Εισήγηση του Αλέκου Αναγνωστάκη σε εκδήλωση του φεστιβάλ “Αναιρέσεις”, Πάτρα, Ιούνιος 2012.
Κρίση, επιστημονική – τεχνολογική έκρηξη: Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του. Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας διαμορφώνεται και ο ίδιος παράλληλα με τον αγώνα εντός της μετασχηματιζόμενης σχέσης ανθρώπου – φύσης
Κρίση, επιστημονική – τεχνολογική έκρηξη: Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του
“Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες”, υπογράμμιζε έντονα ο Μαρξ στο κομμουνιστικό μανιφέστο εκατό εξήντα δύο χρόνια από σήμερα. “Διαλύονται – συνέχιζε- όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις και όλες οι καινούριες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Κάθε τι κλειστό και σταθερό εξατμίζεται, κάθε τι ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντικρούσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους.”
Η σχέση αυτών των σκέψεων με την πραγματικότητα δοκιμάζεται στις ραγδαίες, απρόσμενες και απροσδόκητες εξελίξεις εντός της σε εξέλιξης καπιταλιστικής ύφεσης που ακολούθησε την κρίση που εκδηλώθηκε στα τέλη του 2007- 2008 .
Εδώ και πέντε περίπου χρόνια η ανθρωπότητα ζει στη δίνη μιας από τις τέσσερις μεγαλύτερες κρίσεις των αιώνων του καπιταλισμού που κλονίζει καταστάσεις και βεβαιότητες.
Μετά τέτοιου ιστορικού χαρακτήρα κρίσεις ο καπιταλισμός γίνεται άλλος από αυτόν που γνωρίζαμε. Η αστική δημοκρατία αλλάζει, οι Διεθνείς Σχέσεις μεταβάλλονται, η οργάνωση της εργασίας αλλάζει το εργατικό κίνημα, κάτω από την ιδιαίτερα βίαιη ταξική αναμέτρηση παίρνει άλλη μορφή και περιεχόμενο, η Αριστερά αλλάζει. Το ερώτημα είναι “προς τα που”; .
Η πρώτη μεγάλη κρίση, η κρίση του 1873 – 1895, συνδέθηκε με το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, την αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης, την ποιοτική και ποσοτική άνοδο του εργατικού κινήματος που συμπυκνώνεται στον επαναστατικό εργατικό αγώνα για το οκτάωρο.
Η κρίση του 1929 – 45 συνδέθηκε τελικά με την ανελέητη, μέσω πρωτίστως του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πάνω από όλα της εργατικής δύναμης. Συνδέθηκε επίσης με την “ολοκλήρωση” του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, την προώθηση του κεϊνσιανισμού – κράτους πρόνοιας που αποτέλεσε την πολιτική απάντηση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα που έβγαινε από τον πόλεμο ενισχυμένο και επικίνδυνο, παρά τη συντελούμενη μετάλλαξη προς μια πολιτική συνδιαχείρησης των κομμουνιστικών κομμάτων.
Η κρίση του 1973 – 85, στην ουσία κρίση της κευνσιανικής διαχείρισης του καπιταλισμού είχε σαν αποτέλεσμα όλοι οι κρίσιμοι δείκτες του καπιταλιστικού συστήματος (ποσοστό κέρδους, ρυθμοί συσσώρευσης και μεγέθυνσης του συστήματος κλπ.) να παρουσιάζουν πτωτική τάση και πάρα τα διαδοχικά νεοφιλελεύθερα και σοσιαλφιλελεύθερα πολιτικά κύματα των νεοσυντηρητικών αναδιαρθρώσεων των δεκαετιών του ’80 και του ’90 και τις συγκυριακές ανακάμψεις, οδηγήθηκαν στη σημερινή τέταρτη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού.
Η σημερινή κρίση μεταμορφώνει ποιοτικά και επιταχύνει την υπεραντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού που ζήσαμε. Απαιτεί, μέσα στην εξελισσόμενη ταξική πάλη, ραγδαίες και σοβαρές αλλαγές στο περιεχόμενο και τις μορφές άσκησης εργατικής πολιτικής από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά που δεν μπορούν πλέον να δρουν όπως πάντα και όπως συνήθως.
Η ουσιαστικότερη διαφορά ανάμεσα στην τωρινή κρίση και τις προηγούμενες έγκειται ακριβώς στο ότι εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον όπου οι δυνάμεις που αμφισβητούν την αστική κυριαρχία, έχουν την αντικειμενική τάση να αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο απ’ τις δυνάμεις της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Αυτή είναι η υλική βάση της δικιάς μας αισιοδοξίας.
Στην ουσία ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του. Τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί, ιδιοποιείται, διαστρέφει και ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του.
Το ορατό μέλλον μπορεί καλλίτερα να φωτίσει στο παρόν αυτή την εκτίμηση:
Σε λίγο διάστημα θα φυτεύουν μαζικά -ήδη γίνεται στη Γουατεμάλα- καλαμπόκι και με ένα “προγραμματισμένο” βακτήριο, προϊόν της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης βιοτεχνολογίας, θα παράγεται καύσιμο μηχανών. Με εκρηκτικές συνέπειες, όχι μόνο για τη γεωργία αλλά και για τη γεωστρατηγική σημασία χωρών.
Με μύκητες μπορούν να παράξουν εξαιρετικά λεπτές ίνες εκατό φορές πιο ανθεκτικές από το ατσάλι, που θα ανατρέψουν πολλά δεδομένα σε μεταφορές, συγκοινωνίες και οικοδομές.
Η τρισδιάστατη προγραμματισμένη εκτύπωση κρύβει μέσα της την ελπίδα για φτηνή, υψηλής ποιότητας κατοικίας για όλους, αλλά και την διατάραξη όλων των όρων οικοδομικής δραστηριότητας.
Η εφαρμογή της σύγχρονης φυσικής στην αποθήκευση και μεταφορά πληροφοριών αναταράσσει και πάλι τον όγκο αποθήκευσης τους, την ταχύτητα μεταφοράς τους, με τεράστιες επιπτώσεις στην ταχύτητα ροής του κεφαλαίου, στην επικοινωνία των ανθρώπων, στην οργάνωση και εκμετάλλευση της εργασίας.
Η διείσδυση “στον πιο κοντινό και ταυτόχρονα στον πιο μακρινό ως πρόσφατα κόσμο”, στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στο εσωτερικό της γης, δημιουργεί νέους ποιοτικά διαφορετικούς όρους στην ιατρική και στο μετασχηματισμό της φύσης.
Η δημιουργία και εφαρμογή μαγνητικών πεδίων επιτρέπει την μετακίνηση άμεσα “ιπτάμενων” τρένων και μεσοπρόθεσμα αυτοκινήτων με τεράστιες ταχύτητες και μικρότερα ποσά καυσίμων.
Φτάνει επομένως να δει κανείς αυτή τη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της διανοητικής εργασίας στην παραγωγή, σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου.
Να δει κανείς τη χωρίς προηγούμενο κλοπή του χρόνου εργασίας και ζωής από τους καπιταλιστές σε σχέση με το χρόνο που απελευθερώνει η επιστήμη και η εργασία.
Να δει τη δυνητική ποιότητα του ίδιου του χρόνου εργασίας, σε σχέση με την αποξενωτική ηλεκτρονική αλυσίδα διευθέτησης του από τους καπιταλιστές.
Τις νέες δυνατότητες μετασχηματισμού της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση σε σχέση με τη βάρβαρη καπιταλιστική διαχείριση των βιοτεχνολογικών επαναστάσεων.
Να δει τη σημερινή αλλά και την προοπτική της ίδιας της παραγωγικότητας σε σχέση με την πολιτική απόσπασης υπεραξίας, την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Παρατηρώντας όλα αυτά μπορεί να συμπεράνει πως “τα νέα σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά άλματα στη δυναμική τους εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις ποιοτικές μεταβολές στις παραγωγικές (και πολιτικές) σχέσεις περιέχουν εντός τους την τάση να προκαλούν νέες βαθύτερες αναστατώσεις και κρίσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, νέους όρους για βαθύτερους κλονισμούς της αστικής κυριαρχίας, να διαμορφώνουν προϋποθέσεις για «νέους γύρους» εργατικής αμφισβήτησης”.
Από την άποψη της εκμετάλλευσης της εργασίας, η έκρηξη της επιστήμης και της τεχνικής οδηγεί σε νέου τύπου αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, με «παράδοξες» επιδράσεις. Απ’ τη μια αυξάνει την εκμετάλλευση, απ’ την άλλη διαμορφώνει προϋποθέσεις βαθύτερης διαταραχής της. Απ’ τη μια αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας, απ’ την άλλη μακροπρόθεσμα προκαλεί κρίση στη δυναμική της: Το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά σε νέα μέσα παραγωγής (και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας) τείνει να είναι όλο και μεγαλύτερο απ’ το τμήμα που επενδύεται σε ζωντανή εργασία, η οποία αποτελεί τη μοναδική πηγή υπεραξίας. Επομένως αυξάνεται το επενδυόμενο σταθερό κεφάλαιο ανά εργάτη. Εντείνεται δηλαδή η τάση παραπέρα μείωσης της ποσότητας της ζωντανής εργασίας σε σχέση με την ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που αυτή βάζει σε κίνηση. Άρα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της αύξησης. Έτσι, μακροπρόθεσμα, η αύξηση της παραγωγικότητας προκαλεί κρίση στους ρυθμούς αύξησης, στη «δυναμική» της σχετικής υπεραξίας. Κατά προέκταση διαμορφώνει συνθήκες κρίσης στην αύξηση του ποσοστού και τελικά στη μάζα της υπεραξίας και γενικότερα των κερδών.
Εντέλει η σημερινή εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης της τεχνικής, των παραγωγικών δυνάμεων γενικότερα απ’ τη μια βρίσκεται σε αντιστοιχία με το καπιταλιστικό σύστημα, απ’ την άλλη τείνει να έρχεται σε βαθύτερη αναντιστοιχία, και σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο σύγκρουσης μαζί του.
Η επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη
Η επιστήμη λοιπόν, αυτό το «προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της», που «καθορίζεται εν μέρει από τη συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων» (Κ. Μάρξ).
Η πνευματική παραγωγή που είναι εγγενώς κοινωνική -εφόσον αποτελεί πόρισμα όλης της προγενέστερης δραστηριότητας της κοινωνίας- δημιουργική συσσώρευση, επεξεργασία, γενίκευση και επανανοηματοδότηση του ανθρώπινου πολιτισμού, μετατρέπεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα σε άμεση παραγωγική δύναμη. Ως τέτοια υποτάσσεται καθολικά στο κεφάλαιο το οποίο ιδιοποιείται τελικά τα προϊόντα και δημιουργήματα της.
Επιστήμη και δημιουργήματα της ιδιοποιούμενα από το κεφάλαιο επανασταστικοποιούνται και ταυτόχρονα διαστρέφονται και φρενάρονται.
Ως γνωστό για το Μαρξ, στην εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, η βασική αρχή της οργάνωσης της εργασίας είναι η συνεχής αντικατάσταση της εργασίας από μηχανικές λειτουργίες (λειτουργίες του συστήματος των μηχανών).
Στη μανιφατούρα το μέσο εργασίας και η εργατική δύναμη αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα: ο εργάτης κατέχει ένα σύνολο δεξιοτήτων και γνώσεων που είναι απαραίτητο στη χρησιμοποίηση του εργαλείου. Η μανιφατούρα κατά συνέπεια, φέρνει σε σχέση εργάτες και μόνο μέσω αυτών φέρνει σε σχέση μέσα παραγωγής.
Στη βιομηχανική εποχή «Η παραγωγική διαδικασία προβάλει όχι σαν υποταγμένη στην άμεση επιδεξιότητα του εργάτη, αλλά σαν τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης.
Άρα η τάση του κεφαλαίου είναι να δίνει επιστημονικό χαρακτήρα στην παραγωγή και η άμεση εργασία υποβαθμίζεται σε απλό συνθετικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας» (Καρλ Μαρξ – Grundrisse τόμ. 2, σελ. 533 ).
Η εκμηχάνιση μετατρέπει τη σχέση του εργάτη με τα μέσα εργασίας: η εργαλειομηχανή χωρίζει το μέσο εργασίας από τον άμεσο παραγωγό και εγκαθιδρύει μια νέα ενότητα, που είναι η ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας. Έτσι, ο εργάτης χάνει την Ικανότητα να βάζει σε λειτουργία μόνος του τα εργαλεία της κοινωνικής εργασίας. Χάνει τη δεξιότητα της τέχνης του μια κι αυτή δεν αντιστοιχεί πια στο χαρακτήρα των μέσων παραγωγής.
Μαζί με το εργαλείο περνάει από τον εργάτη στη μηχανή και η δεξιοτεχνία του χειρισμού του.
Η νέα ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας επιτρέπει στην επιστήμη να γίνει άμεσα παραγωγική δύναμη ανεξάρτητη από την εργασία των άμεσων παραγωγών και επιτρέπει την οργάνωση των μέσων εργασίας σε σύστημα μηχανών.
Επί κεφαλαιοκρατίας η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και η συνδεόμενη με αυτήν κλιμακούμενη υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, δεν επέρχεται γραμμικά και ακαριαία, αλλά κλιμακωτά και αντιφατικά. Συντελείται μέσω της θέσης και του ρόλου της στην τεχνική-τεχνολογική διαμεσολάβηση της εργασιακής επενέργειας στη φύση και στην κοινωνία. Μέσω αυτής της διαμεσολάβησης, επιτυγχάνεται η ενίσχυση, διεύρυνση και εμβάθυνση, διακρίβωση και η κοινωνικοποίηση των μέσων και των τρόπων αυτής της επενέργειας.
Η Επιστήμη ως κοινωνική πρακτική
Οι επιστημονικές παρεχόμενες γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας. Κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα κελεύσματα της αγοράς. Εντός αυτών των ορίων βαθαίνει η μερικότητα, η υπερειδίκευση- αποειδίκευση, η ενίσχυση των ταξικών φραγμών, η ταξική λογική και ρόλος της παιδείας.
Οι σπουδές, αντί να προσφέρουν πρόσβαση σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα, είναι περισσότερο ένα άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων, που θα αλλάζουν ευέλικτα με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις, δεν συνιστούν γνώση. Οδηγούν στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, δηλαδή της θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιον κόσμο καλείται να ζήσει .
Η αστική τάξη ακολουθεί μια ανομολόγητη αλλά αυστηρά σχεδιασμένη πολιτική πάνω στη γνώση και στην επιστήμη. Πολιτική που καθορίζεται από το γεγονός πως η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, η κοινωνία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν μπορεί να συνδεθεί με θετικές ελπίδες και επαγγελίες, να υποσχεθεί βελτιώσεις στη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας, να βρει σημεία επαφής με τις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες και δυνατότητες. Γι’ αυτό δεν προβάλλεται ως ο καλύτερος δυνατός κόσμος, αλλά ως ο μόνος δυνατός.
Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη ακαμψία των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών προτύπων, ερμηνεύει τη «φυματικότητα» και το εύκολο ξέφτισμα των σύγχρονων ιδεολογικών κατασκευών του αστισμού (τέλος ιστορίας, εργασίας, πολιτικής, ιδεολογιών – πόλεμοι πολιτισμών-μετακαπιταλιστική ή μεταβιομηχανική κοινωνία-κοινωνία γνώσης, πληροφορικής, τεχνολογιών – σύγχρονος αντικομουνισμός κλπ.). Απαντά στο γιατί «χωνεύτηκαν» τόσο γρήγορα οι θριαμβολογίες για τις καταρρεύσεις. (Η νίκη απέναντι σε μια καρικατούρα αντιπάλου δεν αποδεικνύει εξ ορισμού και την υπεροχή του νικητή).
Κάθε επιστημονικό πεδίο αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, συχνά καλυμμένο από αντιεπιστημονικές, θεοκρατικές η και σκοταδιστικές αντιλήψεις εντείνοντας τη σύγχυση και την αδυναμία των νέων ανθρώπων να κατανοήσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη ζωή.
Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν ένα πανόραμα της ζωής και της εξέλιξης του ανθρώπου. Μέσω αυτών θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε σημαντικές μορφές της ανθρώπινης κοινωνικής συνείδησης.
Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας διαμορφώνεται και ο ίδιος παράλληλα με τον αγώνα εντός της μετασχηματιζόμενης σχέσης ανθρώπου – φύσης από την οποία αποσπά τα προς το ζην. Σε επιστήμες κοινωνικού περιεχομένου όμως, παράλληλα με την αποσπασματικότητα, κεντρική ιδέα είναι η άποψη για την «αιώνια φύση του ανθρώπου». Η ανθρώπινη φύση, δήθεν, είναι που οδηγεί στην κοινωνικότητα, στην έμφυτη τάση της ανάγκης της θρησκείας. Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων προκύπτει από την ίδια τους τη φύση. Στη φύση δήθεν του Έλληνα είναι η δημοκρατία. Το κέρδος και η μεγιστοποίηση του εμφανίζονται σαν φυσική και φυσιολογική αναγκαιότητα όπου πηγή του είναι η εξυπνάδα, το ρίσκο, η επιχειρηματικότητα του επιχειρηματία που εμφανίζεται και σαν συντελεστής παραγωγής.
Έτσι ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν άνθρωπος πριν καν γίνει κοινωνικό ον και η φύση εμφανίζεται σαν «οπαδός» του καπιταλισμού.
Στη δε σχέση ατόμου κοινωνίας εμφανίζεται το άτομο να καθορίζει κυρίως την κοινωνία και όχι το αντίθετο.
Το κράτος εμφανίζεται όχι σαν ιστορικό δημιούργημα της αστικής τάξης – και επομένως στην υπηρεσία της – αλλά σαν εκφραστής της ομαλής λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων, των αναλλοίωτων και ενιαίων συμφερόντων της κοινής βούλησης των «πολιτών».
Στις ιστορικές επιστήμες κυριαρχεί η τεχνοκρατικά προσέγγιση, η ανερμήνευτη παράθεση γεγονότων, η απόκρυψη άλλων, η αποσπασματικότητα που αίρει τη δυνατότητα σφαιρικής προσέγγισης των γεγονότων, η πλήρης αποσιώπηση του ρόλου των τάξεων.
Στις θετικές επιστήμες το περιεχόμενο τους ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους. Ο πρώτος, ο κύριος, απορρίπτει στην πράξη τη γενίκευση των συμπερασμάτων των θετικών επιστημών, τις σφοδρές φιλοσοφικές τους επιδράσεις, την αξία της θεωρητικής τους προσέγγισης στα θεμελιακά προβλήματα του κόσμου. Και τις περιχαρακώνει στο πεδίο των ατράνταχτων δήθεν επιστημονικών, χειροπιαστών αποδείξεων τις οποίες όμως αποσπά από την καθημερινή πρακτική τους, ωφελιμότητα και εφαρμογή.
Ο άλλος πόλος τις συνδέει, πιο ορατά κατά περιόδους στη βιολογία και αστρονομία, με θεοκεντρικές κυρίως απόψεις για τη δημιουργία του σύμπαντος και του ανθρώπου. Ανάμεσα τους, σαν αναγκαίο κακό, εμφανίζονται απόψεις που τείνουν προς κάποιο έωλο, αναπόδεικτο και προς εξαφάνιση υλισμό.
Τα μαθηματικά, ο κλάδος που αντικειμενικά καλλιεργεί τη φαντασία και το συλλογισμό, που «δείχνουν τις σχέσεις των πραγμάτων από τη σκοπιά της τάξης, του αριθμού και της έκτασης» (Λένιν, Φιλοσοφικά Τετράδια) μετατρέπονται σε ένα ακατάληπτο σύνολο μυστηριακών φορμαλισμών ξεκομμένων από τη ζωή και τη φύση.
Στη φυσική και χημεία, η υλικότητα του κόσμου, η ενότητα και η αλληλουχία των φυσικών φαινομένων, η πολυμορφία των διαφόρων μορφών της ύλης και το ανεξάντλητο της, η σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ιστορικότητα αλλά και η χρησιμότητα των επιστημονικών μοντέλων, η επίδραση στη φιλοσοφία, δίνουν τη θέση τους στην άποψη ότι περίπου αυτή είναι η τελική άποψη της φυσικής, αποσπασματικά, σαν άθροισμα πληροφοριών, με αμφίβολη για τους διδασκόμενους την καθημερινή χρησιμότητα τους.
Η εξίσωση, η υποκατάσταση και η ανάμιξη της επιστημονικής γνώσης με τη μυθοπλασία, την αποσπασματικότητα και τη θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα βιβλίων και αναλυτικών προγραμμάτων.
Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ εισάγεται η ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή χρήσιμη είναι μόνο η επιστημονική γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές».
Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπτύσσει λοιπόν και ταυτόχρονα επιχειρεί να την οριοθετήσει, περιορίσει στα όρια των σκοπών και επιδιώξεων της.
Ωστόσο η ίδια η φύση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αέναη κίνηση, μια αέναη ανανεούμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. Η διαρκής κίνηση, η δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των σωματίων, η γένεση και το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, το επιβεβαιώνουν. «Το αιώνιο μυστήριο αυτής της φύσης στη αιώνια κίνηση της, στην αέναη κίνηση του χώρου, του χρόνου και του σύμπαντος, είναι η ίδια η δυνατότητα κατανόησής της.» Ο επιχειρούμενος επομένως περιορισμός της επιστήμης είναι ανέφικτος και μάταιος.
Κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου. Είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει «προφανή» και εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνωστικές κατακτήσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις. Δίχως αυτό το ταξίδι προς την ασυμπτωτική γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας να τελειώνει ποτέ αφού κάθε επιστημονική ανακάλυψη αποκαλύπτει νέες περιοχές άγνοιας, δημιουργεί νέες απαιτήσεις.
Η επιστήμη παραμένει φυσικά ανθρώπινο δημιούργημα και συνεπώς όχι αλάνθαστο. Μπορεί να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, δίχως όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Τα όρια και το περιορισμένο επομένως της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται στην ανάπτυξη των επιστημών.
Τα όρια και το πεπερασμένο υπάρχουν και ταυτόχρονα αναιρούνται για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί στην ασυμπτωτική συγκλονιστική πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η επιστήμη δεν είναι αυτόνομη περιοχή και ιδανικό βασίλειο του ορθού λόγου, τόπος καθαρής ορθολογικότητας.
Είναι κοινωνική πρακτική που συνδέεται οργανικά με την τεχνολογία, την παραγωγή, το σύνολο των υπερδομών. Υπηρετείται από επιστήμονες που φέρουν διαμορφούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις και κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία. Η επιστήμη είναι εσωτερικό πραγματικό στοιχείο αυτής της κάθε φορά κοινωνίας στην εξέλιξη της!
Γι αυτό στο χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων, οι κοινωνικές διεργασίες που προκαλούν, αποτρέπουν ή και συντηρούν, ανορθολογικούς, μη επιστημονικούς προβληματισμούς και πεποιθήσεις εμφανίζονται ως εγγενές στοιχείο πολλών επιστημονικών έργων. Η ίδια η επιστήμη δια επιστημόνων εκτρέφει και την άρνηση της! Εκτρέφει δηλαδή παλαιά και σημερινά ανορθολογικά ρεύματα .
Η εξέλιξη στην ανάπτυξη και χρήση των ατομικών όπλων, εκτός των άλλων πολιτικών προβλημάτων που θέτουν, τοποθετούν με ιδιαίτερο οξύ τρόπο το θέμα του ρόλου της επιστήμης στην εξέλιξη της κοινωνίας. Ωστόσο στην ασυμπτωτική πορεία για τη γνώση της αντικειμενικής φυσικής πραγματικότητας, οι ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα θα εμπεριέχουν πάντα τη δυνατότητα της καταστροφικής για τον άνθρωπο εφαρμογής. Κατανοώντας τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης, τη ρεαλιστική περίπτωση σφάλματος, το συσχετισμό μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας που υπάρχει μέσα της, το σημαντικότατο ρόλο στις δυνατές πρακτικές εφαρμογής της, δεν μπορούμε παρά να απορρίπτουμε αποφασιστικά οποιαδήποτε προσπάθεια υποταγής της επιστήμης και περιορισμού της επιστημονικής έρευνας, σε προκαθορισμένα από εξωεπιστημονικά κέντρα αποτελέσματα. «Τον άνθρωπο που τείνει να προσαρμόζει την επιστήμη σε μια άποψη η οποία προέρχεται όχι από την ίδια την επιστήμη (όσο και αν η τελευταία κάνει και λάθη), αλλά απ’ έξω, σε μια άποψη που επιβάλλεται από ξένα για την επιστήμη, εξωτερικά συμφέροντα, αυτόν τον άνθρωπο τον ονομάζω τιποτένιο», σημείωνε ο Μαρξ.
Μια τέτοια όμως απελευθερωμένη επιστήμη μπορεί να ζει σε μια αντίστοιχα απελευθερωμένη κοινωνία αφού «η επιστήμη μπορεί να παίξει τον πραγματικό της ρόλο μόνο μέσα στη Δημοκρατία της Εργασίας» (Ένγκελς). Ως τότε το εργατικό κίνημα και εντός του οι δικοί του επιστήμονες θα δίνουν το δικό τους αγώνα όχι για να περιορίσουν την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα, αλλά το αντίθετο. Για να περιορίσουν, ελέγξουν και τελικά εκμηδενίσουν το ρόλο και επίδραση σε αυτήν των τυφλών καπιταλιστικών δυνάμεων που αντιστρέφουν και διαστρέφουν το ρόλο της.
Το πολιτικό πρόβλημα επομένως για την Αριστερά δεν είναι οι αντιφάσεις του διανοούμενου και επιστήμονα. Είναι η ίδια η Αριστερά. Η οποία οφείλει να αναπτύσσεται οργανωτικά, προγραμματικά, γενικότερα πολιτικά, να αναπτύσσει την υλιστική φιλοσοφία, σύμφωνα με τις νέα εκρηκτικές ανακαλύψεις της επιστήμης και της τεχνικής. Εκεί θα βρίσκεται ο πυρήνας του ρόλου του επαναστάτη επιστήμονα και διανοούμενου. Αυτή θάπρεπε να΄ναι η προτροπή της Αριστεράς απέναντι και στους δικούς της οργανικούς διανοητές.
Όλοι οι άνθρωποι κατά τον Γκράμσι είναι διανοούμενοι με την έννοια πως έχουν τη δυνατότητα της σκέψης και σχηματισμού νοητικών σχημάτων για την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει. Δεν έχουν όμως όλοι την ικανότητα να ασκήσουν ορισμένες λειτουργίες σαν ειδική κοινωνική κατηγορία που κατέχει επιστημονικούς νόμους και χωρίς να περιορίζεται σε αυτούς, αρθρώνει γενικότερες θέσεις για την κοινωνία.
Με αυτή την έννοια δεν μπορεί όλοι να γίνουν διανοούμενοι.
Ο επιστήμονας, ως οργανικός διανοούμενος δεν περιορίζεται στη περιγραφή της επιστήμης του και της κοινωνικής ζωής μόνο σύμφωνα με τους ειδικούς επιστημονικούς κανόνες. Δεν αρθρώνει μόνο, μέσω της γλώσσας του πολιτισμού θέσεις, ερμηνείες και συναισθήματα που οι μάζες δυσκολεύονται να εκφράσουν για τον εαυτό τους. Κατακτά γενικές επιστημονικές γνώσεις για να υπηρετήσει ένα επιστημονικό πεδίο που με τη σειρά του το χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο στην προσπάθεια δόμησης μιας γενικής επιστήμης καθολικής ερμηνείας του φυσικού κόσμου και της κοινωνίας. Κύριο χαρακτηριστικό του δεν είναι η τοποθέτηση του στα διάκενα της κοινωνίας με μια αίσθηση διαταξικότητας που θα του επέτρεπε να προσκολλάται στην εκάστοτε κυρίαρχη ομάδα της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, χωρίς να είναι απαραίτητα αναπόσπαστο μέρος της εργατικής τάξης, συμβάλλει με τις θέσεις του στην προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων της και στην ενίσχυση της ταξικής της συνείδησης. Γενικά, κυρίως και με αντιφάσεις. Αυτό δε που τον καθορίζει δεν είναι οι υπαρκτές και αναπόφευκτες αντιφάσεις αλλά το «γενικά και κυρίως».
“Στο χωροχρόνο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι όλα απλωμένα μπροστά μας, ακίνητα σαν τις λέξεις ενός βιβλίου. Στο χωροχρόνο, καθετί που για μας αποτελεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, εμφανίζεται ενιαία σημειώνει ο Einstein. Ο άνθρωπος, γράφει ο στο 1ο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού «Μάνθλι Ριβιού» το 1949, μπορεί να βρει νόημα στη ζωή – που είναι τόσο σύντομη και γεμάτη κινδύνους – μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία. Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού.»
Α. Αναγνωστάκης. Εισήγηση στην συζήτηση στις Αναιρέσεις, Πάτρα, Μάης 2012