
Κείμενο Συμβολής για την Ψυχική Υγεία
των Α. Κατσαράκη, Οργάνωση Κέντρου 2 (Αττική), Ν. Χασακού, Οργάνωση Σπουδάζουσας Ρεθύμνου
Τι σημαίνει να είσαι καλά σε μια κοινωνία που νοσεί; Είναι η ψυχική δυσφορία προσωπική αποτυχία – ή μεταξύ άλλων και μια κραυγή απέναντι σε έναν αφύσικα οργανωμένο κόσμο;
[Το παρόν κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια συμβολής στη συζήτηση γύρω από την ψυχική υγεία, την οποία οφείλουμε να κάνουμε και με πιο οργανωμένους και συλλογικούς όρους από την επόμενη μέρα. Για ποια ψυχική υγεία μιλάμε και τι ψυχική υγεία θέλουμε και σε ποια κοινωνία; Ως κομμουνιστική οργάνωση νεολαίας οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τις συνθήκες ζωής κι εργασίας και πώς αυτές επιδρούν στην ψυχική ευημερία όλων μας και να βρούμε τα εργαλεία εκείνα που θα καταστήσουν το ζήτημα της ψυχικής υγείας από ατομικό και προσωπικό σε συλλογικό και κοινωνικό κόντρα στις κυρίαρχες αντιλήψεις (τόσο της ευρύτερης κοινωνίας αλλά και των ίδιων των ειδικών της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής).]
Ψυχική υγεία στον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός, ως σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση, τη διαρκή αύξηση του κέρδους και τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια των λίγων, είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση και την όξυνση των προβλημάτων ψυχικής υγείας και των ψυχικών διαταραχών που συναντώνται στον κόσμο μας. Η ραγδαία φτωχοποίηση του πληθυσμού, η πείνα, οι ταξικές ανισότητες, οι διακρίσεις, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η έμφυλη κακοποίηση, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στην καραντίνα, η περιβαλλοντική κρίση κι οι καταστροφές που αυτή συνεπάγεται, οι πόλεμοι, τα προσφυγικά και μεταναστευτικά κύματα, η άνοδος της ακροδεξιάς κοκ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ψυχική υγεία – πόσο μάλλον στην ίδια τη ζωή των ανθρώπων και ειδικότερα των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων.
Τα άτομα που πλήττονται από αυτές τις συνθήκες ζουν με την καθημερινή αγωνία για την επιβίωσή τους, βιώνοντας υψηλά επίπεδα άγχους, φόβου, κατάθλιψης και αίσθησης αδυναμίας. Επιπλέον, η έλλειψη πρόσβασης σε ποιοτική υγειονομική περίθαλψη και κοινωνικούς πόρους περιορίζει τη δυνατότητά τους να διαχειριστούν τις ψυχικές τους ανάγκες, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της κοινωνικής και ψυχικής τους απομόνωσης. Άλλωστε, γνωρίζουμε πολύ καλά πως η ψυχική υγεία αντιμετωπίζεται όχι ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά ως ένα ακόμα εμπόρευμα προς εκμετάλλευση. Οι ζωές των ανθρώπων, η συναισθηματική τους ευημερία και η συνολική ποιότητα της ψυχικής τους υγείας δεν αποτελούν προτεραιότητα για τα κράτη και την κυρίαρχη πολιτική, καθώς το βασικό κριτήριο που καθορίζει τις αποφάσεις δεν είναι η κοινωνική φροντίδα, αλλά το οικονομικό κέρδος. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, η δημόσια και δωρεάν ψυχική υγεία και η ουσιαστική αποδέσμευση από κάθε μορφή καταπίεσης υπονομεύονται συστηματικά. Αντί να ενισχύεται η πρόληψη και η ελεύθερη πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, το σύστημα επιδιώκει να κρατάει τους ανθρώπους σε συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας και εξάρτησης από ψυχιατρικά και φαρμακευτικά πρωτόκολλα που λειτουργούν με γνώμονα τη διατήρηση της παραγωγικότητας και όχι την ουσιαστική φροντίδα.
Δεν είναι τυχαίο που ο πρόσφατος νόμος για την ψυχική υγεία στην Ελλάδα προβλέπει μεταξύ άλλων: 1) Συμμετοχή Ιδιωτικών Φορέων: Το νομοσχέδιο επιτρέπει τη συμμετοχή ιδιωτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) και ιδιωτικών κλινικών, στο Ε.Δ.Υ.Ψ.Υ., εντάσσοντάς τους στο εθνικό δίκτυο παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας και 2) Συγχώνευση και Κατάργηση Υφιστάμενων Δομών: Προβλέπεται η συγχώνευση ή κατάργηση υφιστάμενων δημόσιων δομών, όπως τα ψυχιατρικά νοσοκομεία, χωρίς την ταυτόχρονη δημιουργία εναλλακτικών κοινοτικών δομών.
Υπάρχει, συνεπώς, η στόχευση της συρρίκνωσης της δημόσιας ψυχικής υγείας και η σταδιακή πλήρης ιδιωτικοποίησή της. Με την επικείμενη κατάργηση των δύο μεγαλύτερων ψυχιατρείων της χώρας (Δαφνί και Δρομοκαΐτειο), καθώς και τη συγχώνευση κρίσιμων δομών απεξάρτησης (ΚΕΘΕΑ, 18 Άνω, ΟΚΑΝΑ) σε έναν ενιαίο ιδιωτικό φορέα, γίνεται σαφές ότι η ψυχική υγεία μετατρέπεται σε πεδίο κερδοφορίας για τους λίγους. Για ακόμα μια φορά το ελληνικό κεφάλαιο βρίσκει νέα πεδία επένδυσης σε έναν τομέα όπου οι ανάγκες του πληθυσμού είναι διαρκώς αυξανόμενες. Αντί να στηριχθούν οι δημόσιες δομές με προσλήψεις προσωπικού και αύξηση της χρηματοδότησης, το κράτος επιλέγει να μεταφέρει τις υπηρεσίες σε ιδιωτικούς οργανισμούς, όπου το κύριο μέλημα είναι η κερδοφορία και όχι η κοινωνική μέριμνα. Αυτό σημαίνει ότι οι υπηρεσίες θα γίνουν ακόμα πιο απρόσιτες για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, επιτείνοντας τον ταξικό αποκλεισμό από τη φροντίδα ψυχικής υγείας. Σε αυτό το πλαίσιο, η πληττόμενη πλειοψηφία θα βρίσκεται σε ακόμα πιο μειονεκτική θέση. Όσοι αδυνατούν να πληρώσουν για ιδιωτική φροντίδα θα καταλήξουν σε υποστελεχωμένες, ελάχιστες δομές, όπου οι παροχές θα είναι ελλιπείς ή ακόμα ανύπαρκτες. Έτσι, αντί να αντιμετωπίζεται η ψυχική υγεία ως κοινωνική ανάγκη, μετατρέπεται σε προνόμιο για τους λίγους, αναπαράγοντας τις ανισότητες και εμβαθύνοντας τους ταξικούς φραγμός στην κοινωνία. Η ταξική διάσταση αυτής της πολιτικής είναι ξεκάθαρη: μόνο όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν για ιδιωτικές υπηρεσίες θα έχουν πρόσβαση σε επαρκή ψυχιατρική-ψυχική φροντίδα και θεραπεία, ενώ οι υπόλοιποι θα αφεθούν στην τύχη τους, χωρίς καμία στήριξη. Είναι ξεκάθαρο πως η πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας γίνεται ολοένα και περισσότερο ταξική!
Η έννοια της αλλοτρίωσης:
Ο Μαρξ δεν δημιούργησε ποτέ επίσημη θεώρηση γύρω από την ψυχολογία, ωστόσο μίλησε για την έννοια της αλλοτρίωσης στην οποία βρίσκονται τα θεμέλια του ατόμου. Για τον Μαρξ, η αλλοτρίωση ήταν μια απεικόνιση του φοβερού σωματικού και ψυχικού αντίκτυπου του καπιταλισμού στους ανθρώπους. Στην ουσία της, η αλλοτρίωση δείχνει την αποξένωση που αισθάνονται τόσο από τον εαυτό τους όσο και από τον κόσμο γύρω τους, συμπεριλαμβανομένων των συνανθρώπων τους. Συγκεκριμένα η αξία της αλλοτρίωσης για την κατανόηση της ψυχικής υγείας έγκειται στην απεικόνιση της διάκρισης που εμφανίζεται στον καπιταλισμό μεταξύ της ανθρώπινης ύπαρξης και ουσίας. Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός διαχωρίζει τα άτομα από την ουσία τους ως συνέπεια της ύπαρξής τους.
Αυτή η αλλοτρίωση αποτελεί συστατικό στοιχείο της εξατομίκευσης και οδηγεί σε αυτήν, καθώς οι άνθρωποι χάνουν τη σύνδεσή τους με την κοινότητα, την κοινωνική συνοχή, δηλαδή, ένα ανεξίτηλο κομμάτι της ύπαρξής τους. Είναι επομένως καταλυτική, οδηγώντας σε έναν κατακερματισμό του ίδιου του εαυτού που δεν μπορεί να ενοποιήσει τις πολλαπλές ταυτότητες που επιβάλλει η σύγχρονη καθημερινότητα. Μία από τις βασικές εκφάνσεις της αλλοτρίωσης, όπως εκδηλώνεται στη διαδικασία της εξατομίκευσης, είναι ο διαχωρισμός της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα. Η δημόσια σφαίρα μεταβάλλεται, αποκτώντας μια ρευστή ταυτότητα που συγχέει το προσωπικό με το συλλογικό, ενώ ταυτόχρονα ασκεί ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο στην ιδιωτική ζωή. Η ιδιωτική σφαίρα μετατρέπεται έτσι σε χώρο έντονης ψυχολογικοποίησης, όπου κυριαρχούν εξηγήσεις και ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από ψυχολογικούς όρους. Η τάση αυτή δεν είναι ουδέτερη· αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό των αστικών σχέσεων παραγωγής και αντανακλά τις ευρύτερες πολιτισμικές μεταβολές της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Το σύγχρονο υποκείμενο είναι προϊόν των υλικών συνθηκών της ζωής και της θέσης του στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής και οι ταξικές αντιθέσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την αυτοαντίληψη του ατόμου. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, το υποκείμενο αλλοτριώνεται από το προϊόν της εργασίας του, και αυτό επηρεάζει την κοινωνική του συνείδηση. Η έννοια της ψευδούς συνείδησης, την οποία ανέπτυξε ο Ένγκελς, είναι κεντρική στην μαρξιστική ανάλυση. Οι ιδεολογίες που προωθούνται από την κυρίαρχη τάξη και διαχέονται μέσω κοινωνικών θεσμών (όπως το κράτος και τα ΜΜΕ), επηρεάζουν την αντίληψη του υποκειμένου για την πραγματικότητα, οδηγώντας το στην αποδοχή της εκμετάλλευσής του.
Νόσος, ατομική παρέκκλιση ή πολιτικό ζήτημα;
Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, κυριαρχεί η τάση να εξηγούνται τα ψυχικά προβλήματα κυρίως με βιολογικούς όρους — μέσω της χημείας του εγκεφάλου, των γονιδίων και άλλων «εσωτερικών» αιτιών. Αυτή η προσέγγιση έχει επικρατήσει τόσο στην επαγγελματική πρακτική της ψυχικής υγείας όσο και στη δημόσια αντίληψη και ευαισθητοποίηση. Εντούτοις, αυτή η κυριαρχία των βιολογικών εξηγήσεων δεν είναι ουδέτερη: αντικατοπτρίζει συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές επιλογές που έχουν τις ρίζες τους στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Η ψυχική δυσφορία, ωστόσο, δεν μπορεί να ιδωθεί αποσπασμένη από το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννιέται. Οι κοινωνικές συνθήκες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και εξέλιξη των ψυχικών δυσκολιών. Τα ψυχολογικά φαινόμενα δεν είναι απλώς ατομικές εμπειρίες, αλλά διαμορφώνονται και καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις ταξικές διαρθρώσεις, τις σχέσεις εξουσίας και τις ιστορικές συνθήκες της εποχής.
Ακόμη και η χρήση όρων όπως «ασθένεια» ή «νόσος» στην ψυχική υγεία φέρει σημαντικό ιδεολογικό βάρος. Αυτοί οι όροι υποδηλώνουν μια φυσικοποίηση της κατάστασης – σαν κάτι δεδομένο, σχεδόν θεϊκά προκαθορισμένο, που δεν αλλάζει ουσιαστικά και στο οποίο μπορεί κανείς μόνο να παρέμβει περιορισμένα. Η ερμηνεία αυτή λειτουργεί απενοχοποιητικά για την κοινωνία: αντί να αναρωτηθούμε τι δεν λειτουργεί στους θεσμούς, στις ανθρώπινες σχέσεις ή στο περιβάλλον του άτομου, ρίχνουμε όλο το βάρος στην ατομική του βιολογία.
Παράλληλα, η ίδια η κατηγοριοποίηση των ψυχικών διαταραχών μέσα από διαγνωστικά εγχειρίδια όπως το DSM και το ICD δεν λειτουργεί ως μέσο κατανόησης των πραγματικών αιτιών της ψυχικής δυσφορίας, αλλά ως εργαλείο αναπαραγωγής του στιγματισμού και της παθολογικοποίησης. Αυτή η τάση για «υπερ-απόδοση» των καταστάσεων, σκέψεων, συμπεριφορών, φαινομένων, κινήτρων κοκ σε αμιγώς ψυχολογικούς παράγοντες, η ψυχολογικοποίηση, αφενός αποτελεί εργαλείο στα χέρια του συστήματος που διαστρεβλώνει την αντίληψη γύρω από τις ψυχικές διαταραχές και τις καθιστά υπεύθυνες για παραβιαστικές συμπεριφορές, για παράδειγμα, ξεπλένοντας τα χέρια του (και της πατριαρχίας) και αφετέρου συμβάλλει στη μετατόπιση της ευθύνης για την ευημερία από τις συλλογικές δομές και τις κοινωνικές συνθήκες στο άτομο. Η έμφαση στην ατομική ψυχολογική κατάσταση υπονοεί ότι η προσωπική ευτυχία και επιτυχία είναι αποτέλεσμα ατομικών επιλογών και εσωτερικών διεργασιών, για παράδειγμα η απεργία δεν αποτελεί αποτέλεσμα οικονομικοπολιτικών παραγόντων αλλά είναι αποτέλεσμα «τεμπελιάς», «προσωπικής αποτυχίας», «έλλειψης ψυχικής αντοχής» κλπ. Η προσέγγιση αυτή ενισχύει την αντίληψη ότι κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τη δική του κατάσταση και πρέπει να τη λύσει μόνο του. Διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο ένας άνθρωπος που του φωνάζουν τόσο δυνατά πόσο αυτοδιάθετος και ελεύθερος είναι, ώστε σχεδόν δεν ακούει τον βαρύ ήχο από τις παλιές αλλά και νέες αλυσίδες που τον ακολουθούν.
Αντί να εστιάζει, δηλαδή, στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που γεννούν και επιδεινώνουν τα ψυχικά προβλήματα (όπως η φτώχεια, η ανεργία, η επισφάλεια και η απομόνωση), το σύστημα προωθεί μια ατομικιστική, ιατρικοποιημένη προσέγγιση, που περιορίζεται στην καταστολή των συμπτωμάτων, χωρίς να αναζητά τις βαθύτερες αιτίες. Ταυτόχρονα, η ψυχολογικοποίηση, ενισχύοντας τον ατομικισμό κι έχοντας μια διαλεκτική σχέση με αυτόν, αναδιαμορφώνει τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία, αποδυναμώνοντας τη συλλογική ευθύνη και ενισχύοντας τις ανισότητες, καθώς δεν αναγνωρίζονται οι κοινωνικές δομές που παράγουν προβλήματα. Μια διαδικασία που αποδυναμώνει τις συλλογικές μορφές αντίστασης και προάγει μια κουλτούρα εσωστρέφειας και απομόνωσης. Στην πραγματικότητα, η κυρίαρχη ιδεολογία προωθεί μια «ψυχική υγεία» αποκομμένη από την κοινωνική δικαιοσύνη και την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα ταξικά και καπιταλιστικά πλαίσια εκμετάλλευσης, καθιστώντας την ουσιαστικά εργαλείο διατήρησης της κοινωνικής τάξης και όχι ένα μέσο για την ανθρώπινη ευημερία.
Επομένως, αυτή η μετάθεση της ευθύνης από τις συλλογικές δομές και την κυρίαρχη κοινωνική κατάσταση στο άτομο είναι βαθιά πολιτική. Είναι πολύ πιο εύκολο – και λιγότερο απειλητικό για το σύστημα – να μιλήσουμε για ανισορροπίες χημικών ουσιών στον εγκέφαλο, παρά να δούμε κατάματα τις κοινωνικές συνθήκες που παράγουν μαζικά δυσφορία, απόγνωση και ψυχικά βάρη. Γιατί, αν δεν επικεντρωθούμε στη χημεία του εγκεφάλου ή δεν αποδώσουμε την ψυχική δυσφορία σε κάποια παρέκκλιση της ατομικής ψυχικής κατάστασης, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να αναρωτηθούμε: ποιος φταίει πραγματικά; Και αυτή η ερώτηση, στην καρδιά της, είναι πολιτική, γιατί αναδυκνύει εν τέλει τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιφάσεις, όπως αυτές της τάξης, του φύλου και της φυλής!
Για μια άλλη κοινωνία, στην οποία θα ζούμε κι όχι απλώς θα επιβιώνουμε!
Ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός αποτυγχάνει να παρέχει τα θεμέλια μιας κοινωνίας ικανής να προάγει την υγιή και ευτυχισμένη ανάπτυξη των μελών της. Η καταπίεση, η εκμετάλλευση, η αλλοτρίωση και η ανισότητα καταστέλλουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Άλλωστε, η ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου που θα είναι σύμφωνη με τις κοινωνικές ανάγκες, αποτελεί μια διαδικασία αντίθετου προσανατολισμού από αυτόν που χρειάζεται η αστική τάξη και ο καπιταλισμός για να συντηρηθεί. Οι κυρίαρχες ιδεολογίες στον καπιταλισμό ενισχύουν και θρέφουν την ψευδή συνείδηση, κάνοντας τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η ατομική επιτυχία και η οικονομική ευημερία είναι τα ύψιστα ιδανικά. Αυτό συμβάλλει στην εξατομίκευση, καθώς αποτρέπει τους ανθρώπους από το να αναγνωρίσουν την κοινή κατάσταση που τους πλήττει αλλά και την ανάγκη για συλλογική δράση.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να παλεύουμε μόνο για καλύτερες δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες ψυχικής υγείας, αλλά πρέπει να συγκρουστούμε με το κατεστημένο, σύμφωνα με το οποίο κάθε τι παθολογικοποιείται και κατατάσσεται στις ψυχικές διαταραχές, αλλά και με τον στιγματισμό, αυτόν τον γερά στημένο μηχανισμό που θα σε καταστείλει, θα σου κόψει την φωνή, θα σε κάνει να αισθανθείς μικρός και αδύναμος, γιατί στην τελική, μάλλον εσύ φταις. Η αντίσταση στη βιαιότητα του αντίκτυπου του καπιταλισμού στην ψυχική ευημερία πρέπει να είναι κεντρική για την ταξική πάλη, καθώς ο αγώνας για τον κομμουνισμό δεν αφορά μόνο την αυξημένη υλική ισότητα, αλλά και την ίδια την ανθρωπότητα, την ανθρώπινη ύπαρξη, και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας στο ύψος των πραγματικών αναγκών μας• συμπεριλαμβανομένων και των ψυχολογικών-συναισθηματικών.
Η απελευθέρωση από τα καταπιεστικά συστήματα δημιουργεί συνθήκες που προάγουν τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, ενδυναμώνοντας την αίσθηση του ατόμου για τις δυνατότητές του και μειώνουν την αίσθηση αβοηθητότητας. Η συλλογική αντίσταση ενάντια στην εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση, μέσω του νεολαιίστικου, του ευρύτερου λαϊκού και του εργατικού κινήματος, δεν αμφισβητεί μόνο το κοινωνικό κατεστημένο, αλλά έχει και άμεση επίδραση στην ψυχική ευημερία των ατόμων. Κόντρα στην αντίληψη που προωθεί ο καπιταλισμός για την ψυχική ευημερία (αυτές οι τέλειες ινσταγκραμικές στιγμές, τα προσωπικά “checklists” κοκ), τι κι αν η ψυχική ευημερία βρίσκεται στην συντροφικότητα, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, τη φροντίδα για τους άλλους, τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις; Τι κι αν η ψυχική υγεία μπορεί να βρεθεί στην ταξική πάλη για μια άλλη κοινωνία; Όταν οι άνθρωποι αγωνίζονται μαζί για τη βελτίωση των συνθηκών τους, αποκτούν αίσθηση δύναμης και ενότητας, αντισταθμίζοντας την απαισιοδοξία που γεννά η ατομική επιβίωση σε συνθήκες καταπίεσης.
Ως κομμουνιστές, κομμουνίστριες, κομμουνιστά που έχουμε στρατευτεί συνειδητά στις γραμμές της νΚΑ αναγνωρίζουμε πως η ψυχική υγεία δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά βαθιά πολιτικό ζήτημα, που προκύπτει απ’ τη δομική οργάνωση της κοινωνίας. Κόντρα στη βία της απομόνωσης να αντιπροτείνουμε καθημερινά στην πράξη τον συλλογικό έναντι του ατομικού δρόμου, να καλλιεργήσουμε μέσα μας και γύρω μας μια κουλτούρα συντροφικότητας και αλληλεγγύης, να μετατρέψουμε τη μοναξιά σε κοινότητα, την αποξένωση και την αλλοτρίωση σε αντίσταση, να είμαστε ο ένας για την άλλη το χέρι βοηθείας απέναντι σε ένα σύστημα, που μας παίρνει το οξυγόνο.
Για να μην επιβιώνουμε απλά σε έναν αβίωτο κόσμο, σε μια αβίωτη πραγματικότητα, αλλά να δημιουργήσουμε έναν κόσμο ανθρώπινο.
Να μπορούμε να τον ονειρευτούμε και να αγωνιστούμε να τον φτιάξουμε!