
Κατακερματισμός χρόνου και μοντέλο ζωής της νεολαίας στον σύγχρονο καπιταλισμό
της Φωτεινής Θανάσουλα, Οργάνωση Κέντρου 2 (Αττική)
Η φράση «Δεν έχω χρόνο…» έχει καταγραφεί ως η φράση που ειπώνεται πιο συχνά από όλους μας στην καθημερινότητα μας και αξίζει να ασχοληθούμε παραπάνω με αυτή την έννοια, και ειδικότερα με τον ελεύθερο χρόνο και την συνειδητή επιλογή στράτευσης σε μια κομμουνιστική οργάνωση. Έχει σημασία να καταπιαστούμε με τον τρόπο που συγκροτείται σήμερα το μοντέλο ζωής της νεολαίας, τους παράγοντες που επηρεάζεται και διαμορφώνεται, προσπαθώντας να εντοπίσουμε έτσι την βαθύτερη σχέση του ανθρώπου και του τρόπου παραγωγής στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, την επίδραση της αστικής ιδεολογίας και την ενίσχυση του ατομικού δρόμου. Σαφώς, είναι μια θεματική που δεν μπορεί να αναλυθεί πλήρως σε ένα κείμενο/τοποθέτηση, αλλά είναι μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε την σημερινή νεολαία καλύτερα.
Αναγνωρίζοντας πως η καθημερινή ζωή ή το καθημερινό αποτελεί προνομιακό πεδίο για τη μελέτη των πολλαπλών κοινωνικών αντιθέσεων, ο Λεφέβρ μας λέει ότι μπορούμε να πάρουμε την έννοια της καθημερινής ζωής σαν οδηγό για να γνωρίσουμε την κοινωνία. Η σχέση, λοιπόν, του χρόνου με την καθημερινότητα είναι διαλεκτική, αφενός γιατί ο ελεύθερος χρόνος εμφανίζεται άκρως συνδεδεμένος με την παραγωγή και τον καταμερισμό εργασίας και ταυτόχρονα ο ελεύθερος χρόνος λειτουργεί σαν ένας μοχλός εξόδου από την καθημερινή ζωή, δηλαδή «ο ελεύθερος χρόνος εμφανίζεται ως το μη καθημερινό εντός του καθημερινού».
Τι είναι όμως ο χρόνος? Οι περισσότερες μαρξιστικές απόπειρες ορισμού του ελεύθερου χρόνου τείνουν να διακρίνουν τον κοινωνικό χρόνο σε τρεις κατηγορίες: τον υποχρεωτικό χρόνο (της επαγγελματικής δουλειάς), τον ελεύθερο χρόνο (χρόνο της ψυχαγωγίας) και τον καταναγκαστικό χρόνο (τον έξω από την εργασία χρόνο που αξιοποιείται για τις διάφορες απαιτήσεις της καθημερινότητας). Ο Μαρξ στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα εξετάζει την πράξη της αλλοτρίωσης της εργασίας από δύο όψεις. Πρώτον, από τη σχέση του εργαζομένου προς το προϊόν της εργασίας ως ένα ξένο αντικείμενο που τον κυριαρχεί και, δεύτερον, από τη σχέση του εργαζόμενου προς την πράξη της παραγωγής μέσα στο πλαίσιο της εργασίας, τη σχέση δηλαδή του εργαζομένου ως προς τη δική του δραστηριότητα, σαν κάτι ξένο, κάτι που δεν του ανήκει: Έτσι η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά καταναγκαστική εργασία. Για το λόγο αυτό, η εργασία δεν είναι η ικανοποίηση μίας ανάγκης, αλλά ένα μέσο να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτήν (Μαρξ, 1975[1844]: 95). Μάλιστα, γράφει : Όσο λιγότερο τρως, πίνεις κι αγοράζεις βιβλία. Όσο λιγότερο πας στο θέατρο, στον χορό, στην ταβέρνα. Όσο λιγότερο σκέφτεσαι, ερωτεύεσαι, φιλοσοφείς, τραγουδάς, ζωγραφίζεις, ασκείσαι κλπ., τόσο περισσότερο αποταμιεύεις την αλλοτριωμένη σου ουσία. Όσο λιγότερο υπάρχεις, όσο λιγότερο εκφράζεις τη ζωή σου, τόσο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει το αποταμίευμα της αποξενωμένης σου ύπαρξης. [… ] Έχεις μονάχα όσα σου χρειάζονται για να ζήσεις και ζεις μονάχα για να τα έχεις. Γίνεσαι μονάχα μια αν-αίσθητη και χωρίς βαθιές ανάγκες ύπαρξη». Το οποίο αποτυπώνει ακριβώς την σημερινή αίσθηση που βιώνουν οι εργαζόμενοι.
Η καθημερινή χρήση της έννοιας του χρόνου, συγκεκριμένα του ελεύθερου χρόνου και μάλιστα με την χροιά της έλλειψης αυτού, αναδεικνύει και την έλλειψη χρόνου για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου που ζει, εργάζεται, σκέφτεται και νιώθει στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο κατακερματισμός του χρόνου εργασίας στον καπιταλισμό αποτελεί τη βάση για την παραγωγή υπεραξίας, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει τη σημασία της πάλης της εργατικής τάξης τόσο για τη διάρκεια του χρόνου εργασίας όσο και την εσωτερική του διαίρεση. Επομένως, ο χρόνος εργασίας αποτελεί πεδίο ταξικής πάλης τόσο στο οικονομικό (επιδίωξη να αναπαράγονται τα καπιταλιστικά κέρδη μέσω της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου πχ. μέσω της κατανάλωσης προϊόντων) όσο και στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο εφόσον κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας πραγματοποιείται η εκμετάλλευση και η αλλοτρίωση. Ο ελεύθερος χρόνος είναι εκείνη η περίοδος της ημέρας όπου εκδηλώνεται πιο ξεκάθαρα ο τρόπος ζωής του εργαζόμενου. Οι συγκεκριμένες ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά επιλογές του. Αυτό συνεπάγεται ότι για το κεφάλαιο και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς, ο ελεύθερος και ο εργάσιμος χρόνος συλλαμβάνονται ενιαία ως τόπος εξασφάλισης κερδών, οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών.
Η τελευταία δεκαπενταετία, μετά και από το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης έχει αλλάξει εντελώς τις εργασιακές συνθήκες. Η επιμήκυνση των ωρών εργασίας, οι ευέλικτες και επισφαλείς εργασιακές σχέσεις, αλλά και τα ποσοστά της ανεργίας διαμορφώνουν πλέον το εργασιακό τοπίο, επιδρώντας ριζικά τόσο στην οργάνωση της καθημερινότητας των εργαζομένων, όσο και στη δυνατότητά τους να εξασφαλίσουν τους πόρους της συμμετοχής τους στη σφαίρα του ελεύθερου χρόνου. Οι απρόβλεπτες, μη σταθερές εργασιακές απαιτήσεις και οι χώροι εργασίας που συνήθως καταναλώνουν την ενέργεια του εργαζόμενου, οδηγούν στον παραμερισμό των ζωτικών δραστηριοτήτων από την καθημερινότητα, δημιουργούν την αίσθηση της ματαιότητας και αμηχανίας για το μέλλον, δημιουργείται ένα αίσθημα κενού αλλά και πλήξης.
Ταυτοχρόνως, ο σύγχρονος χαρακτήρας και το περιεχόμενο της εργασίας καλλιεργούν νέες μορφές αλλοτρίωσης παράγοντας άτομα που όντας αλλοτριωμένα στη δουλειά τους, δρουν αλλοτριωμένα και στην κατανάλωσή τους και στις ανάγκες τους. Η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων βρίσκει για μεγάλα διαστήματα εγκλωβισμένο τον εαυτό της επιτελώντας δουλειές που είναι άσκοπες ή και κοινωνικά μη χρήσιμες. Παράλληλα, έχει ιδιαίτερη σημασία να αντιληφθούμε ότι η συνθήκη της επισφάλειας, βιώνεται ως ατομική κατάσταση μακριά από οποιαδήποτε συλλογική δράση.
Αυτές οι αλλαγές, προς το χειρότερο, του τρόπου παραγωγής σε βάρος τους χρόνου, της εργασίας και της ζωής της εργατικής τάξης και της νεολαίας καθορίζει αποφασιστικά το σύνολο της δραστηριότητας και του τρόπου ζωής τους. Ειδικά σήμερα η εργατική τάξη επιδιώκεται να σκέφτεται περισσότερο ως καταναλώτρια δύναμη το οποίο δεν αποτυπώνεται μόνο στα προϊόντα και υλικά που καταναλώνει, αλλά στο σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσει. Η ζωή μας μετριέται όλο και περισσότερο με όρους ανταπόδοσης και ποσότητας και λιγότερο με όρους ποιότητας. Από την εργασία και τις σπουδές, μέχρι και τις κοινωνικές συναναστροφές, την ψυχαγωγία, τον αθλητισμό, την πολιτική δράση, τα πάντα μπαίνουν σε ένα πλαίσιο διεκπεραίωσης χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Κατακερματισμός του χρόνου – Κατακερματισμός σε όλες τις πλευρές της ζωής
Έτσι, λοιπόν, βιώνεται και εμπεδώνεται μια αντίληψη ενός κατακερματισμένου κόσμου, που είναι εντελώς αποκομμένες και αποσπασματικές όλες οι πλευρές της ζωής των νεολαίων και οι αιτίες που εντείνουν αυτήν την αντίληψη – όχι μόνο αυτές βέβαια – είναι:
Α) Η τεχνολογία και τα social media/ μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν αλλάξει εντελώς τον τρόπο που επικοινωνούμε και αλληλοεπιδρούμε στη σύγχρονη κοινωνία. Η αλληλεπίδραση αυτή διαμορφώνει την κουλτούρα, την ενημέρωση, αλλά και τον τρόπο που συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Το μοτίβο πλέον είναι γρήγορη πρόσβαση, scroll down και ενημέρωση σε τίτλους.
Β) Η εργασιακή πίεση και η υπερβολική δραστηριότητα. Δηλαδή, η πίεση από τη δουλειά και οι συνεχείς απαιτήσεις της καθημερινότητας οδηγούν σε διαρκή multitasking και αδυναμία συγκέντρωσης, το οποίο έχει ενταθεί μετά την πανδημία και τα lockdown.
Γ) Η κοινωνική πίεση και οι υποχρεώσεις. Η νεολαία βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση κοινωνικής αποδοχής, συμμετέχει σε αρκετές δραστηριότητες που γεμίζουν τον χρόνο της και ζει σε έναν εκνευριστικό ρυθμό της κοινωνίας, τα οποία εντείνουν την αίσθηση του κατακερματισμένου χρόνου.
Όλη αυτή η ένταση της καθημερινότητας και οι δραστηριότητες που δεν συνδέονται μεταξύ τους και δημιουργούν συνεχείς εναλλαγές εικόνων, ανθρώπων και αντικειμένων μέσα στην ημέρα έχουν επιπτώσεις. Δημιουργούν ένα αυξημένο άγχος και στρες, καθώς η αδυναμία να οργανώσουμε και να διαχειριστούμε το χρόνο μας οδηγεί σε συναισθηματική εξάντληση και οργή. Η νεολαία νιώθει διαρκώς να έχει μειωμένη παραγωγικότητα και αποδοτικότητα, αφού η συνεχής εναλλαγή μεταξύ δραστηριοτήτων μπορεί να μειώσει την ικανότητα συγκέντρωσης και την ποιότητα της δουλειάς, δημιουργώντας έτσι το αίσθημα της απογοήτευσης από τον ίδιο της τον εαυτό. Τρίτον και σημαντικό είναι η ελλιπής εμπλοκή και οι σχέσεις που αναπτύσσει. Η κατακερματισμένη φύση του χρόνου εμποδίζει την ικανότητά μας να επενδύουμε ουσιαστικά στις προσωπικές μας σχέσεις και την αναψυχή μας.
Μπορεί να φαίνεται πως η νεολαία είναι πιο απαθής στο σήμερα, φορώντας ένα κοινωνικό προσωπείο αδιάφορο προκειμένου να ανταπεξέλθει στις συνθήκες ζωής, όμως πρόσφατες έρευνες αποτυπώνουν πως και η γενιά των Millennials και η γενιά των GenZ εμφανίζουν έντονο επιπλέον άγχος για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας, για τα ζητήματα στέγασης – που θα μείνουν και θα επιβιώσουν το επόμενο διάστημα, αλλά και για γενικότερα κοινωνικά ζητήματα, όπως για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, για την υγεία και την εξάπλωση ασθενειών, για την εξέλιξη του πολέμου και τις ένοπλες συρράξεις, για την ανισότητα των φύλων, την έλλειψη συμπερίληψης και την διαφορετικότητα. Πολύ ψηλά ιεραρχείται και καθορίζει πλέον τις επιλογές των νέων η ψυχική υγεία και η ασφάλεια, κάνοντας τους νέους εργαζόμενους να αλλάζουν πιο εύκολα εργασιακό περιβάλλον. Από τη μια, λοιπόν, έχει ευαισθησίες, συμμετέχει σε μορφές συλλογικής οργάνωσης (πολιτιστικές ομάδες, αθλητικές ομάδες κλπ), αλλά από την άλλη, δεν βλέπει προοπτική να ασχοληθεί με το πώς θα αλλάξει όλη αυτήν την κατάσταση σε συλλογικό επίπεδο και έτσι περιορίζεται κυρίως στην ατομική ενασχόληση και όχι με πλήρη δέσμευση. Υπάρχει δηλαδή, μια ατομοκεντρική προσέγγιση της συλλογικής οργάνωσης, χωρίς να είναι αντιληπτό τι κερδίζει ο καθένας και η καθεμία μέσα από την ουσιαστική συμμετοχή στο συλλογικό.
Αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε και από τα κινήματα που ξεσπάνε ανά τον κόσμο που έχουν στον πυρήνα τους τη νεολαία και πιάνουν ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Από τα κινήματα για το περιβάλλον και το έμφυλο, τη στέγαση και την υπεράσπιση δημόσιων χώρων, μέχρι την τάση της «μεγάλης παραίτησης» και της αντίστασης των νέων εργαζόμενων στις συνθήκες εργασίας (γνωστό και ως «κίνημα» κατά της γενικευμένης ευαλωτότητας και ανασφάλειας) που όμως δεν απέκτησε συλλογική έκφραση. Συγκροτείται έτσι ένας τρόπος ζωής με όλα αυτά τα άγχη και τις επιμέρους ανησυχίες που σίγουρα το κεφάλαιο και η αστική τάξη διαβάζει και προσπαθεί να επέμβει και να τα καθορίσει, κυρίως γιατί έχουν επίδραση και στη σφαίρα του εργάσιμου χρόνου.
Σύγχρονες πτυχές του τρόπου ζωής της νεολαίας
Με τη φράση «τρόπο ζωής» της νεολαίας εννοούμε τις δραστηριότητες, τις ασχολίες ή τις συνήθειες που χαρακτηρίζουν μια κοινωνική ομάδα, τάξη ή κοινωνία, που αγκαλιάζουν τις πλευρές τόσο της εργασίας όσο και του ελεύθερου χρόνου. Πώς συνηθίζεται να αξιοποιείται σήμερα ο χρόνος εκτός της καταναγκαστικής εργασίας? Παραθέτω κάποιες σκέψεις σχετικά με την ενίσχυση και εμπέδωση των ατομικών επιλογών και του ατομικού δρόμου στη ζωή μας από την πλευρά του κεφαλαίου.
Κάνοντας μια κατηγοριοποίηση των κυρίαρχων τάσεων, αρχικά εντοπίζεται ως τάση το life-style που δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον τρόπο ζωής αλλά αποτελεί μια ορισμένη τάση του ανάμεσα στις άλλες. Βασίζεται στην εικόνα προς τα έξω, στον βομβαρδισμό με εικόνες στα social media, προβάλλοντας την εξωτερική εμφάνιση, την συνεχή προβολή των περιπετειών και της καλοπέρασης με στόχο την προβολή και όχι την ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Ανεξάρτητα από τι βιώνει ο κάθε νεολαίος/ η κάθε νεολαία, προβάλλεται ένα «ατσαλάκωτο», ανεξάρτητο και αλώβητο προσωπείο.
Δεύτερον, όσο πιο βαθιά παρεμβαίνει ο καπιταλιστικός «υποχρεωτικός» χρόνος στη ζωή της νεολαίας, τόσο πιο επιφανειακές γίνονται οι αναζητήσεις της, δηλαδή αναζητά να περνάει ο χρόνος χωρίς να την ακουμπά, έστω κι αν μετά νιώθει το ανικανοποίητο. Η έκφραση «σκοτώνω την ώρα» ή «κάνω κάτι για να περάσει ο χρόνος» σηματοδοτεί την επιθυμία του ατόμου να βιώσει το μη εργάσιμο χρόνο του όσο πιο ανώδυνα, φευγαλέα και επιφανειακά γίνεται. Αντανακλώντας τη γενικότερη τάση για «σκότωμα της ώρας», πολλές ερωτικές και φιλικές σχέσεις στηρίζονται όχι τόσο στην επικοινωνία και το ψυχικό δέσιμο αλλά στο ανώδυνο μοτίβο «περνάω καλά». Στην περίπτωση αυτή το «περνάω καλά» σημαίνει ζω χωρίς ένταση, γιατί δεν επικοινωνώ και δεν μπλέκω σε πολλά πολλά.
Τρίτον και πιο σύνηθες είναι η εκτόνωση και η φυγή. Η ματαίωση των προσδοκιών και των επιθυμιών συντελούν στη συσσώρευση απραγματοποίητων ψυχολογικών αναγκών που κάπου πρέπει να εκφραστούν. Αυτή η τάση χαρακτηρίζεται από μια έντονη επιθυμία για δράση και φυγή από την πραγματικότητα. Κυρίαρχο μοτίβο το «ζήσε επικίνδυνα» και πολλές φορές απαραίτητο συστατικό η χρήση ναρκωτικών, η χρήση αλκοόλ και γενικότερα οι εξαρτήσεις. Η διασκέδαση της εκτόνωσης είναι ο κοινός τόπος για τη πλειοψηφία της σημερινής νεολαίας. Χαρακτηρίζεται από εξωφρενικά γρήγορους ρυθμούς χωρίς επαφή ή επικοινωνία με το συνάνθρωπο. Επίσης, η μουσική, ως μορφή εκτόνωσης, καθρεφτίζει τους όρους ζωής της νεολαίας σήμερα και γι’ αυτό εύκολα υπάρχει ταύτιση με την τραπ μουσική, που είναι το είδος που ακούει πλειοψηφικά η νεολαία. Χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, μονοτονία, φτώχεια νοημάτων και είναι αυτό που ζητάει η νεολαία για να ξεχαστεί.
Τελευταίο, η κατανάλωση και η παθητικότητα που επιδιώκει την καθολική μετατροπή του νέου σε παθητικό θεατή, ο οποίος «καταναλώνει» μηνύματα, πρότυπα και στάσεις ζωής και σε τελική ανάλυση «καταναλώνει» πολιτισμό. Αυτή η μαζική ψυχολογία πατάει στην ανάγκη της «εύκολης και φθηνής λύσης» και εντείνεται με την εντατικοποίηση του σχολείου, των σπουδών και της εργασιακής ζωής της νεολαίας. Αποστερημένη από μέσα και χώρους αληθινής δημιουργίας ή αποθαρρημένη από το κόστος αυτών που προστίθεται σε ένα υψηλό πλέον κόστος ζωής.
Συμπερασματικά, στον καπιταλισμό η αστική τάξη επενδύει στον ελεύθερο χρόνο, θέλει να τον εκμεταλλευτεί οικονομικά. Η πιο σημαντική επένδυση που κάνει, όμως, είναι στις ιδέες που περνάει μέσα από τα πολιτιστικά της προϊόντα και πρότυπα. Η ενίσχυση και οι κατευθύνσεις για τέτοια πρότυπα τρόπου ζωής έρχεται με πολύ πιο επιθετικό τρόπο από πλευράς κεφαλαίου με την όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης για να κατευνάσει τις πιο πραγματικές ανάγκες της εργατικής τάξης και νεολαίας. Με αυτόν τον τρόπο η αστική ιδεολογία προσπαθεί να διαμορφώσει τις ανθρώπινες συμπεριφορές που δεν θα αντιστέκονται και δεν θα βάζουν αναχώματα στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής. Έτσι, προσπαθεί να επηρεάσει και την πολιτική δράση, βάζοντας στο κέντρο την ατομική οπτική.
Φτιάχνει θεάματα για όλα τα γούστα, από τελείως ευτελή μέχρι πολύ καλαίσθητα, που είναι συχνά και πιο επικίνδυνα. Άλλοτε δημιουργεί ψεύτικες προσδοκίες ανέλιξης, άλλοτε σπρώχνει στη φυγή από την πραγματικότητα, άλλοτε φτιάχνει νέες τάσεις, δήθεν ριζοσπαστικές, και μέσα απ’ όλα αυτά επιχειρεί να καλλιεργήσει τον ατομισμό. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να κρατάει την εργατική τάξη και τη νεολαία μακριά από την κατανόηση της εκμεταλλευτικής πραγματικότητας και την επιθυμία για την αλλαγή αυτής. Είτε ενσωματώνοντας τη νεολαία στη δικιά της αντίληψη, είτε διοχετεύοντας τη δυσαρέσκεια και οποιαδήποτε αμφισβήτηση για προβληματικές πλευρές της πραγματικότητας (ρατσισμός, μετανάστευση, προσφυγιά, καταπίεση της γυναίκας και LOATKIA ατόμων κ.λπ.) σε ακίνδυνα κανάλια, μακριά από την πηγή τους, που βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Αυτός ο γρήγορος τρόπος ζωής, το μοντέλο της γρήγορης εικόνας και ταυτόχρονα η άσκηση πολιτικής μέσω της αξιοποίησης πολιτιστικών φορέων που ασχολούνται με ζητήματα και θέματα που απασχολούν την κοινωνία και την νεολαία [παρουσιάζοντας τα πάντα στις σκηνές τους αρκεί να τα «ακυρώσουνε», να τα προβάλλουν αποσπασματικά, ως προβλήματα της κοινωνίας κάπου μακριά από εμάς], δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο τόσο για τη δημιουργία, όσο και για την απόλαυση. Με τέτοιο τρόπο δεν καθοδηγεί μόνο τα ρεύματα που ξεπετάγονται, αλλά τα αφομοιώνει ή τα ενσωματώνει. Δίνεται η αίσθηση ότι όλα είναι αποκομμένα μεταξύ τους, πως δεν εμπίπτουν στην αστική πολιτική και σε ένα στρατηγικό σχέδιο πλήρης καθυπόταξης του εργαζόμενου λαού. Ιδιαίτερο ρόλο παίζουν σε αυτήν την κατεύθυνση το διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ενισχυμένα μάλιστα στο διάστημα του lockdown.
Ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός πάσχει από ατροφική συνείδηση και γι’ αυτό βάζει στο θρόνο την ευτέλεια ως απόλυτη αξία και μέτρο, λόγω των ελλειμάτων της ιστορικής του προοπτικής. Ένας πολιτισμός, που αποσυναρμολογεί τη συλλογική μνήμη, εξυπηρετεί μόνο την – με κάθε τρόπο -αυτοσυντήρησή του με μοχλό τον κατακερματισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το δίλημμα που θέτει στην κοινωνία των ανθρώπων η άρχουσα τάξη είναι: ή μαζί μου με βάρκα την απελπισία ή ο καθένας και η μοναξιά του.
Εδώ κολλάει και το απόσπασμα του Χρόνη Μίσσιου: «χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ανάγκες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”».
Βάθεμα των πεδίων που χαρτογραφούμε την νεολαία – Ευκαιρία αλλαγής της συλλογικής νοοτροπίας και κουλτούρας
Το αίτημα για μείωση του εργάσιμου χρόνου και παράλληλη αύξηση του μισθού ώστε να καλύπτονται οι σύγχρονες ανάγκες της λαϊκής οικογένειας, στο βαθμό που γίνεται κατανοητό και ολοκληρωμένο, συμβάλλει να αναδεικνύεται η ανάγκη μιας εξουσίας και μιας οικονομίας που να εκφράζει τα συμφέροντα των άμεσων παραγωγών του κοινωνικού πλούτου, δηλαδή της εργατικής τάξης. Αναδεικνύει τις δυνατότητες της ανθρωπότητας να απελευθερωθεί από την καταπίεση και είναι μια σύγχρονη ανάγκη, καθώς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μπορεί, στα πλαίσια άλλων σχέσεων παραγωγής, να λύσει τα πιο οξυμένα προβλήματα της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Όμως, η ποιότητα του ελεύθερου χρόνου είναι το άλλο άμεσο ζήτημα στο οποίο πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Η διεκδίκηση για δωρεάν πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά, η ανάγκη για στήριξη της νεανικής δημιουργίας, η ενθάρρυνση της νεανικής συμμετοχής και όχι της στεγνής παρακολούθησης, αποτελούν άξονες γύρω από τους οποίους μπορεί να παλέψει το κίνημα της νεολαίας. Από αυτή την άποψη, το πώς ζει και διαμορφώνει συνείδηση η νεολαία σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα στο οποίο πρέπει να παρεμβαίνουμε διαρκώς. Η δική μας προσέγγιση χρειάζεται ουσιαστική μελέτη και επιστημονικού τύπου ανάλυση, με αιτήματα που θα ακουμπούν πραγματικά την νεολαία και θα μπορούν να δώσει μια άλλη προοπτική για το μέλλον της νεολαίας. Είναι προϋπόθεση για να κερδίσουμε χιλιάδες νεανικές συνειδήσεις στο δρόμο του πραγματικού ελεύθερου χρόνου.
Το συλλογικό θα πρέπει ξεπερνά κάθε ατομικό
Όλα τα παραπάνω είναι λογικό να επηρεάζουν και να ταλαντεύουν ακόμα και άτομα που έχουν στρατευτεί σε μια κομμουνιστική οργάνωση. Συχνά υπάρχουν ταλαντεύσεις για το πώς θα αξιοποιηθεί ο χρόνος, ειδικά αν δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση και η αντίληψη ως προς την εργασία μας και αν δεν συνδέεται η επιλογή της οργανωμένης πάλης με την απελευθερωτική της πλευρά, αλλά μένει μόνο στο σήμερα και με τους καπιταλιστικούς τρόπους ζωής. Επομένως, χρειάζεται από την πλευρά μας να αναγνωρίζουμε τους σκοπούς της αστικής ιδεολογίας και πώς επιδρά στις ανάγκες, στις αξίες και στον τρόπο ζωής της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ώστε να καταφέρουμε να περιγράψουμε ένα πραγματικά διαφορετικό πολιτιστικό αντιπρόταγμα ενισχύοντας την κομμουνιστική σκοπιά. Δηλαδή, η σχέση μας με την οργανωμένη πάλη να διέπεται από ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο αντίληψης και στάσης ζωής, που θα είναι και πρότυπο για κάθε μέλος της κομμουνιστικής οργάνωσης. Αυτό θα πρέπει να αποτυπώνεται στην καθημερινή μας ζωή και δράση, στον προσωπικό μας χρόνο και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Χρειάζεται διαρκώς σύνδεση με την μελέτη και την παραγωγή πολιτικής γραμμής, την παρέμβαση στο πεδίο δράσης και τη διάδραση με τις μάζες– αντιλαμβανόμενοι βέβαια πως υπάρχουν και περίοδοι ήττας – και την συνειδητοποίηση του συνολικότερου σκοπού και αφηγήματος που θέλουν κόπο, χρόνο και θράσος για το χτίσιμο μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Με τέτοιο τρόπο σκέψης πρέπει να αντιμετωπίζεται η στράτευση σε έναν ανώτερο σκοπό, σε μια κομμουνιστική οργάνωση και η συνειδητή επιλογή να προσφέρουμε στον δρόμο της κοινωνικής χειραφέτησης μέσα από τη συλλογική δράση. Οι διεργασίες του συνεδρίου της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης και του 6ου συνεδρίου της νΚΑ, αποτελούν ευκαιρία να επανεξετάσουμε από δω και πέρα με μια καλύτερη ματιά τη δική μας νοοτροπία, κουλτούρα και συλλογική ζωή κάνοντας ουσιαστικά βήματα προς αυτό που θέλουμε να περιγράφουμε ως αντιπρόταγμα. Μια νέα ποιοτική και πολιτική στράτευση της νεολαίας στο σήμερα είναι αναγκαία, αλλά και η δική μας επαναστράτευση είναι σημαντική να συνοδεύεται από ρήγματα στο κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο, διαμορφώνοντας έτσι ψήγματα και κύτταρα ενός άλλου απελευθερωτικού πολιτισμού, ανταγωνιστικού στον σημερινό.