
Για να πάρουμε πίσω τον χρόνο που μας κλέβουν
της Τζένης Σκεύη, Οργάνωση Σπουδάζουσας Χανίων
[Το κείμενο αυτό αποτελεί μία προσπάθεια αποτύπωσης κάποιων –λίγων- σκέψεων σχετικά με τις σχέσεις εργασίας, παραγωγής και χρόνου: το πώς ιστορικά εξελίχθηκε- διαμορφώθηκε- επανανοηματοδοτήθηκε η έννοια του ελεύθερου χρόνου μέσα στα χρόνια, τη σχέση του με την εργατική τάξη και την νεολαία, το πώς αυτός εμπορευματοποιείται από το κεφάλαιο, τη διαλεκτική σχέση χρόνου-καθημερινότητας, το πώς το κεφάλαιο επιδρά και τον καθορίζει στο σήμερα.]
‘’Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία που ζωντανεύει μονάχα, σαν το βρικόλακα, ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά.. …με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου για υπερεργασία, σπάει όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος. Ληστεύει το χρόνο που είναι απαραίτητος για την κατανάλωση καθαρού αέρα και ηλιακού φωτός.’’ (Καρλ Μαρξ, “Το Κεφάλαιο”)
Η παραγωγή και η σχέση της με τον χώρο, τον χρόνο, το εργαζόμενο
Με αφετηρία το σημείο όπου η εμπορευματική παραγωγή ξεκινά να υφίσταται, η καθημερινότητα και ο τρόπος ζωής συνδέεται με την ίδια την διαδικασία παραγωγής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν διαχωρίζονται. Συχνά επειδή ο χώρος κατοικίας ταυτίζεται με αυτόν της εργασίας( ας μην ξεχνάμε πως μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα βασικό κέντρο της οικονομίας ήταν η ίδια η κατοικία/το νοικοκυριό), άλλοτε επειδή διάφορες εργασίες/απασχολήσεις συνυπάρχουν χωρικά, ενώ πολλές φορές ο χρονικός διαχωρισμός δεν είναι τόσο ξεκάθαρος αφού καθορίζεται από τις εργασίες που απαιτείται να γίνουν (π.χ. καλλιέργειες). Παράλληλα, ωστόσο, μπορούν και διαχωρίζονται καθώς το εμπόριο δεν έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζει καταλυτικά και να καθορίζει τον καθημερινό τρόπο ζωής, αφού μέχρι τότε καλύπτει ορισμένες ανάγκες.
Με την βαθμιαία αύξηση του αριθμού των εργαζομένων σε κοινό χρόνο (ακόμη και χώρο) πάνω σε κοινό αντικείμενο (και για κοινά κέρδη σταδιακά), ξεκινά να υφίσταται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Η εργασία δηλαδή να υπάγεται στο κεφάλαιο και να ξεκινά σιγά σιγά να καταμερίζεται, η μανουφακτούρα ήδη έχει αναδιαμορφώσει τους όρους εργασίας, ενώ τα μέσα παραγωγής εξελίσσονται.
Η τομή της Βιομηχανικής Επανάστασης, διαχωρίζει οριστικά τα χωρικά όρια παραγωγής- διαμονής, λόγω απαιτήσεων για βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες και απομακρύνονται από τις οικιστικές περιοχές, με τον χρόνο και τους πόρους για τις μεταφορές να λαμβάνονται ξεχωριστά υπόψιν για πρώτη φορά. Έτσι, τα νέα μέσα εργασίας αλλάζουν καθοριστικά και τον τρόπο ζωής, τόσο χωροχρονικά όσο και σε επίπεδο αναγκών (κατοικία, ύδρευση, οδικό δίκτυο, υποδομές).
Η σχέση παραγωγής-κατανάλωσης ξεκινά να στενεύει, η παραγωγή παράγει την κατανάλωση. Όσο αυξάνεται η μαζικότητα της παραγωγής τόσο πιο σημαντικό είναι για το κεφάλαιο να αυξηθεί και η κατανάλωση. Η εκμετάλλευση άρα της εργατικής δύναμης για την παραγωγή υπεραξίας δεν θα είναι επικερδής αν δεν πουληθούν τα παραγόμενα. Μιλάμε λοιπόν πλέον, για τις έννοιες της παραγωγής, της αγοράς και της κατανάλωσης που καθορίζουν όχι μόνο την εργασία αλλά και τον τρόπο ζωής και τον χρόνο του εργαζομένου. (ακόμη και η ευρεία χρήση -άρα και παραγωγή- ρολογιών αποτελεί χαρακτηριστικό και καθόλου τυχαίο παράδειγμα και απότοκο των παραπάνω για εκείνη την εποχή).
Ο χρόνος εργασίας αφορά το κεφάλαιο αφενός στη διάρκεια αυτού, την αύξησή της και τη δημιουργία υπεραξίας και αφετέρου στη μείωση του προαπαιτούμενου χρόνου για την παραγωγή ενός εμπορεύματος λόγω της αύξησης του ρυθμού παραγωγής, με τα μηχανές να συμβάλλουν καθοριστικά προς την κατεύθυνση αυτή (αύξηση ανταγωνισμού, αύξηση κέρδους).
Το κεφάλαιο πλέον έχει ανάγκη από εργαζόμενα που θα μπορούν ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις αυτού. Διαμορφώνεται έτσι ένας τρόπος ζωής ο οποίος εξασφαλίζει τη βιολογική αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως στα εργασιακά της καθήκοντα, να υπομένει τις εκμεταλλευτικές αυτές σχέσεις των οποίων αποτελεί κρίκο και στις οποίες στηρίζεται το ίδιο το κεφάλαιο.
Από τον 19ο στον 20ο αιώνα ο καταμερισμός της εργασίας περνάει σε άλλο στάδιο, δημιουργούνται αλυσίδες παραγωγής με αυστηρή δομή και έλεγχο της διαδικασίας. Ο χρόνος πλέον δεν αφορά αποκλειστικά την παράταση του ωραρίου εργασίας αλλά και τα αυστηρά περιθώρια που δίνονται για την παραγωγή, υποτάσσοντας τη εργασία σε μια διαδικασία μηχανική και απονεκρωμένη. Η ποιότητα ζωής αποτελεί ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας, ενώ με το πέρασμα των χρόνων τη ποιότητα της εργασιακής ζωής ξεκινάνε να μελετούν ψυχολόγοι με ειδίκευση στην βιομηχανική ψυχολογία.
Μάλιστα, όταν οι εργαζόμενοι στα μέσα του 19ου αιώνα έθεταν το ζήτημα της αύξησης του ελεύθερου χρόνου για να μπορούν να ικανοποιούν τις πνευματικές και ψυχικές τους ανάγκες, η αστική τάξη συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να παρέμβει πολιτικά και ιδεολογικά σε αυτό το μέχρι τότε άγνωστο πεδίο: τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων. Ήδη από τη δεκαετία του 1840 η αστική τάξη επιδιώκει -και ανά φάσεις καταφέρνει- να πάρει τον έλεγχο εκπολιτιστικών εργατικών οργανώσεων για να τις μετατρέψει αργότερα σε όργανα διάδοσης των αντιλήψεων που εδραίωναν την κυριαρχία της. Εννοείται πως σιγά σιγά και με λογικά άλματα φτάνουμε στη συγκρότηση αστικών κέντρων με τη συγκέντρωση του κόσμου σε αυτά, τις βιομηχανικές πόλεις, τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις χωρίς δημόσιους χώρους και πράσινο, τα αυξανόμενα εμπορικά κέντρα και τις εξευγενισμένες γειτονιές -κατακερματίζοντας ό,τι έχει απομείνει από αυτές- , δίνοντας έτσι άλλο νόημα στην κοινωνική διάσταση του χώρου, στην επικοινωνία, στο συλλογικό.
Ενδεικτικά
Το 1933 ο Βρετανός οικονομολόγος Κέυνς εικάζει πως ‘’το 2030 οι άνθρωποι δε θα χρειάζονται να δουλεύουν περισσότερο από 15 ώρες τη εβδομάδα’’, λόγω της συνεχούς ανόδου της παραγωγικότητας και της εξέλιξης της τεχνολογίας στον καπιταλισμό. Μπορεί η πρόβλεψη για την παραγωγικότητα να βγήκε αληθής, αλλά αυτό δεν αποτυπώνεται στο σήμερα με λιγότερες (πόσο μάλλον 15/εβδομάδα) ώρες εργασίας.
Στην Ελλάδα, από το 1951 έως το 2017 οι ώρες εργασίας για ένα εργαζόμενο ανά έτος, έχουν μειωθεί μόλις κατά 14%, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας στο ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 680% ! Ο ελληνικός καπιταλισμός εκείνο το διάστημα συνεχίζει να αναπτύσσεται, χωρίς αυτό να σημαίνει αντίστοιχη βελτίωση της ζωής της εργατικής τάξης. Μάλιστα, οι ετήσιες ώρες εργασίας στην Ελλάδα ανά εργαζόμενο, είναι οι περισσότερες στην ΕΕ και από τις περισσότερες στον κόσμο ενώ το 2002, 5.358.000 εργαζόμενοι στην ΕΕ (15 χώρες) δηλώνουν πως εργάζονται σε δεύτερη δουλειά. Ενώ ταυτόχρονα, είναι η 2η χώρα στην ΕΕ με τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας.
Αντίστοιχα, χαρακτηριστικό παράδειγμα όσον αφορά το κομμάτι του ελεύθερου χρόνου, της ξεκούρασης, της ψυχαγωγίας, της αναψυχής αποτελεί η δημοσκόπηση της MARC (2022) που έδειξε πως το 51,6% των Ελλήνων δηλώνουν ότι δεν θα πάνε διακοπές, ενώ έρευνες σημειώνουν πως ο ελεύθερος χρόνος ενός εργαζομένου προσεγγιστικά είναι 3 ώρες ημερησίως.
Τέλος, τα αποτελέσματα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (2013) δείχνουν πως η οικονομική κρίση φαίνεται να περιόρισε τις εξόδους για πολιτιστικές δραστηριότητες σε ποσοστό 15% , επηρεάζοντας καθοριστικά τα μοντέλα ψυχαγωγίας.
Ο χρόνος εργασίας ως πεδίο ταξικής πάλης
Στην συνθήκη όπου τα όρια εργασίας καθορίζονται από τα κέρδη του κεφαλαίου, ο άνθρωπος καταλήγει να ζει για να δουλεύει. Ο κοινωνικός χρόνος βάσει μαρξιστικών προσεγγίσεων διακρίνεται σε υποχρεωτικός (χρόνος εργασίας), καταναγκαστικός (χρόνος για λοιπές υποχρεώσεις εκτός εργασίας) και ελεύθερος (ψυχαγωγία, δραστηριότητες κ.α.).
Συγκεκριμένα, ο χρόνος δεν αποτελεί μία ατομική εμπειρία αλλά συνδέεται άμεσα με την παραγωγή και όπως προαναφέρθηκε έχει κοινωνική διάσταση, όπως αντίστοιχα και η εργασία. Ακόμη, αποτελεί μία εμπορευματοποιημένη δύναμη εντός (και εκτός) εργασίας αφού το εργαζόμενο παράγοντας υπεραξία καθίσταται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η διαλεκτική σχέση εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου εκφράζεται μέσω της παραγωγής και τον καταμερισμό εργασίας και τη σχέση αυτών με τον ελεύθερο χρόνο εκτός της ρουτίνας, δημιουργώντας τόσο αντιφάσεις όσο και δομές στην καθημερινότητα.
Ταυτόχρονα, ο χρόνος εκτός εργασίας και η διαχείριση του συνδέεται άρρηκτα με την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού. Οι ανάγκες του εργαζομένου για ύπνο, ξεκούραση, διατροφή κλπ μπορεί να αφορούν χρόνο που δεν δεσμεύει η ίδια εργασία, αλλά είναι χρόνος απαραίτητος για να συνεχιστεί η διαδικασία της παραγωγής σε καθημερινή βάση.
Θεμελιώδης κριτική του Μαρξ αποτελεί ότι ο καπιταλισμός αντικαθιστά όλες τις ανθρώπινες ανάγκες με τις φυσικές ανάγκες επιβίωσης του εργάτη: ‘’Ο εργάτης επιτρέπεται να έχει τόσα όσα είναι αρκετά για να ζήσει και του επιτρέπεται να ζήσει μόνο για να έχει’’.
Το εργαζόμενο αναγκάζεται να εργάζεται συνεχώς ώστε να παράγει πλούτο τον οποίο δεν κατέχει και από τον οποίο αποξενώνεται. Το αντάλλαγμα για αυτό, είναι το να μπορεί να επιβιώνει και να αναπαράγεται. Και τελικά, αντί η επιβίωση και η ικανοποίηση βασικών αναγκών και βιολογικών λειτουργιών να αποτελούν τα μέσα για την ύπαρξη και την ολόπλευρη ανάπτυξή του, η ίδια η επιβίωση αντιστρέφεται σε σκοπό της ύπαρξής του.
Βέβαια, ακόμη και ανάγκες τις οποίες αποκαλούμε φυσικές/βιολογικές καθορίζονται κοινωνικά, ιστορικά, πολιτισμικά με τις κοινωνικές σχέσεις να επενεργούν πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ο Μαρξ στις ‘Θέσεις για τον Φόιερμπαχ’ αναφέρει πως ‘’η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει μέσα στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων’’.
Η εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου
Η έννοια του ελεύθερου χρόνου αφορά τις στιγμές διεξόδου από την ρουτίνα τις οποίες το εργαζόμενο αφιερώνει σε ψυχαγωγία, διασκέδαση, επαφή με τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, το διάβασμα κλπ. Εκτός του ότι η έλλειψη και ο παραμερισμός του ελεύθερου χρόνου οδηγούν στην πλήξη και την αλλοτρίωση, απαραίτητη –σχεδόν πάντα- προϋπόθεση ώστε αυτός να αξιοποιηθεί αποτελούν οι πόροι τους οποίους απαιτείται να διαθέσει το άτομο.
Η καπιταλιστική εκμετάλλευση αφορά κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής ενώ αναπτύσσεται σε κάθε πεδίο: την παραγωγή, την ανταλλαγή, την κατανάλωση, τον ελεύθερο χρόνο της εργατικής τάξης, συγκροτώντας και ενοποιώντας πάνω σε μία αντιδραστική κατεύθυνση τον εργάσιμο και μη χρόνο, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία. Ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί κομβικό πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου (οικονομικά), αφού συχνά απορροφάται από την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών. Η καπιταλιστική παραγωγή εκτός από το προϊόν παράγει και τον τρόπο κατανάλωσης αυτού, διαμορφώνει τον καταναλωτή. Δεν παράγει μόνο το αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και το υποκείμενο για το αντικείμενο. Μάλιστα, το κεφάλαιο όχι απλά παράγει καταναλωτές προς όφελος του, αλλά λόγω του χαρακτήρα και του περιεχομένου της εργασίας επιδιώκει και καταφέρνει να παράξει αλλοτριωμένους καταναλωτές.
Εφόσον μιλάμε για την εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε και στην εμπορευματοποίηση της τέχνης και του πολιτισμού στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, στο πώς η τέχνη ιδιωτικοποιείται, η κρατική χρηματοδότηση πετσοκόβεται, πώς από το πεδίο αυτό εν τέλει επωφελούνται επιχειρήσεις και κοινωφελή ιδρύματα. Οι στρατηγικές αυτές πολιτικές μετατρέπουν την τέχνη σε εμπορικό προϊόν και την υποτάσσουν στο καπιταλιστικό μοντέλο, διαμορφώνουν μία πολιτιστική βιομηχανία η οποία καθιστά τον πολιτισμό προνόμιο για τους λίγους και είδος πολυτελείας για τα ταξικά στρώματα λαού και νεολαίας, την στιγμή που η ανεξάρτητη δημιουργία υποβαθμίζεται και υπονομεύεται με κάθε τρόπο. Σημασία έχει επίσης σε αυτή τη φάση να γίνει ο διαχωρισμός διασκέδασης και ψυχαγωγίας. (Πολύ συνοπτικά) Η πρώτη έγκειται σε δραστηριότητες που αφορούν την προσωρινή και επιφανειακή τέρψη του ατόμου, ενώ αντίστοιχα η ψυχαγωγία αφορά δραστηριότητες που καλλιεργούν, εξελίσσουν, εμπλουτίζουν το άτομο ( ψυχικά, συναισθηματικά, πνευματικά, ηθικά κλπ). Για τον λόγο αυτό, η επένδυση του κεφαλαίου αφορά σε πρώτο βαθμό την διασκέδαση, παραμερίζοντας συνειδητά την ψυχαγωγία. Ακόμη, κουλτούρα και πολιτισμός αποτελούν βασικό πεδίο εκμετάλλευσης του ιδεολογικού μηχανισμού , λόγος για τον οποίο κεφάλαιο και αστική τάξη επιδιώκει να τα καθορίσει.
`Ας μην ξεχνάμε επίσης και τον όγκο πληροφορίας, μηνυμάτων, ερεθισμάτων που δέχεται καθημερινά το άτομο μέσα από τα σόσιαλ και τις διαφημίσεις . Έτσι, δημιουργείται ένα πλαίσιο στο οποίο το άτομο όχι απλά δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί ουσιαστικά τις πληροφορίες, να μελετήσει, να προβληματιστεί αλλά ταυτόχρονα αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από μία πιο συνολική αισθητηριακή αλληλεπίδραση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο, την κοινωνία συνολικά. Η υπερκατανάλωση περιεχομένου μέσα από τα σόσιαλ βασίζεται στην εξής ανάλογη σχέση: όσο πιο γρήγορο το περιεχόμενο, τόσο και πιο πολύ. Πλέον ο ίδιος ο ελεύθερος χρόνος είναι εμπόρευμα και ο ίδιος ο χρήστης παράγει ‘’άτυπα’’ έργο. Πλέον, τα παραγόμενα δεδομένα που συλλέγονται από κάθε συσκευή -και με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης- υπολογίζονται στατιστικά, αναζητήσεις, δεδομένα ώστε το μάρκετινγκ να γίνεται ολοένα και πιο στοχευμένο, στρατηγικό και άρα επικερδές.
Η νεολαία στο μεταξύ αποτελεί βασικό στόχο και πεδίο επένδυσης για το κεφάλαιο, την βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου, την αστική τάξη. Προφανώς η σύσταση αυτής, έγκειται σε ένα σύνολο διαφορετικών χαρακτηριστικών (βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών) και καταβολών. Η νεολαία στο σήμερα, πλειοψηφικά βρίσκεται στα κατώτερα και πιο ταξικά στρώματα. Για την καθημερινότητα αυτής της νεολαίας λοιπόν, είναι ξεκάθαρο πως η εργασιακή επισφάλεια, η δυσκολία εύρεσης σταθερής δουλειάς, οι μισθοί πείνας, η ανεργία, η ανασφάλιστη εργασία, η εκμετάλλευση, η απασχόληση χωρίς δικαιώματα, η ενασχόληση με διαφορετικά αντικείμενα από το πραγματικά επιθυμητό, ακόμη και οι επιπτώσεις της πανδημίας επιδρούν καθοριστικά στην αντίληψη του χρόνου –εργάσιμου και μη- . Το μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας (είτε αυτή σπουδάζει, είτε όχι) βιώνει μια καθημερινότητα κατά την οποία ή θα δουλεύει υπερβολικά πολλές ώρες, ή καθόλου, ή θα πρέπει να διαχειριστεί έναν μη βιώσιμο συνδυασμό αυτών των δύο. Οι συμβάσεις μικρού χρόνου ή ακόμη και καθόλου συμβάσεις, ο συνεχής έλεγχος ,η τηλεργασία, οι απλήρωτες υπερωρίες, τα ολιγόμηνα προγράμματα, η ανάγκη εύρεσης δεύτερης δουλειάς, τα ασταθή εισοδήματα, η ελαστικότητα οδηγούν την νεολαία σε ‘’προσωρινές’’ λύσεις για να καταφέρουν να βιοποριστούν για ένα μικρό έστω διάστημα ή και στη συνεχή αναζήτηση εργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνεται μία συνθήκη κατά την οποία όχι απλά ο χωροχρονικός διαχωρισμός εργάσιμου και μη χρόνου είναι θολός, αλλά το κεφάλαιο καταφέρνει να επιδρά ουσιαστικά πάνω στην ποιότητα αυτού, ‘’ρουφώντας’’ με γρήγορους ρυθμούς την ενέργεια του εργαζομένου. Όλα αυτά, ενώ έχει παρατηρηθεί πως συχνά η νεολαία βιώνει την επισφάλεια ως μία συνθήκη ατομική, ενώ σε πολλές επιλογές της νεολαίας καθημερινά αποτυπώνεται η αποξένωση, το αδιέξοδο, επιβεβαιώνεται η ένταση των ψυχικών διαταραχών, της βίας, των εθισμών ως αποτέλεσμα (και) αυτής της αλλοτρίωσης.
Το ‘’δεν έχω χρόνο’’ να γίνει ‘’δεν θα ζήσουμε έτσι’’
Επειδή ταυτόχρονα με τις τάσεις που μας κρατούν δέσμιους ανθίζουν κι αυτές που έχουν την δύναμη να αμφισβητούν, να οραματίζονται και να παλεύουν για την ανατροπή και την χειραφέτηση:
Από την απογοήτευση που γίνεται οργή, το καθηλωτικό ΤΙΝΑ μέχρι τον χαμένο χρόνο που μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για έναν αγώνα ενάντια στην αλλοτρίωση- έναν αγώνα γεμάτο αγανάκτηση για κάθε πτυχή της καπιταλιστικής κοινωνίας που μας κλέβει τον χρόνο και τις ζωές συνολικά.
Η λύση (που ένα κείμενο λίγων σελίδων σίγουρα δεν αρκεί να την περιγράψει) σίγουρα όμως βρίσκεται σε αυτή την οργή, σε μία οργή που μετουσιώνεται σε οργανωμένο αγώνα, σ’ ένα σχέδιο που περιγράφει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης: Στην οργάνωση των εργαζομένων και την ενίσχυση της ταξικής συνείδησης με πρωτοπόρα αγωνιστά ώστε το αίτημα 5ημερο- 6ωρο να γίνει πράξη, να διεκδικούν καθημερινά καλύτερους όρους δουλειάς, μείωση των ωρών, αυξήσεις στους μισθούς, ΣΣΕ και σταθερή δουλειά για όλα, στην εργατική τάξη που θα ασκεί κριτική στην σχέση της ίδιας με την παραγωγή: τι παράγει και για ποιον.
Σίγουρα, σε μία καθημερινότητα τόσο αλλοτριωμένη και ρημαγμένη από κάθε άποψη, η εύρεση ποιοτικού ελεύθερου χρόνου δεν είναι απλή υπόθεση. Από την ανάγκη εγχειρημάτων για ένα άλλο πολιτιστικό αντιπρόταγμα που θα καταφέρνει να επιδρά στην διαμόρφωση και τη συνείδηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας κόντρα στις αντίστοιχες επιδιώξεις της αστικής πολιτικής παίζουν καθοριστικό ρόλο, ώστε να μην αποτελεί η τέχνη και ο πολιτισμός ένα είδος πολυτελείας για τους λίγους..
..μέχρι γειτονιές προσβάσιμες, πράσινες και ασφαλείς οι οποίες θα επιστρέψουν στους κατοίκους και θα εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες και την ποιότητα ζωής των ίδιων. Κόντρα στην γκρίζα, ασφυκτική και αγχώδη πραγματικότητα των σύγχρονων αστικών κέντρων, οι γειτονιές να αποτελέσουν πυρήνα κοινωνικοποίησης επανανοηματοδοτώντας την έννοια του χώρου και του χρόνου στην καθημερινότητα των εργαζομένων.
Για να απελευθερωθεί ο χρόνος της εργατικής τάξης και της νεολαίας και να μπορέσει να αποτελέσει πεδίο εξέλιξης και ολοκλήρωσης του κοινωνικού ανθρώπου μέσα από το συλλογικό.
Η λύση θα δοθεί μόνο χειραφετητικά και αντικαπιταλιστικά, ώστε η ανάγκη της εργατικής τάξης για ελεύθερο χρόνο και ζωή να νικήσει στην πράξη την επιβολή του κεφαλαίου να αυξήσει τα κέρδη του εις βάρος της.
Η κομμουνιστική αριστερά στο σήμερα οφείλει να μάχεται όχι μόνο για τη μείωση των ωρών εργασίας ώστε να ζουν και να δουλεύουν όλα υπό ανθρώπινους όρους, αλλά οφείλει να μάχεται ώστε να συμβάλει με ουσιαστικό τρόπο στην περιγραφή στην πράξη διεξόδων και λύσεων , στην αναζήτηση μέσα από τον ελεύθερο χρόνο μιας αυθεντικής ανεστραμμένης από την σημερινή, πραγματικότητας!
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο γράφει χαρακτηριστικά: ‘’Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα. […] Πέρα από αυτό αρχίζει η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου, σαν αυτός καθαυτός σκοπός, το πραγματικό βασίλειο της ελευθερίας, που μπορεί όμως να ακμάσει μόνο πάνω στη βάση εκείνου του βασιλείου της ανάγκης. Ο βασικός όρος είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας’’
Να κατακτήσουμε τον ελεύθερο χρόνο για να τον μετατρέψουμε
σε βασικό μέτρο του κοινωνικού πλούτου.