
Μια συμβολή στη συζήτηση για το Hustle Culture
του Χρήστου Κανταρτζή Οργάνωση Σπουδάζουσας ΠΑΜΑΚ 1
Τι σημαίνει hustle;
Το ρήμα hustle προέρχεται από την ολλανδική λέξη “husselen”, που σημαίνει «κουνώ ή ανακατεύω», και καταγράφεται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα, σύμφωνα με το Oxford English Dictionary.
Γύρω στο 1800, το hustle σήμαινε να ληστεύεις κάποιον προσποιούμενος ότι τον σκουντάς. Και ο όρος hustler, γράφουν οι Times το 1975, ήταν κάποιος «που ταρακουνούσε ή σκούνταγε ένα θύμα ενώ ένας συνεργός τού άδειαζε την τσέπη».
Μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, η σημασία του όρου «επιδιώκω έντονα μια δραστηριότητα που θα με ωφελήσει» είχε παγιωθεί. Καμιά φορά, το hustle σήμαινε απάτη με στόχο το χρήμα: Για παράδειγμα, ένα άρθρο των Times από το 1997 περιέγραφε την πώληση ναρκωτικών ως μία από τις εκατοντάδες «hustles» στη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο, το «hustling» δεν ήταν πάντα παράνομο· κάποιος που έκανε hustle μπορούσε επίσης να εργάζεται εξαιρετικά σκληρά για να βγάλει τίμια το ψωμί του, να Επιβιώσει πρώτα, και έπειτα να ανελιχθεί κοινωνικά και οικονομικά.
Αυτή η ιδέα απέκτησε ξεχωριστή σημασία στις κοινότητες των Αφροαμερικάνων. Η λέξη hustle χρησιμοποιήθηκε σε αφροαμερικανικές εφημερίδες και άλλα έργα του 20ού αιώνα, για να περιγράψει την πραγματικότητα που πολλοί φτωχοί Αφροαμερικανοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν για να τα βγάλουν πέρα.
Ένα άρθρο του 1964 στους Times από τον ακαδημαϊκό C. Eric Lincoln εξέταζε την οικονομική διαστρωμάτωση και τις ρίζες της στη δουλεία: «Ο αρχηγός της οικογένειας εργάζεται σε δύο δουλειές και περιστασιακά σε τρεις. Αυτή η συμπληρωματική εργασία … είναι γνωστή ως ‘hustle’», έγραψε, προσθέτοντας ότι ο όρος ήταν «αρκετά οικείος» στους Μαύρους Αμερικανούς των λαϊκών στρωμάτων.
Το hustling culture σήμερα
Στον σύγχρονο καπιταλισμό της ψηφιακής εποχής, η εργασία δεν περιορίζεται πια στον παραδοσιακό χώρο του εργοστασίου ή του γραφείου. Επεκτείνεται στο σπίτι, στο κινητό, και στις πλατφόρμες. Το λεγόμενο hustle culture – η κουλτούρα του συνεχούς «τρέξιμου» – δεν είναι απλώς μια μόδα ή στάση ζωής, αλλά έκφραση της βαθιάς αναδιάρθρωσης της εργασίας και της ζωής στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Συνδέεται άμεσα με την εξάπλωση του gig economy, του επισφαλούς και κατακερματισμένου μοντέλου εργασίας, που εξαρτάται από την «ευελιξία» και την
αυτο-απασχόληση, και θεμελιώνεται πάνω στην ατομική ευθύνη και την πλήρη απαλλαγή του εργοδότη από κάθε υποχρέωση.
Το hustle culture σήμερα διαπερνά φύλα και φυλές, αλλά δεν εξισώνει – αντίθετα, βαθαίνει τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες. Ενσταλάζει στο άτομο την ιδεολογία της αυτοεκμετάλλευσης ως μορφή ελευθερίας. Το υποκείμενο καλείται να “βελτιώνεται συνεχώς”, να επιμορφώνεται, να αναπτύσσει soft ski ls, να “επενδύει στον εαυτό του”, να μετατρέπεται σε “προσωπικό brand”. Σε αυτή τη συνθήκη, η εργασία δεν τελειώνει ποτέ – ούτε χρονικά ούτε ψυχικά. Το ελεύθερο ωράριο δεν σημαίνει ελεύθερο χρόνο, αλλά διαρκή διαθεσιμότητα. Αντίστοιχα η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης γίνεται κάτι όλο και δυσκολότερο. “Καταργείται” ο ελεύθερος χρόνος καθώς αναλώνεται στα side hustles, καταστρέφεται οποιαδήποτε μορφή συλλογικής ζωής, την ίδια ώρα που η πρόσβαση στην δημόσια υγεία στενεύει και τα κοινωνικά αγαθά ιδιωτικοποιούνται και ακριβαίνουν.
Η κουλτούρα της εξάντλησης δεν είναι ατύχημα. Είναι εργαλείο εξουσίας. Θαυμάζεται η αυπνία, η υπερπαραγωγικότητα, η κατάργηση κάθε ορίου ανάμεσα σε εργασία και ζωή. Ο/η εργαζόμενος/η αυτοελέγχεται, αυτοαξιολογείται, αυτοτιμωρείται. Δεν χρειάζεται αφεντικό για να του ασκήσει πίεση – είναι το ίδιο το άτομο ο καταπιεστής του εαυτού του. Όταν δεν τα καταφέρνει, δεν κατηγορεί το σύστημα, αλλά τον εαυτό του: “Δεν έτρεξα αρκετά”, “Δεν προσπάθησα αρκετά”. Αυτή η εσωτερίκευση της αποτυχίας είναι ισχυρό όπλο του κεφαλαίου σήμερα.
To gig economy λειτουργεί συμπληρωματικά: ένα σύστημα όπου οι εργαζόμενοι/ες δουλεύουν με το “κομμάτι”, χωρίς σταθερές συμβάσεις, χωρίς δικαιώματα, χωρίς κοινωνική ασφάλιση. Πλατφόρμες όπως η Wolt, η Uber, αλλά και άλλες μορφές freelancing, προσφέρουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και της επιλογής, ενώ στην πράξη αποτελούν μηχανισμούς φθηνής, άτυπης, ευέλικτης και υπερεκμεταλλευόμενης εργασίας. Ο εργαζόμενος/η με το μπλοκάκι, με δεύτερη ή τρίτη δουλειά, που αγωνίζεται να επιβιώσει με τα ελάχιστα, είναι το αποτέλεσμα αυτής της νέας μορφής ταξικής καταπίεσης.
Η πραγματικότητα είναι πως το σύστημα δεν «επιβραβεύει τους καλύτερους», αλλά αναπαράγει την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου, επιβάλλοντας μια νέα μορφή ιδεολογικής και κοινωνικής πειθάρχησης. Όταν οι νέοι και οι νέες καλούνται να εργάζονται ασταμάτητα, να μορφώνονται ακατάπαυστα, να “κάνουν το πάθος τους επάγγελμα”, να αποφεύγουν τις συλλογικές διεκδικήσεις και να επενδύουν μόνο στον εαυτό τους, αυτό που χτίζεται δεν είναι η «αυτοπραγμάτωση», αλλά ένα πρότυπο εργαζόμενου/ης στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό: πειθήνιος, αναλώσιμος, αποπολιτικοποιημένος.
Η μείωση της συμμετοχής και της δυναμικής στα εργατικά σωματεία και στην συλλογική δράση εντείνουν την αίσθηση της μοναξιάς και της ατομικής ευθύνης. Αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά προϊόν δεκαετιών αντικοινωνικών πολιτικών και ιδεολογικής επίθεσης. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, το κεφάλαιο επενδύει στην κατακερματισμένη, εξατομικευμένη, φοβισμένη εργατική δύναμη, ώστε να επιβάλλει το δόγμα “δουλειά χωρίς δικαιώματα – ζωή χωρίς προοπτική”.
Andrew Tate-Girl Bosses Δύο όψεις της ίδιας καπιταλιστικής αυταπάτης
Οι φιγούρες του Andrew Tate και της «girlboss» φαντάζουν αρχικά εκ διαμέτρου αντίθετες. Ο πρώτος ενσαρκώνει μια υπερ-ανδρική εκδοχή του επιχειρηματικού ατομικισμού, ενώ η δεύτερη παρουσιάζεται ως το πρόσωπο της γυναικείας ενδυνάμωσης μέσα από την επιχειρηματικότητα και την αυτοδιάθεση. Ωστόσο, κάτω από τις διαφορετικές αυτές αφηγήσεις, και οι δύο προωθούν την ίδια θεμελιώδη ιδεολογία: την κουλτούρα του hustle, δηλαδή την εμμονική προσήλωση στην παραγωγικότητα, την ατομική επιτυχία και την ψευδαίσθηση της κοινωνικής ανόδου μέσα από τη σκληρή, αδιάκοπη εργασία.
Η φιγούρα του Andrew Tate προωθεί ένα επιθετικό μοντέλο επιτυχίας, βασισμένο στην απόρριψη της «δουλείας» του 9-5 και την αναζήτηση του χρηματικού πλεονεκτήματος μέσω crypto, online business και άλλων μορφών οικονομικής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, απευθύνεται κυρίως σε νεαρούς άνδρες που αισθάνονται αποξενωμένοι, εγκλωβισμένοι ή υποτιμημένοι στον σύγχρονο κόσμο της εργασίας. Η ρητορική του υπόσχεται απελευθέρωση — όχι από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά μέσω αυτής, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι με το σωστό «μυαλό» και αρκετό grinding, ο καθένας μπορεί να γίνει αφεντικό.
Από την άλλη πλευρά, η girlboss κουλτούρα έχει αφετηρία το ρεύμα του φιλελεύθερου φεμινισμού. Η γυναίκα που φτιάχνει την επιχείρησή της, που ανελίσσεται στην επιχειρηματική ιεραρχία, που διαχειρίζεται τη μέρα της με εργαλεία παραγωγικότητας, γίνεται πρότυπο — όχι γιατί αμφισβητεί το σύστημα, αλλά γιατί «καταφέρνει» να επιβιώσει μέσα σε αυτό, συνήθως με όρους που απαιτούν υπερβολική εργασία, συνεχή αυτοβελτίωση και απόλυτη προσήλωση στην εικόνα του «επιτυχημένου εαυτού».
Και στις δύο περιπτώσεις, ο ατομικισμός και η αυτοεκμετάλλευση παρουσιάζονται ως αρετές. Η επιτυχία είναι αποκλειστικά προσωπική ευθύνη, ενώ η αποτυχία είναι απόδειξη προσωπικής αδυναμίας. Οποιαδήποτε έννοια συλλογικότητας, ταξικής συνείδησης ή συστημικής αμφισβήτησης αποσιωπάται πλήρως. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο ο Andrew Tate όσο και η Girlboss λογική λειτουργούν ως ιδεολογικά εργαλεία της αστικής τάξης, προσφέροντας ελπίδες ατομικής ανόδου που τελικά αποσπούν την προσοχή από την πραγματική οικονομική και κοινωνική ανισότητα.
Στόχος είναι τα λεφτά(;) έτσι μας είπε ο καπιταλισμός
Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία έχει μετατρέψει το χρήμα σε μέτρο αξίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Στον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο, στη διαφήμιση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, κυριαρχεί η αντίληψη ότι η επιτυχία, η ευτυχία και η κοινωνική αναγνώριση ταυτίζονται με τη συσσώρευση πλούτου και την ατομική ανέλιξη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η νεολαία, εγκλωβισμένη σε αυτή την κουλτούρα, μαθαίνει να βλέπει το burnout ως «φυσιολογικό στάδιο», την ανασφάλεια ως «πρόκληση», και την κακοπληρωμένη ευελιξία ως «επιλογή». Κάθε απόπειρα κριτικής φαντάζει “οκνηρία”, “γκρίνια” ή “έλλειψη κινήτρου”. Το μόνο που μετράει είναι να συνεχίσεις να “τρέχει”. Να πατάει επί πτωμάτων — έστω κι αν το πτώμα είναι ο εαυτός της.
Έτσι, η εργασία χάνει οποιοδήποτε συλλογικό, κοινωνικό, ακόμα και δημιουργικό περιεχόμενο. Είναι απλώς το μέσο για να συγκεντρώσει λεφτά. Όχι για να ζήσει — αλλά για να μην πέσει. Το αποτέλεσμα είναι μια νεολαία που συνθλίβεται ανάμεσα στη φαντασίωση της επιτυχίας και την πραγματικότητα της επισφάλειας. Από τη “δουλειά των ονείρων” στο gig economy, από το upski ling και τα σεμινάρια στη μόνιμη ανασφάλεια, από τα likes και το personal brand στην ψυχολογική εξάντληση. Μια γενιά που μαθαίνει να μη ζητά τίποτα, γιατί θεωρεί πως “δεν της αξίζει” αν δεν παλέψει μόνη της.
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Είναι αυτή η μόνη δυνατότητα που έχει μπροστά της η νέα γενιά; Ή μήπως υπάρχει και άλλος δρόμος – συλλογικός, αγωνιστικός, απελευθερωτικός;
Ποιά πρέπει να είναι η απάντηση μιας κομμουνιστικής νεολαίας σε αυτήν την
κατάσταση;
Απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία που περιορίζει τον ορίζοντα της νέας γενιάς στην ατομική προσαρμογή και την αγωνιώδη προσπάθεια για “επιτυχία”, διαμορφώνεται η ανάγκη για έναν άλλο προσανατολισμό: συλλογικό, αγωνιστικό, ριζικά διαφορετικό.
Για μια επαναστατική κομμουνιστική νεολαία, όπως η νΚΑ, η απάντηση δεν βρίσκεται στη “βελτιωμένη εκδοχή” της υπάρχουσας κοινωνίας, ούτε στην προσωπική επιβίωση εντός ενός άδικου κόσμου. Βρίσκεται στην προσπάθεια να ανατραπεί η λογική αυτού του κόσμου εκ θεμελίων. Ο στόχος της νεολαίας δεν μπορεί να είναι η ατομική ένταξη σε ένα σύστημα που γεννά κρίση, πολέμους, φτώχεια, καταπίεση. Οφείλει να είναι η συλλογική χειραφέτηση και η οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Αυτό προϋποθέτει την αμφισβήτηση της “κανονικότητας” του καπιταλισμού, όχι ως φυσικής κατάστασης, αλλά ως ιστορικά προσδιορισμένου και ανατρέψιμου συστήματος. Η νεολαία έχει δικαίωμα – και καθήκον – να ζήσει αλλιώς. Όχι “δουλεύοντας σκληρά για να τα καταφέρει”, αλλά αγωνιζόμενη συλλογικά για να αλλάξει τον κόσμο. Όχι με το βλέμμα σκυφτό στην “αγορά”, αλλά με το κεφάλι ψηλά, προς έναν νέο πολιτισμό σχέσεων, αξιών, συλλογικότητας.
Η απάντηση στον ατομισμό δεν είναι η απογοήτευση, αλλά η οργάνωση και η πολιτική στράτευση. Η νΚΑ πρέπει να παλεύει ώστε να γίνει φορέας αυτής της προοπτικής — για μια νεολαία που θα σκεφτεί και θα δράσει ως υποκείμενο ανατροπής του συστήματος που δεν την αφήνει να αναπνεύσει και της κόβει τα φτερά.