
Η αναπηρία ως έννοια
της Αναστασίας Κυπραίου, Οργάνωση Ανατολικών (Θεσσαλονίκη)
Το παρακάτω κείμενο συμβολής έχει ως στόχο να ενημερώσει τα μέλη της οργάνωσης για την έννοια της αναπηρίας, την αλλαγή της στο πέρασμα του χρόνου αλλά και το πώς αυτή επηρεάζει την συζήτηση για τις ψυχικές διαταραχές, την διάγνωση αλλά και την θεώρηση μας για τα παραπάνω στα πλαίσια του καπιταλισμού
- Το ιατρικό-ατομικό μοντέλο της αναπηρίας:
- Ως όρος ξεκίνησε να ορίζεται στην βάση της προσπάθειας διαχείρισης των ατόμων με βαριά ελλείμματα και βλάβες όσον αφορά την σωματική διάπλαση και (κυρίως) την νοητική λειτουργία.
- Το ιατρικό μοντέλο προσεγγίζει την αναπηρία αποδίδοντας τους κοινωνικούς περιορισμούς στις φυσικές δυσλειτουργίες του ατόμου και αναζητά την αιτία του προβλήματος. Σύμφωνα με το ιατρικό μοντέλο κύρια πηγή της αναπηρίας θεωρείται το βιολογικό σώμα, το οποίο χρήζει θεραπείας.
- Στην βάση του παραπάνω ορισμού, το ζήτημα της αδυναμίας ένταξης του ατόμου στην κοινωνική ζωή και την εργασία έγκειται στο ίδιο το άτομο. Η “λύση” στο ζήτημα της αναπηρίας εντοπίζεται στην προσπάθεια να “θεραπευτεί” και όταν αυτή κρίνεται αδύνατη, στον εγκλεισμό του σε δομές ασυλικου τύπου και λοιπά ιδρύματα
- Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας
- Η εμφάνιση του όρου εντοπίζεται αρχικά σε έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 1976 από την Ένωση Ατόμων με Κινητικές Βλάβες κατά του Διαχωρισμού
- Βάσει του κοινωνικού μοντέλου, η αναπηρία είναι το παράγωγο σωματικών/φυσικών, οργανικών και συμπεριφορικών εμποδίων που υπάρχουν στην ίδια την κοινωνία, τα οποία και οδηγούν στη διάκριση. Η εξάλειψη της διάκρισης απαιτεί αλλαγή στην προσέγγιση και τον τρόπο σκέψης που δομούν την κοινωνία.
- Στην πραγματικότητα, το κοινωνικό μοντέλο ορισμού της αναπηρίας ορίζει μια διαφορετική αντίληψη για το τι σημαίνει ζωή, που δεν ταυτίζει την ολοκληρωμένη ζωή με την ένταξη στην κουλτούρα της παραγωγικότητας. Αντιθέτως, βασίζεται στην περιγραφή των αναγκών -δικαιωματων του ανθρώπου που του εξασφαλίζουν μια ζωή αξιοβίωτη: δικαίωμα στην σίτιση και την στεγαση, δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην εργασία, στην συμμετοχή και ένταξη στην κοινωνία, δικαίωμα στην σύναψη κοινωνικών σχέσεων επί ίσοις όροις, δικαίωμα αυτοδιάθεσης κοκ. Ουσιαστικά, αποτελεί την απάντηση στον ευφημισμό που έχει καθιερωθεί για να αναφερόμαστε στα ανάπηρα άτομα, αυτόν που αναφέρεται στους ανάπηρους ως “Άτομα με ειδικές ανάγκες”. Ένας όρος που εύκολα καταρρέει, αν αναλογιστούμε: ποια ανάγκη των αναπήρων ατόμων δεν είναι και ανάγκη των μη αναπήρων;
Η συζήτηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε τα ανάπηρα άτομα τροφοδοτεί άμεσα την συζήτηση για το τι καθιστά μια ζωή “αξιοβίωτη”, εισάγοντας επιτακτικά την ανάγκη για μετάβαση του γνωστού “από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”. Όχι γιατί σε μια άλλη κοινωνία θα σταματήσουν να υπάρχουν πχ άτομα με νοητικά ελλείμματα ή αυτισμό, αλλά γιατί αυτό δεν θα τους σταματά από το να ζήσουν όπως όλοι .
Παράλληλα, η θεωρητική βάση του να αντιλαμβάνεσαι την αναπηρία σαν αποτύπωση της ελλιπούς δυνατότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας να υπερβεί το κυνήγι της αποδοτικότητας και την ιεράρχηση του ως την αξία που καθορίζει τα πάντα, τροφοδοτεί από διαφορετικό δρόμο την συζήτηση για την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής πάλης για την επαναστατική μετάβαση στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
Αυτό που πρέπει σιγουρα να δούμε, είναι και το πώς, στα πλαίσια του καπιταλισμού, την στοιχειώδη εκπλήρωση των αναγκών τουςη παθολογικοποίηση με την μορφή της παροχής διάγνωσης για κάποια διαταραχή/έλλειμμα/νόσο είναι σύμφυτη με την ορατότητα και την παροχή υποστήριξης.
Η κοινωνία αλλά και η εργασιακή πραγματικότητα στο σήμερα δεν είναι προσβάσιμη για τα ανάπηρα άτομα, είτε μιλάμε για κινητικές αναπηρίες, είτε για νοητικές, είτε για ψυχικές (ναι, και οι ψυχικές διαταραχές εντάσσονται στις αναπηρίες). Αυτό σημαίνει ότι η προσβασιμότητα αφορά το να υπάρχει ράμπα για αμαξίδια σε ένα δημόσιο κτίριο, την παροχή ειδικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο μέχρι και τις εύλογες προσαρμογές στον χώρο εργασίας ώστε να είναι δυνατόν να υπάρχει λ.χ. ένα αυτιστικό άτομο εντός του με όρους μη δυσφορικούς. Οι προσαρμογές αυτές είναι κοστοβόρες και η παροχή αυτών στο σύνολό τους απαιτεί μια κοινωνία που λειτουργεί με κριτήριο την συμμετοχή όλων των ατόμων με στόχο την εξάλειψη της αναπηρίας. Ωστόσο,, η “αλόγιστη” παροχή βοήθειας, είναι πλήρως αντίθετη στην ιδεολογική βάση του καπιταλισμού. Για να το θέσω απλά, αν η κοινωνία και η παραγωγή λειτουργούσε με πρωταρχικό στόχο να ικανοποιεί τις ανάγκες των ατόμων, τότε πόσο κέρδος θα μπορούσαμε να παράξουμε για το κεφάλαιο;
Με την ισχυρή επίδραση του κινήματος των δικαιωμάτων και των ιδεών του διαφωτισμού στο εποικοδομημα, το σύστημα ήρθε αντιμέτωπο με την πιεστική ανάγκη να καλύψει τουλάχιστον κάποιες ανάγκες των αναπήρων ατόμων προκειμένου να εξασφαλιστεί η “ισότητα”. Ωστόσο, στο σήμερα των εθισμων, της από διάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων, του άγχους επιβίωσης και του κοινωνικού κανιβαλισμού, τα όρια της δυσφορίας και της “διαταραχής” γίνονται πιο δυσδιάκριτα, η κοινωνική απαίτηση για “εύλογες προσαρμογές” και παροχή βοήθειας μεγαλώνει. Η απάντηση του καπιταλισμού είναι, όπως βλέπουμε παντού γύρω μας, η παθολογικοποίηση. Τα άτομα που λαμβάνουν διαγνώσεις για ψυχικές διαταραχές ή νευροαποκλισεις (ΔΕΠΥ, αυτισμός, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες) πληθαίνουν και στρέφονται στην ψυχοθεραπεία ή την λήψη αντικαταθλιπτικών, stimulants και άλλων ειδών αγωγής. Είναι όμως ζήτημα διαταραχής το αυξημένο άγχος; Και γιατί η δυσφορία που καθημερινά ζούμε είναι αόρατη και “αυτή η γενιά δεν είναι αρκετά σκληρή” μέχρι να δώσει κάποιος ψυχίατρος όνομα στην δυσφορία που βιώνουμε, μέχρι να μας κατατάξουν ως “μη λειτουργικούς”;
Η όξυνση της παθολογικοποίησης, το κυνήγι της διάγνωσης, η αυτό διάγνωση και το “όλοι έχουμε ΔΕΠΥ στην σημερινή εποχή” είναι απλά απάντηση στο ποσό μη λειτουργικοί νιώθουμε σήμερα. Είναι το πώς βλέπουμε ότι δεν ζούμε μια ζωή “αξιοβίωτη” και προσπαθούμε να εξηγήσουμε το πρόβλημα αυτό απέναντι στον τοίχο του “σκύψε το κεφάλι και ξεπερνά το” που απαντάται συστηματικά στην καθημερινή μας δυσκολία. Επομένως, έχει σημασία να δούμε το πώς θα επικοινωνήσουμε με αυτό το κομμάτι της νεολαίας. Γιατί δεν θέλουμε μια κοινωνία που μας βλέπει μόνο όταν μας ορίζει ως προβληματικούς, αλλα μια κοινωνία που δεν μας καθιστά προβληματικούς και μας βοηθά να καλύπτουμε τα προσωπικά μας ελλείμματα, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών ανθρωπίνων εμπειριών. Δεν θέλουμε να είμαστε περισσότεροι οι “ανάπηροι”, αλλά να πάψουν να μας αναπηροποιούν.