνημα και την ΕΑΑΚ:
- Το πρώτο βήμα είναι ο εντοπισμός του προβλήματος. Για να ιχνηλατήσουμε τις προβληματικές που αποκρυσταλλώνονται στην πρωτοπορία του φοιτητικού κινήματος οφείλουμε να ανατρέξουμε στις αντιφάσεις που εντοπίζονται μέσα στο ίδιο. Άνοδος στη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας από τη μια- χαμηλές προσδοκίες ως προς την προοπτική της από την άλλη. Μαζικές κινητοποιήσεις, αλλά με μικρή χρονική διάρκεια. Μικρός κύκλος επαναφοράς, αλλά και ετεροπροσδιορισμός με βάση τις κινήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Ύπαρξη οργανωμένων δομών αλλά και ταυτόχρονα αδυναμία ανώτερου συντονισμού τους. Ιστορικότητα και πολιτικά κεκτημένα, αλλά και αδυναμία στη συγκρότηση κίνησης που θα αντιλαμβάνεται τη συνέχεια της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, έντονη κινητικότητα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και δυσκολία στην συγκρότηση πανεκπαιδευτικού μετώπου. Όλες αυτές οι αντιφάσεις διαμορφώνουν κάποιους ποιοτικούς δείκτες με τους οποίους μπορούμε να μελετάμε τις κινήσεις που διαμορφώνονται στη σπουδάζουσα νεολαία- κινήσεις οι οποίες δεν είναι ντετερμινιστικά καθορισμένες σε κάθε περίοδο αλλά σχετίζονται άμεσα με τις εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και τη φάση της ταξικής πάλης στην οποία τοποθετούμαστε. Οι αντιφάσεις λοιπόν του φοιτητικού κινήματος- όπως και κάθε κινήματος- σχετίζονται με άμεσο τρόπο με τον τρόπο αλλά και το επίπεδο πολιτικοποίησής του, το επίπεδο συνείδησης δηλαδή που κατακτούν τα δρώντα πολιτικά υποκείμενα. Υπό αυτή την έννοια, η υποχώρηση της πολιτικής στο φοιτητικό κίνημα την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε υπό διακύβευση την ικανότητα του ίδιου να υπερβαίνει τον μικροαστικό συντεχνιασμό που αντικειμενικά γεννάται στους κόλπους των φοιτητών- όντας ένα διαταξικό στρώμα- και να διεξάγει πολιτικό αγώνα στο όνομα των συμφερόντων της πληττόμενης πλειοψηφίας που το απαρτίζει.
- Οι δείκτες που προαναφέραμε διαμορφώνουν με τη σειρά τους ορισμένες κοινωνικοπολιτικές τάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στην έκφρασή τους από τις οργανωμένες δυνάμεις και συμβάλλουν στην όξυνση των αντιφάσεων μέσα στην ίδια την πτέρυγα σε βαθμό ανάλογο με τον βαθμό απόκλισης των εν λόγω τάσεων. Αυτές τις τάσεις είδαμε να μεταφράζονται σε πολιτικά σχέδια μέσα στην ίδια την ΕΑΑΚ όλο το τελευταίο διάστημα- πολιτικά σχέδια τα οποία, υπό το βάρος της ευρύτερης κρίσης ηγεμονίας του κινήματος αλλά και την έλλειψη πεδίου έκφρασης της όποιας ηγεμονίας μέσα στην ίδια την ΕΑΑΚ, αδυνατούν να βρουν πεδίο σύγκλισης. Εδώ προφανώς πρέπει να συνυπολογίσουμε παράγοντες όπως η έλλειψη αυτοκριτικής των οργανωμένων δυνάμεων που παρεμβαίνουν στην ΕΑΑΚ όσον αφορά τη δράση τους, την ιεράρχηση της αυτοεπιβεβαίωσης έναντι του διαλόγου, την προσπάθεια αντικατάστασης της πολιτικής διαπάλης από την οργανωτική επιβολή και άλλους παράγοντες, οι οποίοι χάριν συντομίας παραλείπονται από το συγκεκριμένο κείμενο.
- Στη δοσμένη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε, κρίνεται λοιπόν αναγκαία η συσπείρωση του δυναμικού εκείνου που και θέλει και μπορεί να ψιλαφίσει τους δρόμους υπέρβασης της παραπάνω κατάστασης έτσι ώστε να μπορέσει να καταστεί ηγεμονική στο κίνημα μια πρόταση που να αναμετράται στα ίσα με το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής και των πυλώνων της. Η πρόταση αυτή χρειάζεται τόσο πολιτική αυτοτέλεια στο επίπεδο της απεύθυνσης, όσο και ένα πεδίο διαλόγου- ζύμωσης και διαπάλης για να μπορέσει να αναπτυχθεί. Η συσπείρωση του πόλου των σχημάτων και των αγωνιστών με αναφορά στην αντικαπιταλιστική αριστερά και το άνοιγμα του διαλόγου εντός και εκτός ΕΑΑΚ αποτελεί ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της πτέρυγας που ωστόσο οφείλει να βαθύνει. Και αυτό διότι δεν μπορούμε να αρκούμαστε στην διακριτότητα του ρεύματος αυτού και των σχημάτων που το εκφράζουν, αλλά χρειάζεται επιμονή στη διαπάλη με την επίγνωση πως μόνο έτσι μπορεί να καταστεί η πρότασή μας πλειοψηφική μέσα στο ίδιο το κίνημα και άρα πρώτα και κυρίαρχα στην πτέρυγά του. Αυτό δεν μπορεί φυσικά να συμβεί υψώνοντας τείχη με τις υπόλοιπες αγωνιστικές δυνάμεις, ακόμα και αν εκφράζουν σχέδια τα οποία δεν μπορούν να τμηθούν σε αυτή τη φάση. Εξ άλλου στην επαναστατική πολιτική μια είναι η πραγματική κόκκινη γραμμή- αυτή που τη διαχωρίζει από την αστική συνθηκολόγηση, και άρα κάθε άλλη αντίθεση- ως μη ανταγωνιστική- οφείλει να υπερβαίνεται θετικά στην κατεύθυνση ανώτερης ενοποίησης όπως περιγράφεται και από τις θέσεις μας. Βασική κριτηριακή λογική η οποία δεν πρέπει συνεπώς να χαθεί από την μεθοδολογία μας είναι πως συγκροτητικό στοιχείο της πτέρυγας είναι η συνύπαρξη των πιο προωθημένων και συνειδητών ρευμάτων με τα ημισυνειδητά ή/και ρεφορμιστικά ρεύματα με επιδίωξη πάντα της αριστερής αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας των πρώτων πάνω στα δεύτερα. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται η κοινωνική γείωση και η ώσμωση με τις τάσεις που αναπτύσσονται μέσα στο ίδιο το κίνημα, μόνο έτσι μπορεί να καταστεί η ίδια πρωτοπορία του κινήματος. Αν χαθεί αυτό το στοιχείο, το όχημα της επόμενη ημέρας που παλεύουμε να οικοδομήσουμε μπορεί να είναι αριστερό, μπορεί να είναι αντικαπιταλιστικό, θα πάψει όμως να αποτελεί την πτέρυγα του κινήματος.
Ορισμένα στοιχεία για τη δράση μας στο κίνημα- “Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης”, ή αλλιώς “γιατί η θέληση από μόνη της δεν κουνάει βουνά”
Η διαλεκτική του συγκεκριμένου και του αφηρημένου είναι η βασική επιστημονική μέθοδος που υιοθετεί η μαρξιστική σκέψη για να μπορέσει να αναλύσει τον κόσμο στην υλική του βάση. Σύμφωνα με αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει μια αφηρημένη έκφραση χωρίς την συγκεκριμένη μορφή της, και αντίστοιχα το συγκεκριμένο άπτεται κάποιων γενικών- πιο αφηρημένων τάσεων. Αυτή τη λογική λοιπόν, απόρροια της οποίας αποτελεί και η λενινιστική “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης”, σαν οργάνωση οφείλουμε να την αναπτύξουμε- καθότι αποτελεί τη βασική κριτηριακή λογική που πρέπει να μας διέπει όταν χαράσσουμε τακτική, μεθοδολογία και πρακτική.
Ο Λούκατς πολύ εύστοχα θα αναφέρει: “Η θεωρητική του διαύγεια [σσ. του ηγετικού κόμματος του προλεταριάτου] έχει επομένως αξία μόνο όταν δεν παραμένει στην γενική, την απλή ορθότητα της θεωρίας, όταν δεν είναι δηλαδή μονάχα θεωρητική, αλλά αφήνει πάντοτε τη θεωρία να φτάσει στο αποκορύφωμα της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, όταν η θεωρητική ορθότητα αντιστοιχεί πάντα στο νόημα της συγκεκριμένης κατάστασης”3. Κατ’ αυτή την έννοια, για την επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει αξιακή τοποθέτηση που να επιβεβαιώνεται μόνο από τον εαυτό της. Και αυτό διότι μια τοποθέτηση, όσο αξιακά/ ηθικά ορθή και αν είναι- εάν δεν λαμβάνει υπόψη της τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα από τις οποίες αναπτύσσεται η ταξική πάλη με τις καμπές και τις υφέσεις της (και άρα την όξυνση αλλά και την υποχώρηση σαν βασικά συστατικά στοιχεία της επαναστατικής τακτικής)- καταλήγει σε κενό γράμμα, αν όχι σε έναν άκριτο βολονταρισμό. Η δημιουργική προώθηση και ανάπτυξη της γραμμής μας δεν υπηρετείται κατ αυτόν το τρόπο από θέσφατα, αλλά από την ενότητα της θεωρίας με την πράξη. Μόνο έτσι μπορούμε να αναπτύξουμε αλλά και να επανεξετάζουμε τα μεθοδολογικά μας εργαλεία, όταν από κάθε συγκεκριμένη κατάσταση μπορούμε να εξάγουμε τα αναγκαία εκείνα συμπεράσματα που θα ενισχύουν σε κάθε στιγμή τη δράση μας και δεν θα την καθηλώνουν.
Αυτή λοιπόν θεωρούμε πως ήταν και η λογική που καθόρισε τη δράση μας μέσα στο κίνημα το τελευταίο διάστημα. Ενδεικτικά, η στάση που κρατήσαμε στην πρώτη περίοδο της πανδημίας και του lockdown ήταν αυτή που μας έκανε να υπερβούμε αντιφάσεις που ταλάνιζαν τις υπόλοιπες δυνάμεις το κινήματος- από την αριστερά μέχρι και την αναρχία. Το “Μένουμε Ενεργοί” αποτέλεσε μάχιμη πολιτική πρόταση ακριβώς επειδή συνοδεύτηκε με μια στάση πολιτικής ανυπακοής. Κρίναμε ότι έπρεπε λοιπόν να επιλέξουμε τις μάχες μας, να αξιοποιήσουμε εναλλακτικές μορφές πάλης και παρέμβασης, αλλά και να προτάξουμε ένα περιεχόμενο που δεν θα έμενε στα στενά όρια του “σπάσιμου του lockdown” σαν αυτοσκοπό- κάτι το οποίο δυνάμει τροφοδοτούσε και αντιδραστικές λογικές (βλ. autonome antifa).
Αντίστοιχα πρέπει να εξετάσουμε και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αναπτυχθεί το φοιτητικό κίνημα την περασμένη χρονιά. Σε μια συνθήκη, όπου οι σχολές ήταν κλειστές και οι διεργασίες εντός των πανεπιστημίων είχαν παγώσει επιλέξαμε σε πρώτη φάση να αξιοποιήσουμε το κείμενο υπογραφών ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία και την τηλεκπαίδευση σαν ένα όχημα μαζικής παρέμβασης με σημαντικά αποτελέσματα ως προς την μαζικότητα- συγκεντρώνοντας χιλιάδες υπογραφές και δίνοντας ένα πρώτο εξώστρεφο μήνυμα προς την κυβέρνηση. Η συνέχεια, με τις κινητοποιήσεις κάποιων εκατοντάδων φοιτητών στην πλατεία Κοραή, αποτέλεσαν μια υλική αναπαράσταση που κατάφερε να εμπνεύσει τον κόσμο και να οδηγηθούμε το επόμενο διάστημα στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις. Αυτή η κίνηση μπόρεσε να πυροδοτήσει τις κινηματικές διεργασίες ακριβώς επειδή α) εδράστηκε πάνω σε ένα υπαρκτό ρεύμα δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης στη νεολαία, που ωστόσο δεν είχε χώρο έκφρασης β) ακολούθησε μιας αντίστοιχης πολιτικής προετοιμασίας σε επίπεδο κοινωνικής απεύθυνσης, αξιοποιώντας τους μαζικούς φορείς του κινήματος, γ) συνοδεύτηκε από την αναγκαία προσπάθεια από πλευράς μας της πολιτικής συσπείρωσης στην κατεύθυνση της ανατρεπτικής κοινής δράσης των δυνάμεων του κινήματος δ) μπόρεσε να ξεχωρίσει την κατάλληλη εκείνη στιγμή όπου οι συνθήκες την ευνοούσαν, ξεχώρισε τις αιχμές εκείνες που μπορούσαν να συμπυκνώσουν την οργή της νεολαίας. Αυτά τα κριτήρια ήταν που διαφοροποίησαν τη δράση μας από άλλες ηρωικές μεν- ατελέσφορες δε πρακτικές, κυρίως από την πλευρά της αναρχίας και της αυτονομίας (βλ. κατάληψη κάτω Πολυτεχνείου 2020).
Με έναν αντίστοιχο τρόπο οφείλουμε να εξετάσουμε όμως και το ζήτημα της οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος μέσα στην καραντίνα, ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει αρκετά την κουβέντα μέσα στο κίνημα- κατά βάση για να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε τους αναγκαίους πολιτικούς στόχους στο σήμερα. Ο τρόπος που οργανώθηκε το φοιτητικό κίνημα μέσα κυρίως από τα ΔΣ και τους συντονισμούς αυτών, αποτελεί μια προβληματική που έχουμε αναγνωρίσει σαν οργάνωση, και φάνηκε κιόλας από ένα σημείο και έπειτα πως δεν μπόρεσε να συμβάλει στην κλιμάκωση του αγώνα. Αυτό το οποίο όμως εξ ίσου δεν πρέπει να χάνουμε από την εξίσωση είναι πως ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης ανταποκρινόταν στο πολιτικό επίπεδο και τα πολιτικά όρια του ίδιου του φοιτητικού κινήματος. Θα ήταν εύκολο να θαμπωθούμε από την μαζικότητα των κινητοποιήσεων και να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα πως αυτό που έλειπε ήταν η μορφή. Η αποτυχία όμως για διεξαγωγή μαζικών Γενικών Συνελεύσεων αποτελεί την απόδειξη του αντιθέτου. Απόδειξη αποτελούν προφανώς και μορφές δράσης που υιοθέτησε ο α/α χώρος με τις καταλήψεις των πρυτανειών στην Αθήνα- κινήσεις που κυμαίνονταν στο φάσμα της φαιδρότητας και του οπορτουνισμού. Αναγνωρίζοντας όμως πως τα όρια του περσινού κινήματος ξεπερνάνε κατά πολύ την πολιτική βούληση, την τάδε ή τη δείνα πολιτική πρωτοβουλία που πήρε (ή δεν πήρε) η κάθε οργάνωση (συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας), οφείλουμε να βάλουμε το μαχαίρι πιο βαθιά στο κόκκαλο. Τα πολιτικά όρια ξεπερνιούνται με πολιτικές τομές, και όχι με colpo grosso, και ακριβώς επειδή η οργάνωση του φοιτητικού κινήματος ανταποκρίνεται σε κάθε φάση στο επίπεδο της συνείδησης του υποκειμένου εντός του, οι προβληματικές μορφές οργάνωσης πρέπει να υπερβαίνονται με την συνεχή προσπάθεια της ανόδου της πολιτικοποίησης, και όχι να απορρίπτονται επί της αρχής, εδικά όσο ακόμα και αυτές αντικειμενικά συνεισφέρουν στην πολιτική έκφραση μιας κίνησης με μαζικά χαρακτηριστικά. Μόνο έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε το κίνημα ως μια- συν τις άλλοις- διαδικασία διαπαιδαγώγησης των μαζών και άρα το πεδίο εκείνο που παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτικού υποκειμένου.
Για την αναγκαία στροφή (και όχι φυγή) στη στρατηγική
Ιδιαίτερη συζήτηση πρέπει να γίνει πάνω στο ζήτημα- πέρα από τη διαμόρφωση- και της σχέσης των επιπέδων του επαναστατικού υποκειμένου, του αντικαπιταλιστικού πόλου και του κομμουνιστικού κόμματος-οργάνωσης. Όπως σαφώς έχουμε διακρίνει, τα επίπεδα του υποκειμένου (κόμμα- μέτωπο- κίνημα) δεν είναι ξεκομμένοι, ομόκεντροι κύκλοι που ο ένας παρεμβαίνει στον άλλον. Τασσόμαστε αποφασιστικά ενάντια στη λογική, λόγου χάριν, ότι το κίνημα είναι για την καθημερινή πάλη και το κόμμα για να δίνει τις πολιτικές απαντήσεις και τη στρατηγική. Παρόλα αυτά, πολλές φορές στην πρακτική μας τείνουμε να τα αποκόβουμε, με πιο εμφατικό και σημαντικό παράδειγμα, το πως αντιμετωπίζουμε τη σχέση του αντικαπιταλιστικού-μεταβατικού προγράμματος με την προσπάθεια για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα.
Αυτή μας η προσπάθεια έχει δύο πλευρές εξίσου σημαντικές. Αφενός, εξυπηρετεί και ενισχύει την ανώτερη στρατηγική παρέμβαση μας σε πρωτοπόρους αγωνιστές και ρεύματα που έχουν ανώτερα ερωτήματα και αναζητήσεις, που ψάχνουν μια άλλη εναλλακτική απέναντι στο σαθρό καπιταλιστικό σύστημα και την κρίση του. Είναι σημαντικός παράγοντας για να συγκεντρωθεί η ριζοσπαστικοποίηση που γεννάται στη νεολαία (και όχι μόνο) σε ένα άλλο κοινωνικό υπόδειγμα, το ‘ΩΣ ΕΔΩ’ να γίνει θετική πρόταση. Παράλληλα, συμβάλει στη σύνδεση των νέων κομμουνιστών και των μελών μας με την ιστορία της ταξικής πάλης, με τον ανατρεπτικό λαϊκό πολιτισμό, με την οικοδόμηση μιας άλλης στράτευσης, που γεννά ανθρώπους ταγμένους στην υπόθεση της εργατικής τάξης και όχι απλά πρωτοπόρους κοινωνικούς αγωνιστές (κυρίως στο χώρο των πανεπιστημίων), φυσιογνωμία που ακόμα σε πλευρές μας χαρακτηρίζει.
Αφετέρου, η ενίσχυση της στρατηγικής και η ανώτερη συγκρότηση του κομμουνιστικού προγράμματος μπορεί να ενισχύσει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, να του δώσει άλλο βάθος και ποιότητα. Κύρια πλευρά είναι η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της αριστεράς από την αστική πολιτική, που σε διάφορα πεδία στην προηγούμενη φάση διακυβεύτηκε. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη στάση του ΚΚΕ και της ΛΑΕ στα εθνικά ζητήματα και τα ελληνοτουρκικά, τη στάση δυνάμεων στην πρώτη φάση της πανδημίας και το αφήγημα “Θα λογαριαστούμε μετά”, το ζήτημα της διαχείρισης του αστικού κράτους και η προσκόλληση στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο του 2015 κλπ. Επιπλέον, διευρύνονται με αυτό τον τρόπο τα πεδία του αντικαπιταλιστικού προγράμματος (πχ. Το ζήτημα της περιβαλλοντικής κρίσης) και ενισχύονται με θετικές πλευρές. Εδώ βρίσκεται και η πολιτική αξία της κίνησης που κάνουμε, η αξία της στην πολιτική διαπάλη που γίνεται στο ιστορικό παρόν και όχι σε κάποιο μακρινό ή/και “ουτοπικό” μέλλον- πλευρά που με όρους πολιτικής πρακτικής υποτιμάται.
Η υποτίμηση αυτής της πλευράς μπορεί να επιδράσει με αρνητικό τρόπο στην όλη διαδικασία, το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα θα τείνει να είναι ένα υπεριστορικό αξίωμα, μόνο που ο μαρξισμός και ο επιστημονικός σοσιαλισμός αποστρέφονται τα δόγματα. Καθήκον μας είναι η κίνηση για το κόμμα να είναι κομμάτι της καθημερινής ζωής και της πάλης των χιλιάδων εργαζόμενων και νέων, ο κομμουνισμός να γίνει κίνημα των μαζών για ακόμη μια φορά μετά τον 20ο αιώνα. Πέρα όμως από το πρόγραμμα, τη σχέση με τις αντιφατικές πρωτοπορίες και τα αντικαπιταλιστικά αντανακλαστικά των μαζών, το ρίζωμα στις λαϊκό κόσμο, χρειάζεται και κάτι άλλο. Μια πιο συγκεκριμένη συζήτηση για το πως θα είναι αυτό το κόμμα, ώστε να εξυπηρετεί αυτές τις στοχεύσεις και πως από το ΝΑΡ και τη νΚΑ του σήμερα μπορούμε να φτάσουμε εκεί. Σε αυτήν τη συζήτηση προκύπτουν και επιμέρους ιδιαίτερα θέματα, που όμως έχουν βαρύνουσα σημασία, όπως για παράδειγμα η σχέση κόμματος και νεολαίας.
Βασική και καθοριστική πλευρά σε αυτό το ζήτημα είναι τα πολιτικά κριτήρια, που διαπερνώνται από στρατηγικές υφές και επιδιώξεις, άρα εν μέρει οφείλουν να αποτελούν και ταυτοτικά στοιχεία:
- Η οργάνωση είναι μέσο, είναι μεταβατική δομή προς το κόμμα και την ανώτερη συγκρότηση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, όπως αυτή διαμορφώνεται από την ιστορική κίνηση της ίδιας της τάξης. Αντίθετα, το κόμμα είναι μέσο, αλλά είναι και σκοπός, καθώς αποτελεί τον κοινωνό της ιστορικής και ταξικής συνείδησης, της χειραφετητικής δυνατότητας των μαζών, αλλά με καθολικό τρόπο το αναδεικνύει η τάξη. Είμαστε ακόμα οργάνωση ακριβώς γιατί στα πεδία της ταξικής πάλης είμαστε πλευρά της πρωτοπορίας και όχι καθολική έκφρασή της, στην ιστορική κίνηση της τάξης υπάρχουμε σε πλευρές και στιγμές, ή εγκλωβιζόμαστε σε μερίδες της. Αυτό πολιτικά αποτυπώνεται στην ύπαρξη εκτός των γραμμών και της επιρροής μας διάχυτου πρωτοπόρου δυναμικού, το οποίο μάλιστα πολλές φορές (και ορθώς) συγκεντρώνουμε με διάφορες θεματικές πρωτοβουλίες συσπείρωσης.
- Η κεντρικότητα του ρόλου της εργατικής τάξης: Πυρήνας, κεντρικός παίχτης του υποκειμένου της ανατροπής και εν δυνάμει φορέας της δυνατότητας οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας είναι η εργατική τάξη, η οποία στην δυναμική και διαλεκτική ανάπτυξη της ταξικής πάλης οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες. Το κόμμα είναι μέσα στην εργατική τάξη, δηλαδή κομμάτι της. Δεν είναι φράξια μέσα στην τάξη, δεν είναι μια απογειωμένη πρωτοπορία. Ειδάλλως, είναι καταδικασμένο από πολιτικός φορέας ανατροπής και πάλης για μια άλλη κοινωνία να μετατραπεί σε εξωτερικό παρατηρητή και διανοούμενο, να πάρει διαζύγιο από τη γνωστή ρήση του Μαρξ: “Ερμηνεύουμε τον κόσμο, για να τον αλλάξουμε!”. Η τραγική κατάληξη της αριστεράς και της μαρξικής διανόησης του 20ου αιώνα είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως γλαφυρά ακτινογράφησε ο Perry Anderson το Δυτικό Μαρξισμό στο ομώνυμο έργο του, ή o Razmig Keucheyan στο “Αριστερό Ημισφαίριο”. Αξίζει να κρατήσουμε σαν εμπειρία τι σήμανε η απόσχιση της επαναστατικής θεωρίας από την πράξη των μαζών.
- Όταν ο Λούκατς έγραφε το βιβλίο του “Η σκέψη του Λένιν” προσπαθούσε να σκιαγραφήσει τα βασικά σημεία της λενινικής αντίληψης για την επαναστατική πολιτική. Στο κομμάτι λοιπόν για το κομμουνιστικό κόμμα αναφέρει: “Η σκέψη του Λένιν, όσον αφορά την οργάνωση έχει κατά συνέπεια, σαν απαραίτητους πόλους την πιο αυστηρή επιλογή των κομματικών μελών σε σχέση με την προλεταριακή ταξική συνείδηση και την ολόπλευρη αλληλεγγύη και υποστήριξη όλων όσων υφίστανται καταπίεση και εκμετάλλευση στην καπιταλιστική κοινωνία.”3. Αυτό το σημείο είναι καθοριστικό από δύο απόψεις, που σαν κληρονομιά πρέπει να κρατήσουμε από τους μπολσεβίκους. Αφενός, παίρνει διαζύγιο από τον ακραίο και στείρο εργατισμό, αντιλαμβάνεται ότι μαζί με την εκμετάλλευση ο καπιταλισμός σημαίνει και καταπίεση, με τρόπο που δημιουργεί από διάφορες οδούς ανισόμετρη ανάπτυξη των συνειδήσεων. Αφετέρου όμως, αντιλαμβάνεται την πρωταρχικότητα της εκμετάλλευσης, θέτει ζήτημα σαφούς ηγεμονίας της εργατικής τάξης, γεγονός που έχει σημασία τόσο εκτός του κόμματος (κοινωνικές συμμαχίες), αλλά κυρίως και εντός.
- Με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, κόντρα στις μεταρρυθμιστικές διεξόδους: Αυτό το σημείο έχει δύο στοιχεία που οφείλουμε να κρατήσουμε. Πρώτον, η ιστορική πεποίθηση και η επιστημονική απόδειξη της σημασίας της επανάστασης. Άρα και η προετοιμασία του κόμματος, ως βασικού πολιτικού, ιδεολογικού, πολιτισμικού, αξιακού και οργανωτικού κέντρου μιας τέτοιας προσπάθειας. Δεύτερον, η βαθιά πεποίθηση ότι παρά την επέλαση του κεφαλαίου και την αντεπανάσταση που συντελείται από πλευράς του, η δομική κρίση του καπιταλισμού γεννά τις δυνατότητες για την ανατροπή του. Η εποχή μας μπορεί και πρέπει να γίνει εποχή επαναστάσεων! Απαιτείται σαφής ανάγνωση του συσχετισμού, της εξέλιξης της κρίσης, της κατάστασης της τάξης και των κινήσεών της κλπ για τη χάραξη επαναστατικής τακτικής.
- Τέλος, λειτουργία που να εξασφαλίζει τη δημοκρατική και βαθιά συζήτηση στο εσωτερικό γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι έργο μιας πρωτοπορίας, αλλά έργο της τάξης όταν ανυψώνεται σε τάξη για τον εαυτό της, έτσι η παραγωγή επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής δεν είναι έργο μιας ηγεσίας, ή μιας ομάδας που κατέχει την απόλυτη αλήθεια, αλλά έργο της συλλογικής επεξεργασίας της πρωτοπορίας συνολικά, με τις αντιφάσεις και τις μερικότητες να είναι μερικές φορές αναγκαίο κακό. Που να εξασφαλίζει την ενότητα στη δράση και την εξώστρεφη στάση, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να υπερβούμε τον κατακερματισμό της τάξης και την πολυδιάσπαση του κινήματος. Που να εξασφαλίζει τη συγκέντρωση δυνάμεων πολιτικά και οργανωτικά, πάνω στα κρίσιμα πεδία της ταξικής πάλης, με ιεράρχηση και διάταξη, και όχι την απλή διάχυση των κομμουνιστών σε κοινωνικούς αγώνες και μέτωπα.
Ένα κόμμα που να εξασφαλίζει τη πάταξη της γραφειοκρατίας. Για να απαντήσουμε σε αυτό αρκεί να θυμηθούμε την αντίληψη του Λένιν για το ρόλο του μέλους ενός κομμουνιστικού κόμματος, αντίληψη που ήταν ακρογωνιαίος λίθος στη σκέψη του για το Κόμμα Νέου Τύπου και για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, τα οποία σα μορφές ιστορικά εκφυλίστηκαν. Το μέλος του κόμματος πρέπει προς τα έξω, προς την εργατική τάξη να είναι φορέας της αντίληψης και της γραμμής του κόμματος και προς τα μέσα, προς το κόμμα, φορέας της διεκδικητικότητας και της διάθεσης των μαζών, της γενικής διάθεσης της τάξης του. Οφείλουμε να μελετήσουμε αυτό το σκεπτικό, γιατί πέρα και πάνω από όλα τα άλλα ξεκαθαρίζει ότι η γραφειοκρατικοποίηση και η αυτονόμηση της πρωτοπορίας, ή η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, η διάχυσή της στο κίνημα, δεν είναι οργανωτικό ζήτημα, αλλά το πολιτικό ζήτημα της επαφής με την τάξη!
Προφανώς υπάρχουν οργανωτικές δικλείδες ασφαλείας, όπως η εναλλαγή σε χρεώσεις, η εξασφάλιση ισότιμου διαλόγου κλπ, αλλά δεν υπάρχει συζήτηση για μοντέλο λειτουργίας έξω από το πλαίσιο που καλείται να δράσει και τους στόχους που θα εξυπηρετήσει. Είναι λάθος ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός (όπως και άλλα μοντέλα) να κρίνεται από το πως εφαρμόστηκε στα χρεοκοπημένα ΚΚ της Δύσης στα τέλη του 20ου αιώνα, γιατί η βάση του εκφυλισμού ήταν η κρίση έλλειψης στρατηγικής και η πολιτική χρεοκοπία του κομμουνιστικού κινήματος και όχι απλά οι σκιερές σκοπιμότητες μιας κακιάς ηγεσίας.
Χρειάζεται επίσης μια αναφορά στη σχέση νεολαίας και εργατικής τάξης, καθώς πάνω εκεί πατάει η σχέση κόμματος και κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας. Στην ιστορική περίοδο που διανύουμε βλέπουμε μια όλο και πιο στενή σχέση της νεολαίας με την εργατική τάξη, είτε γιατί καλείται να στελεχώσει την παραγωγή από πιο μικρές ηλικίες είτε από την άποψη προοπτικής. Αυτό μπορεί να ενισχύσει την προσπάθειά μας για εργατική ηγεμονία στους νεολαιίστικους αγώνες. Παράλληλα όμως, διαμορφώνει προϋποθέσεις για ένα πιο νεανικό και μαζικό κόμμα που οφείλει να είναι ο κύριος πολιτικός φορέας οργάνωσης της τάξης. Την ίδια στιγμή είναι επιτακτική ανάγκη η νεολαία να προσανατολίζει τη δουλειά της σε πιο μικρές ηλικίες και να γειωθεί στην γκρίζα ζώνη που διαμορφώνεται και διευρύνεται τα τελευταία χρόνια, γύρω από την ανειδίκευτη εργατική νεολαία, τους νέους ανέργους, τις λαϊκές γειτονιές, την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια.
Με βάση αυτά λοιπόν οφείλουμε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη σήμερα. Όχι με την αυταπάτη ότι ακολουθώντας έναν τσελεμεντέ θα γίνουμε το σύγχρονο, εργατικό, κομμουνιστικό κόμμα, αλλά να είμαστε σίγουροι και σίγουρες ότι αν αυτά τα κριτήρια δε διέπουν τη λογική μας, τόσο σαν πολιτικός στόχος όσο και σαν οργανωτική συγκρότηση, δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε βήματα μετασχηματισμού σε μια άλλη οργάνωση. Ούτως ώστε από ρεύμα, που πατάει κυρίως πάνω στους αγώνες της νεολαίας, της νέας βάρδιας και ορισμένων κομματιών της τάξης, να γίνουμε ανώτερη κομμουνιστική οργάνωση μεταβατική προς το κόμμα, συλλογικός διανοούμενος που να προσπαθεί συνεχώς να προσεγγίζει την ιστορική κίνησή της τάξης.
Αντί επιλόγου
Είμαστε πράγματι μπροστά σε ένα δύσκολο και ενδιαφέρον σταυροδρόμι. Πρέπει να δούμε κατάματα τα όρια και τις δυνατότητές μας. Αλλά με τρόπο που να διέπεται από την πεποίθηση ότι η επαναστατική ανατροπή είναι στον ιστορικό μας ορίζοντα, με την αγωνία της πάλης για την καθολική απελευθέρωση του ανθρώπου, με αυτήν την επαναστατική φλόγα που βρίσκει κανείς τόσο στα κείμενα και τα γραπτά των κομμουνιστών του προηγούμενου αιώνα, όσο και στο βλέμμα των αγωνιστών και αγωνιστριών που με αυταπάρνηση στελεχώνουν τα κινήματα και τις εξεγέρσεις του σήμερα. Μια φλόγα- που είτε με έναν πιο συνειδητό είτε πιο αυθόρμητο τρόπο αναβλύζει από την ίδια την αντίληψη για την επικαιρότητα της επανάστασης. Το συνέδριό μας οφείλει να αποτελέσει μια τομή, μια τομή που δεν πρέπει να φοβηθούμε. Αν κάτι έχουμε μάθει καλά είναι ότι εμείς παλεύουμε για να αλλάξουμε την τάξη, αλλά και η πορεία της ταξικής πάλης να αλλάζει εμάς. Μόνο έτσι σφυρηλατούνται συνειδήσεις, μόνο έτσι αναδεικνύονται οι πρωτοπορίες, μόνο έτσι μπορούν να γεννηθούν οι επαναστάσεις του αύριο. Μόνο έτσι δένεται τ’ ατσάλι…
- Ντανιέλ Μπενσαΐντ- Η επαναστατική στρατηγική σήμερα
- Ερνέστ Μαντέλ- Για το επαναστατικό κόμμα
- Γκέοργκ Λούκατς- Η σκέψη του Λένιν